Με το μυθιστόρημα «Η μνήμη του πάγου» η Ιωάννα Μπουραζοπούλου, συγγραφέας με σημαντική διεθνή παρουσία στον χώρο της λογοτεχνίας του φανταστικού, ολοκληρώνει την τριλογία της με τίτλο «Ο Δράκος της Πρέσπας», στην οποία παρουσιάζονται τρεις αλληλοαναιρούμενες εκδοχές για την εμφάνιση ενός τέρατος στη Μεγάλη Πρέσπα, «τη λίμνη που μοιράζονται τρεις μικρές χώρες, ευάλωτες σε δαιμόνια και κακοδαιμονίες». Με αφορμή την ολοκλήρωση της τριλογίας, η Ιωάννα Μπουραζοπούλου μιλάει στην «Εποχή» για τα πλεονεκτήματα της λογοτεχνίας του φανταστικού στην προσπάθεια ερμηνείας της εποχής μας, για τα Βαλκάνια τα οποία σνομπάρουμε, για τη συμπλεγματική σχέση της Ελλάδας με τη Δύση, για τις θρησκείες της «αγάπης» που και πάλι χωρίζουν.
Το παλιότερο βιβλίο σου «Τι είδε η γυναίκα του Λωτ;» διαδραματίζεται στη Νεκρά Θάλασσα. Η οποία είναι κοντά στη Δυτική Όχθη, και όχι και τόσο μακριά από τη Γάζα. Τι σκέψεις σου γεννά η τωρινή σύγκρουση, σε σχέση και με το βιβλίο που είχες γράψει;
Η φρίκη της πραγματικότητας ξεπερνά τη λογοτεχνική φαντασία, αλλά αν προσπαθήσω να επιχειρήσω κάποια αναλογία με το μυθιστόρημα, θα έλεγα ότι οι θρησκείες της «αγάπης» γίνονται πάλι πρόσχημα για τα στυγερότερα εγκλήματα. Ορθώνουν διαχωρισμούς ανάμεσα σε λαούς, διαχωρισμούς που σίγουρα δεν εκπορεύονται από τη θρησκευτική ευλάβεια, υπηρετώντας συμφέροντα που σίγουρα δεν σχετίζονται με τη γλώσσα ή την καταγωγή. Χρειάζονται όμως τέτοια προσχήματα, όπως η θρησκεία, η γλώσσα, η καταγωγή, για μην διακρίνονται οι υπολογισμοί που γίνονται σε απομακρυσμένα πολιτικά γραφεία, πολεμικές βιομηχανίες και χρηματιστήρια. Όλοι οι υπόλοιποι παρακολουθούμε τη σφαγή σαν θεατές σε αρένα και ποντάρουμε στον νικητή, κρίνοντας από το ποιος έχει τον ισχυρότερο χρηματοδότη. Η φρίκη δεν βρίσκεται στην αρένα πια, εκεί παλεύουν για τη ζωή τους, βρίσκεται στις κερκίδες.
Η τριλογία «Ο Δράκος της Πρέσπας» εκτυλίσσεται στην ομώνυμη λίμνη. Γιατί έχεις ανάγκη το νερό και ειδικότερα τις λίμνες στην πλοκή που στήνεις; Ποιος είναι ακριβώς ο ρόλος τους;
Δεν έχεις άδικο, το νερό επανέρχεται κάθε τόσο στα βιβλία μου, με διαφορετικές ιδιότητες. Σε αυτό το έργο η τριχοτομημένη λίμνη Πρέσπα καθρεφτίζει τις τρεις χώρες που την μοιράζονται, αλλά και τις τρεις οπτικές του μύθου. Ρευστή η ιστορία που τις ενώνει, ρευστά και τα υδάτινα σύνορα που τις χωρίζουν. Το εμπορικό τέρας που περιγράφεται στο μυθιστόρημα, ο δράκος, είναι κοινός, έτσι τον διεκδικούν και οι τρεις, παρότι κατασπαράσσει και τις τρεις. Αντί να ενωθούν για να τον αντιμετωπίσουν, μαλώνουν για το ποια έχει περισσότερα δικαιώματα πάνω του.
Οι Πρέσπες είναι ένα τριεθνές σύνορο. Λέμε ότι ένα καλό της ενωμένης Ευρώπης είναι πως χαλάρωσαν οι συνοριακοί έλεγχοι. Ωστόσο τα σύνορα είναι πάντα εδώ. Σε ποιο βαθμό μας καθορίζουν;
Τα σύνορα μάς δίνουν την ψευδαίσθηση του ελέγχου, πολύτιμη ψευδαίσθηση και πολλαπλά αξιοποιήσιμη, συνεπώς δύσκολα θα καταργηθούν. Θα επανέρχονται διαρκώς με διαφορετικές μορφές. Οριοθετούν έναν γεωγραφικό, και εν πολλοίς ψυχικό, χώρο που έχουμε ανάγκη να αποκαλούμε δικό μας – μολονότι καμία αξίωση επ’ αυτού δεν θα είναι ποτέ δεδομένη. Δεν υπάρχει δηλαδή κάποιος παντοδύναμος, αμερόληπτος και διαχρονικός εξωτερικός εγγυητής, που θα γράψει ένα συμβόλαιο στην πέτρα και αυτό το συμβόλαιο δεν θα καταρριφθεί ποτέ. Άρα ο μόνος τρόπος να διαφυλαχθεί ο γήινος και ο ψυχικός μας τόπος, είναι να εκλείψει κάθε επιθυμία παραβίασης από όλα τα εμπλεκόμενα μέρη. Να εκλείψει η επιθυμία. Αυτό μπορεί να γίνει μόνον από εμάς τους ίδιους, τον καθένα από εμάς, να φανεί στη στάση και στη νοοτροπία μας, γιατί συχνά οι ηγέτες συντηρούνται από τις έριδες, οι δε παγκόσμιοι επενδυτές θησαυρίζουν από αυτές. Εάν δεν αποπνέουμε οι ίδιοι την ειρήνη και την ενότητα με τη συμπεριφορά μας, κανείς δεν έχει συμφέρον να μας την επιβάλει.
Τον Δράκο, που προκαλεί κάθε είδους καταστροφές, κανείς δεν τον έχει δει, όλοι όμως πιστεύουν ότι υπάρχει. Ο φόβος είναι γενικά καθοριστικό στοιχείο της ύπαρξης ή μιλάς για ένα πιο συγκεκριμένο σημερινό φόβο, μια αβεβαιότητα, που φαίνεται να επικρέμεται πάνω από τον κόσμο μας, μια ακαθόριστη απειλή με την οποία αρχίζουμε να συνηθίζουμε να ζούμε;
Δεν είναι η πρώτη φορά που πιστεύουμε ακράδαντα ότι κάτι είναι αληθινό, χωρίς να το έχουμε δει. Δεν είναι η πρώτη φορά που προβάλλονται πάνω του οι βαθύτεροι φόβοι μας ή οι κρυφές προσδοκίες μας. Δεν είναι η πρώτη φορά που του φορτώνουμε τα δικά μας κρίματα και τα δικά μας αίσχη. Και σίγουρα δεν είναι η πρώτη φορά που τούτο το ον ή τούτη η ακαθόριστη απειλή, γίνεται αντικείμενο εμπορικής και πολιτικής εκμετάλλευσης. Μετά από όλα τα παραπάνω, ασφαλώς και είναι υπαρκτό. Τρισδιάστατο και πιο πραγματικό από εμάς.
Για τις ανάγκες της τριλογίας ταξίδεψες στις χώρες όπου διαδραματίζεται η πλοκή. Ποια η άποψή σου για τα Βαλκάνια; Είναι γεωγραφικός χώρος με κοινά χαρακτηριστικά; Έχουν μια ταυτότητα που τα διαφοροποιεί από άλλες περιοχές της Ευρώπης και της Μεσογείου;
Βρίσκω ενδιαφέρουσες τις ομοιότητές μας με τους λαούς της νότιας Βαλκανικής. Κάθε φορά που σκοντάφτω σε μια ομοιότητα –παρόμοια δημοτικά τραγούδια και χοροί, παρόμοιες γεύσεις στο τραπέζι, παρόμοια κοινωνικά προβλήματα και κοινωνικές συμπεριφορές– μεγαλώνει ο ορίζοντας του «τόπου μου» και απλώνεται η ψυχή μου στη χερσόνησο, μεγαλώνω εγώ. Κάθε φορά που σκοντάφτω σε μια διχόνοια, μικραίνω. Η διχόνοια θα κάνει φανερή την ειδοποιό διαφορά. Η πρώτη γεννά τη δεύτερη όχι το αντίστροφο. Για να χρησιμοποιήσω έναν διάλογο από το βιβλίο: «Σε τίποτε δεν διαφέραμε, ανεψιά», λέει με απλότητα ο γέροντας στη νεαρή ηρωίδα. «Σε τίποτε δεν μοιάζατε, δεν λες;» αντιτείνει εκείνη, «άλλες φυσιογνωμίες, άλλα επαγγέλματα, άλλες θρησκείες, άλλες γλώσσες, άλλες συμπεριφορές». «Όπως το λες», συμφωνεί ο γέροντας, «μοιάζαμε σε όλα». Εννοώντας προφανώς ότι ο καθένας μας έχει κάποια φυσιογνωμία, κάποια θρησκεία, κάποια εθνικότητα, κάποιο επάγγελμα, άρα μοιάζουμε ως προς αυτό. Η διαφορά είναι συνθήκη του νου. Εμφανίζεται όταν την επιζητήσεις.
Η κλιματική αλλαγή συνδέεται αναμφίβολα με την κούρσα της ανάπτυξης που φαίνεται να έχει γίνει αυτοσκοπός. Ωστόσο τι θεωρείς εσύ προσωπικά μεγαλύτερη απειλή; Το ανεξέλεγκτο οικονομικοπολιτικό σύστημα μέσα στο οποίο ζούμε ή την πιθανότητα οικολογικής καταστροφής, που ίσως είναι η συνέπειά του;
Είναι απολύτως συνδεδεμένα. Η φύση υφίσταται ό,τι και η κοινωνία. Όταν πρυτανεύει η αγριότητα και η ανισορροπία, θα τα υποστεί και η φύση, άρα και θα τα επιστρέψει, επειδή εκδηλώνεται όπως η κοινωνία. Η κακοποίηση είναι ενιαία. Δεν μας διαχωρίζω, εμείς είμαστε ο πλανήτης, έτσι ξέρουμε από πρώτο χέρι πώς ακριβώς του συμπεριφέρονται, αλλά και πώς ακριβώς του συμπεριφερόμαστε οι ίδιοι.
Η λογοτεχνία του φανταστικού γίνεται συχνά, μέσω προβολών στο μέλλον, όχημα ερμηνείας του παρόντος. Μήπως αυτό στις μέρες μας έχει και την έννοια ότι η απλή λογική, χωρίς το στοιχείο της φαντασίας, είναι αδύνατον να ερμηνεύσει ένα όλο και πιο πολύπλοκο κόσμο;
Περισσότερο από την πολυπλοκότητα έχει να κάνει με την απόσταση νομίζω. Η λογοτεχνία του φανταστικού προσφέρει την απόσταση που χρειάζεται η σκέψη για να απελευθερωθεί από προαποφασισμένες θέσεις, ώστε να μην οδηγείται ασυναίσθητα στο μαθημένο. Το οικείο δεσμεύει, γιατί ταυτιζόμαστε αμέσως, ενεργοποιούνται εξαρτημένα αντανακλαστικά, αμβλύνεται το κριτήριό μας. Το ανοίκειο ξυπνά το ερευνητικό μας πνεύμα, μπαίνουμε σε άλλες νοητικές διεργασίες προκειμένου να το αντιληφθούμε και να το παρακολουθήσουμε. Ακόμη κι αν τα περισσότερα στοιχεία του μύθου δεν μας είναι ξένα, παρουσιάζονται διαφορετικά, άρα φαντάζουν αλλιώτικα. Είναι μια πιο «εξερευνητική» μορφή λογοτεχνίας, αν μπορώ να χρησιμοποιήσω έναν τέτοιο όρο, τόσο για τους αναγνώστες όσο και για τους συγγραφείς.
Γενικότερα η λογική της καλά οργανωμένης κοινωνίας και η χρησιμοθηρική διάσταση του δυτικού πολιτισμού πού νιώθεις ότι οδηγούν; Σε ένα παλιότερο βιβλίο σου, στην Ενοχή της αθωότητας, ο πολίτης είχε αντικατασταθεί από τον επαγγελματία. Υπάρχει χώρος για την ουτοπία, ή τουλάχιστον για την πολιτική ηθική;
Υπήρχε ποτέ; Δεν έχω την αίσθηση ότι ζούμε κάτι καινούργιο. Τα σημερινά μας προβλήματα έρχονται από πολύ παλιά, αναπαράγουμε αντηχήσεις του χρόνου, όσο κι αν θεωρούμε ότι πρωτοτυπούμε. Εφόσον δεν υπήρξε χώρος για την ουτοπία στο παρελθόν, με την έννοια της ιδανικής κοινωνίας, δύσκολο να υπάρξει στο μέλλον. Εκείνο που θεωρώ εφικτό, επειδή το έχουμε δει να συμβαίνει, άρα δικαιούμαστε να προσβλέπουμε σε αυτό, είναι να ελεγχθεί η πολιτική ανηθικότητα ώστε να μην φτάνει στην ασυδοσία, να ελεγχθεί η βία ώστε να μη φτάνει στη αποκτήνωση, να μειωθούν οι ανισότητες ώστε να μη φτάνουμε στην εξαθλίωση και τη βαρβαρότητα. Ο μόνος τρόπος να το πετύχουμε αυτό είναι να ζητούμε την ολοκληρωτική εξάλειψή τους, δηλαδή την ουτοπία. Η ουτοπία χρησιμεύει περισσότερο ως οδοδείκτης, παρά ως εφικτός προορισμός. Είναι το ταξίδι για την Ιθάκη που φέρνει το άρωμα της στεριάς μεσοπέλαγα.
Έχεις πει ότι αν καταλάβουμε τους άλλους, θα καταλάβουμε καλύτερα και τον εαυτό μας. Θέλουμε όμως; Γιατί οι Έλληνες μοιάζουν να θέλουν να ξορκίσουν τη γεωγραφική τους θέση, και συνομιλούν ελάχιστα με τους πιο κοντινούς τους άλλους -λ.χ. βαλκάνιους, Τούρκους, Αιγύπτιους- επιδιώκοντας περισσότερο τον συγχρωτισμό με τους δυτικοευρωπαίους;
Επειδή μας αρέσει να ταυτιζόμαστε με τους πετυχημένους, δηλαδή εκείνους που προβάλλονται ως επιτυχημένοι στην εποχή μας. Τα πάντα γύρω μας υμνούν το δυτικό πρότυπο, κάνουμε ό,τι μπορούμε για να το φτάσουμε, διατρανώνουμε ότι ο δυτικός πολιτισμός βασίστηκε στον αρχαιοελληνικό, αλλά όταν μας συγκρίνουμε με τους συγχρόνους δυτικούς, μάς βρίσκουμε λειψούς και ελαττωματικούς. Τότε τα βάζουμε με τον εαυτό μας, με το κράτος, με το κακό μας ριζικό, μισούμε το σήμερα και επανερχόμαστε στο τι κατάφεραν οι αρχαίοι, μα ούτε φυσικά σε εκείνους μοιάζουμε. Έτσι αγαπούμε όλο και λιγότερο τον εαυτό μας, όλο και λιγότερο τη χώρα μας, άρα νοιαζόμαστε όλο και λιγότερο για την τύχη της, ό,τι κι αν λέμε στα λόγια. Ολομόναχοι εναντίον όλων, μπορούμε μόνο να χειροτερέψουμε. Ας δοκιμάσουμε να το δούμε αλλιώς. Δεν είμαστε ελαττωματικοί δυτικοί, απλώς κρύβουμε δύο ακόμη πολιτισμούς μέσα μας, τον βαλκανικό και τον μεσογειακό, οι οποίοι δεν μας χάρισαν μόνο τραύματα, αλλά και στοιχεία σπάνιας ομορφιάς, που αξίζει να τα εξερευνήσουμε και να τα προβάλλουμε. Είμαστε ένα υπέροχο μείγμα πολιτισμών, που ο πλούτος του μπορεί να γίνει η δύναμή του. Ας προσεγγίσουμε με εγκαρδιότητα τους Βαλκάνιους και τους Μεσογειακούς, των οποίων αποτελούμε συνδετικό στοιχείο, και ας φτιάξουμε μαζί τους ένα νότιο πρότυπο πλάι στο δυτικό, με βάση το σήμερα, γιατί δεν είμαστε χωρίς αρετές, όχι με βάση το τι υπήρξαμε κάποτε.