Ετέλ Αντνάν «Τζενίν», μετάφραση: Σπύρος Γιανναράς, εκδόσεις Άγρα, 2023
…κι όλα αυτά για να πουν στον κόσμο των νεκροζώντανων ότι δεν υπήρχαμε…
Το πυκνό ποίημα της Ετέλ Αντνάν είναι ένα κομψοτέχνημα που αδιαφορεί για την όποια κριτική ματιά, ενώ προσφέρεται ολόγυμνο, με τον αποστασιοποιημένα βιβλικό λόγο του στον αναγνώστη, χαρίζοντας γενναιόδωρα οικουμενικό χαρακτήρα στο δράμα ενός λαού ή, καλύτερα, απεμπολώντας το προσωπικό, εισχωρεί στο οικουμενικό, με ρήματα και ουσιαστικά, δίχως φτιασίδια, και με εικόνες που τις ενδυναμώνουν η χρήση του «και» καθώς και των εμπλεκόμενων, συμπλεκόμενων χρόνων.
Γραμμένο μετά την ιστορική μάχη της Τζενίν το 2002, για την οποία χτίστηκε ένα μνημείο που καταστράφηκε από τους Ισραηλινούς το 2023 μετά την επίθεση της Χαμάς και το ξέσπασμα του νέου πολέμου, το ποίημα εντυπωσιάζει με την παντελή απουσία επικαιρικότητας, εμπάθειας ή μελοδραματισμού, και λέω το ποίημα και όχι η Αντνάν γιατί αυτό το κείμενο είναι από εκείνα που αυτονομούνται αμέσως από τον ποιητή αποκτώντας σάρκα και οστά και τα δικά τους ιδιαίτερα φτερά.
Η Τζενίν ξεκινά όπως μια συντέλεια ή μια κοσμογονία. Με εκείνο το σχεδόν ανθρωπόμορφο «και» που λειτουργεί ως δείκτης καταδεικνύοντας και φέρνοντας ταυτόχρονα σε επαφή τα πλέον ετερόκλητα πλάσματα, καταστάσεις και φυσικές εξάρσεις: «Και τη νύχτα, όταν πια σταμάτησε να βρέχει τίγρεις και διαχωριστικά δωματίων […] όταν η βροχή τρόμαξε καθώς οι βόμβες την προσπερνούσαν με ταχύτητα που θα τη ζήλευε και το φως, κατακάθισε πυκνός καπνός από τα κόκαλα που είχαν καεί σε σιγανή φωτιά […]».
Ο τόνος δίνεται και το ποίημα ρέει σε παρελθόντα, πλην όμως καθοριστικό ιστορικό χρόνο, κάτι σαν τη γέννηση του κακού, για να κυλήσει γρήγορα σε ένα παρόν που εναλλάσσεται με το μέλλον, ένα παρόν όμως διαρκές, όπου ο παραλογισμός, ο πόλεμος και ο θάνατος πρωταγωνιστούν μέχρι τελικής πτώσεως του τελευταίου: «Σαβανώσαμε το θάνατο με μια πελώρια σημαία και τη θάψαμε έπειτα στον ομαδικό τάφο όπου ήταν άλλοτε η πόλη εκείνων που τρώγαν κάθε πρωί τα ξερά ψίχουλα της μνήμης».
Το κακό, απ’ όπου εκπορεύονται τα πάντα στη Τζενίν, φέρνει τη μετάλλαξη, και η μετάλλαξη με τη σειρά της φέρνει το δικαίωμα στο μίσος. Η Αντνάν ανατρέπει όμως αμέσως τα λεγόμενά της χαρακτηρίζοντάς τα «βλακώδη συμπεράσματα». Και συνεχίζει: «Δεν είμαστε πλέον του κόσμου ετούτου. Πιο πυκνά γίναν τα δάση, της νύχτας τα ζώα γεννούν τέρατα». Η φύση συμμετέχει στον όλεθρο ή γίνεται η ίδια όλεθρος, άλογα αυτοκτονούν αναίτια, το σύμπαν γερνάει «και τ’ αστέρια παλεύουν για τη ζωή τους. Δεν αρκεί ν’ αστράφτεις για να μην πεθάνεις». Ή: «Εν τω μεταξύ, κι ενώ οι στρατιώτες του εχθρού επιχειρούν στο σκοτάδι, το σύμπαν γερνούσε. Μαζί μ’ εμάς. Όπως εμείς. Την ώρα όμως του τελικού μας αφανισμού θα παρασύρουμε τον ίδιο τον Θεό στο χαμό του. Στο μεταξύ κάποιοι επικρατούν και κάποιοι εξαλείφονται…».
Υπάρχει όμως και ένα άλλο κακό που μοιάζει με τον θάνατο: η λήθη. Όταν με μια «γομαλάστιχα» ξεχνάς την Ιστορία σου ή τη μυθολογία σου και επιτρέπεις τον αφανισμό σου. Στην Τζενίν ο εχθρός δεν πολεμάει μόνο με όπλα. Σκορπίζει τεχνηέντως τη λήθη. Και μια ολόκληρη «νεκροζώντανη» παγκόσμια κοινωνία αποστρέφει το κεφάλι όταν τίθεται, δίχως να γράφεται, το ζήτημα «γιατί τούτος ο πόλεμος». Για την Αντνάν η απάντηση είναι ξεκάθαρη, δίνεται στο τέλος του βιβλίου και, εδώ, στο μότο. Καθώς, συχνά οι πόλεμοι, πέρα από τα συμφέροντα που έχει συνηθιστεί να προτάσσονται, κρύβουν μέσα τους απλά ένα «γιατί έτσι».
Ορμώμενη λοιπόν από την τραγωδία ενός λαού και επικεντρώνοντας στην πόλη που υπήρξε διαχρονικά κέντρο αντίστασης στην ισραηλινή κατοχή στην Παλαιστίνη, η Αντνάν πλάθει μια, ας μου επιτραπεί ο μη δόκιμος όρος, «ρεαλιστική αλληγορία», μη ανθρωπομορφική, όμως βαθιά αληθινή, που περιγράφει με λέξεις από χώμα και αίμα την ανθρώπινη κατάσταση. Τέλος, το κείμενο ευτύχησε στα χέρια του Σπύρου Γιανναρά και ντύθηκε κομψά από την Άγρα.