Γιώργος Συμπάρδης «Πλατεία Κλαυθμώνος», εκδόσεις Μεταίχμιο, 2023

 

Η γραφή του Γιώργου Συμπάρδη (γ. 1945) διακρίνεται για την υποβλητικότητα, την υπαινικτικότητα, τη χαμηλόφωνη ένταση λεπτομερών ρεαλιστικών περιγραφών και τη συμβολική αμφισημία της. Οι ιστορίες του εκτυλίσσονται κατά κανόνα στον αστικό ιστό της Αθήνας και η συμπεριφορά των ηρώων του έχει σαφή ταξικό προσδιορισμό στα μεσαία και μικροαστικά στρώματα. Αυτές οι σταθερές διακρίνονται και στο πέμπτο του μυθιστόρημα, την Πλατεία Κλαυθμώνος, που αρχίζει με τη διστακτική μύηση του νεαρού ήρωα στον κόσμο των ομοφυλοφιλικών αναζητήσεων στην Αθήνα της δικτατορίας των Συνταγματαρχών για να καταλήξει στην ατελέσφορη κατάδυσή του σε μυστικά και αινιγματικές συμπεριφορές του οικογενειακού παρελθόντος, στο μεγάλο θέατρο της ζωής και των σχέσεων, όπου είναι αδύνατον να διακρίνεις ποιος είναι ποιος, πού αρχίζει το ψέμα και πού τελειώνει η αλήθεια.

 

Βρισκόμαστε στον πρώτο χρόνο της δικτατορίας του 1967 και ο αφηγητής και κεντρικός ήρωας, ένας δεκαεννιάχρονος φοιτητής της Νομικής και παιδί διαζευγμένων γονιών, βγαίνει στους δρόμους για να βρει ταυτότητα· σεξουαλική, ατομική και κοινωνική. Η περιέργεια και μια απροσδιόριστη έλξη τον φέρνουν στον μυθικό χώρο των ουρητηρίων της πλατείας Κλαυθμώνος που λειτουργεί ως ψωνιστήρι. Στην πρώτη του κιόλας νυχτερινή επίσκεψη θα κρατηθεί για εξακρίβωση στοιχείων στο αστυνομικό τμήμα. Η καταστολή όμως όχι μόνο δεν μειώνει τη μη ετεροκανονική επιθυμία του αλλά την εντείνει, ώστε βγαίνοντας από το τμήμα γνωρίζεται καλύτερα με τον συναυτουργό της παράνομης βραδιάς, τον Νίκο ή Κολίνο, που εργάζεται ως βοηθός μηχανικός σε συνεργείο αυτοκινήτων στην Ιερά Οδό και συχνάζει σε ανδρικές λέσχες. Δίπλα σε αυτόν και την παρέα του θα μυηθεί στον παράνομο και διωκόμενο κόσμο των ομοφυλόφιλων της Αθήνας, των ερωτικών κρατουμένων.

Ο σχεδόν τελετουργικός τρόπος, η κινησιολογία και οι ιδιότυποι κώδικες επικοινωνίας που αναπτύσσουν οι συνεσταλμένες ή τολμηρές αντρικές φιγούρες που αλληλοπλευρίζονται στο μισοσκόταδο του κήπου της πλατείας Κλαυθμώνος αποδίδονται με κινηματογραφική ενάργεια στην αρχή του βιβλίου. Στη συνέχεια, όχι χωρίς συγγραφικό ρίσκο, ο αφηγητής προβαίνει σε μια εκτενή αναδρομή στο περίπλοκο οικογενειακό παρελθόν και την παράξενη τριγωνική σχέση της μητέρας Αλίκης, του πατέρα Αντώνη και του αινιγματικού τρίτου προσώπου που για χρόνια μπαινόβγαινε στη ζωή τους (Βέργος), αλλά και του εξίσου μυστήριου ηθοποιού και εραστή της μητέρας του (Θεόφιλος) και της σχεδόν συνομήλικης κόρης του που πηγαίνει στο κατηχητικό και με την οποία ο κεντρικός ήρωας έχει αμήχανες ερωτικές περιπτύξεις (Μιμή). Ο αφηγητής παλεύει μάταια να αυτοπροσδιοριστεί επιχειρώντας να κατανοήσει τους οικείους άλλους. Θέτοντας σε κίνηση την παιδική ματιά του που αντανακλάται στον μηχανισμό της μνήμης προσπαθεί να συναρμολογήσει το παζλ των αποσιωπήσεων και των αποκρύψεων, χωρίς να κατορθώσει να εξιχνιάσει μπερδεμένες και διφορούμενες στιγμές, σκηνές και διαλόγους από την εποχή που όλα έδειχναν ότι η οικογενειακή ευτυχία θα διαρκούσε για πάντα και από το παρόν που ο καθένας τραβά το δικό του μοναχικό δρόμο. Ο Συμπάρδης ξέρει καλά να αιχμαλωτίζει το αναγνωστικό ενδιαφέρον και να προκαλεί σασπένς, πλάθοντας ήρωες αμφίσημους που τους καδράρει με αριστοτεχνικές φωτοσκιάσεις.

 

Ενηλικίωση στη δικτατορία

 

Η ομοερωτική πρόθεση του αφηγητή και το συμβάν της πλατείας Κλαυθμώνος εξηγούνται με την ευθέως αιτιακή σύνδεση που προτείνει ο συγγραφέας με τη διπλή μήτρα που σε κάθε εποχή λειτουργεί ως θερμοκήπιο αποκλίνουσας συμπεριφοράς και εφαλτήριο ελευθερίας: το προβληματικό στους καιρούς της ρευστής αγάπης και της ευθραυστότητας των ανθρωπίνων δεσμών οικογενειακό περιβάλλον και τον διάχυτο στον δημόσιο χώρο πολιτικό και κοινωνικό αυταρχισμό. Από την άποψη αυτή η δικτατορία ως σκηνικός χώρος, μολονότι δεν αποτελεί παρά τον καμβά του μυθιστορήματος, έχει μια συμβολική όσο και ουσιαστική λειτουργία στην αφήγηση. Είναι νομίζω δείγμα της δεξιοτεχνίας του Συμπάρδη πώς κατορθώνει με ελάχιστες άμεσες αναφορές να περιγράψει χωρίς κραυγές την ατμόσφαιρα και τη «δομή της αίσθησης» μιας εποχής όπου οι απαγορεύσεις, η αστυνομοκρατία, η καταστολή, ο χαφιεδισμός και το αίσθημα του φόβου δεν σχετίζονται μόνο με την πολιτική δράση πολιτών αλλά και με την ιδιωτική σφαίρα των επιθυμιών.

Η πλατεία Κλαυθμώνος υπήρξε ανέκαθεν τόπος συμβολικός και ιστορικά φορτισμένος, ένας θερμοστάτης των κοινωνικών εντάσεων. Ως δημόσιος χώρος υποδέχτηκε πολλές φορές κοινωνικά και ιδιωτικά πάθη. Στα τέλη του 19ου αιώνα συγκεντρώνονταν εκεί, μετά τις εκλογικές αναμετρήσεις, για να διαμαρτυρηθούν για την απόλυση τους οι μη μόνιμοι δημόσιοι υπάλληλοι, ενώ μεταπολεμικά υπήρξε κοινωνικός χώρος μαζικών διεκδικήσεων και διαδηλώσεων. Αλλά και αργότερα, το 1989, εκεί επιλέχθηκε να τοποθετηθεί το άγαλμα της εθνικής συμφιλίωσης, σχέδιο του οποίου κοσμεί το εξώφυλλο του βιβλίου. Με τη λεπταίσθητη αστυγραφία του ο Συμπάρδης μνημειώνει λογοτεχνικά μια άλλη πλατεία Κλαυθμώνος, αυτή των εφήμερων ομοερωτικών αναζητήσεων, που είναι επίσης μέρος της αστικής μυθολογίας της Αθήνας, αλλά και ένας χώρος διεκδίκησης και διακινδύνευσης.

Ο Συμπάρδης χειρίζεται με δεξιοτεχνία τις τεχνικές της απόκρυψης, της αποσιώπησης και του υπαινιγμού. Ευτυχώς αποφεύγει την πολιτική ορθότητα και τον καταγγελτικό τόνο, μιας και εντέλει το ενδιαφέρον του είναι βαθύτερο από τη συζήτηση για την αποδοχή της σεξουαλικής ετερότητας. Αυτό που τον καίει είναι η ρευστή ανθρώπινη συνθήκη, η δυσκολία αυτοπροσδιορισμού και κατανόησης όσων μας συμβαίνουν, το ζήτημα της αλήθειας και του ψεύδους, της τρέλας και της λογικής. Κάπου προς το τέλος παρεισφρέει ως ερμηνευτικό κλειδί η θεατρική παράσταση του Ερρίκου Δ’ του Πιραντέλλο που παρακολουθούν με αμηχανία γιος και πατέρας. Ο συγγραφέας θεματοποιεί στο μυθιστόρημα αυτή τη δυσκολία προσδιορισμού και κατανόησης της σύνθετης ανθρώπινης υπόστασης και των διφορούμενων καταστάσεων.

 

Εμπιστοσύνη στον αναγνώστη

 

Ο Συμπάρδης προσθέτει ένα ακόμη αξιόλογο μυθιστόρημα στη μετρημένη, ώριμη και αξιοσημείωτα σταθερή διαδρομή του. Η Πλατεία Κλαυθμώνος είναι ένα μυθιστόρημα μύησης στην ενηλικίωση, που δεν μπορεί παρά να είναι αργή, βασανιστική, γεμάτη αμφιβολίες, σιωπές και ερωτηματικά. Η σεξουαλική, ταυτοτική και πολιτική συνειδητοποίηση του ήρωα συντελείται παράλληλα, υπόκωφα, διστακτικά, αμφιθυμικά και διακριτικά μέσα από δρόμους που απελευθερώνουν από τα δεσμά της θεσμοποιημένης οικογενειακής ανίας και της πνιγηρής εναλλαγής στα αστικά γονεϊκά διαμερίσματα.

Η σχέση που ο συγγραφέας οικοδομεί με τον αναγνώστη είναι αξιοπρόσεκτη. Ασφαλώς δεν είναι συμπτωματικό ότι το μόνο πρόσωπο στο μυθιστόρημα που είναι πρόθυμο και διαθέσιμο να ακούσει και να μάθει την αλήθεια που εξομολογείται ο αφηγητής είναι ο ανώνυμος, βουβός και αόριστος αναγνώστης στον οποίο απευθύνεται κλείνοντας το βιβλίο: «Και δεν μίλησα γιατί με προκάλεσες αλλά γιατί το χρειαζόμουνα. Και ήξερα ότι θα καταλάβεις». Ο Συμπάρδης εμπιστεύεται τον αναγνώστη του περισσότερο κι από τους ήρωες του.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet