Φωτογραφίες: Νικόλας Κοκοβλής

 

 

 

Η ανασύνθεση της Αριστεράς, αλλά και του ευρύτερου οικολογικού και προοδευτικού χώρου, αποτελεί μια αναγκαιότητα. Ωστόσο, ο δρόμος προς τα εκεί παρουσιάζεται μακρύς και επίπονος. Παρ’ όλα αυτά αποσπασματικές πρωτοβουλίες και πολιτικά εγχειρήματα εξακολουθούν να δημιουργούν πηγές αισιοδοξίας.

Μια τέτοια μικρή συλλογική διαδικασία είναι και οι «Παρεμβάσεις – Διάλογοι για την ανασύνθεση της Αριστεράς», συνέχεια μιας παρεμφερούς πρωτοβουλίας στην «Αυγή» από την Επιτροπή Θεωρίας και Επιμόρφωσης που είχε συστήσει η τότε ΚΕ του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ. Στόχος μας είναι να στοιχειοθετούνται μικρά αφιερώματα με διακριτές προσεγγίσεις, αλλά και να δημιουργηθεί ένα ευρύτερο δίκτυο προσώπων και ιδεών που θα ενισχύσουν την προσπάθεια. Επιτακτικός είναι και ο στόχος της ώσμωσης με άλλα παρόμοια εγχειρήματα, χωρίς δογματικές περιχαρακώσεις.

Το ζητούμενο, επομένως, είναι η διεύρυνση της αριστερής σκέψης με πλουραλισμό και κοινωνική γείωση, ως μικρή συμβολή στην υπέρβαση της  δεινής θέσης στην οποία έχει περιέλθει η Αριστερά λίγο πολύ παντού στον κόσμο.

Ο φιλόξενος χώρος της «Εποχής» συνιστά την πλατφόρμα αυτής της προσπάθειας με ενδιάμεσο τη γνώριμη μυρωδιά και υφή του χαρτιού. Ζητούμενο είναι, επίσης, η συμπλήρωση του εγχειρήματος με ηλεκτρονική πλατφόρμα και podcasts που θα διευρύνουν τις ευκαιρίες συμμετοχής και θα προσδώσουν στοιχεία κοινωνικής υλικότητας στο εγχείρημα.

Οι «Παρεμβάσεις – Διάλογοι για την ανασύνθεση της Αριστεράς», θα εναλλάσσονται με τις «Ιδέες» που επιμελείται ο Χάρης Γολέμης τα τελευταία χρόνια, η οποία συνιστά μια σημαντική συμβολή στην υπόθεση της Αριστεράς που μας ωθεί να προσπαθήσουμε να φανούμε αντάξιοι.

 

Η Συντακτική Επιτροπή

 

 

 

Κοινή γνώμη, πολιτικό μάρκετινγκ
και Αριστερά

 

Στις καναδικές εκλογές του 1993 τα ποσοστά του κυβερνώντος συντηρητικού κόμματος συρρικνώθηκαν συντριπτικά. Ο αριθμός εδρών στη Βουλή των Κοινοτήτων μειώθηκε από 163 σε 2. Το γεγονός ότι το κόμμα επανήλθε σε κυβερνητική τροχιά μέσα σε μια δεκαετία δεν συνιστά φυσικό φαινόμενο. Είναι, αντιθέτως, αποτέλεσμα της συστηματικής αξιοποίησης εργαλείων πολιτικού μάρκετινγκ1, τα οποία είναι εξαιρετικά χρήσιμα στη μάχη της Αριστεράς για την ηγεμονία.

Μολονότι ο όρος μάρκετινγκ προκαλεί συνειρμούς για συναλλακτικές σχέσεις και επικοινωνιακή χειραγώγηση, το περιεχόμενο της εν λόγω προσέγγισης απέχει έτη φωτός από εκείνες τις πρακτικές που συνέβαλαν καθοριστικά στην εκλογική καθίζηση του ΣΥΡΙΖΑ και στην συντηρητικοποίηση της ελληνικής κοινωνίας.

Κάθε κοινωνικός σχηματισμός, κάθε κοινωνική ομάδα και κάθε άτομο είναι φορέας ενός ασταθούς συνόλου στάσεων και αντιλήψεων. Οι πολλές ιδιότητες των ανθρώπων, όπως προκύπτουν από τον τόπο διαμονής τους, το φύλο, την ταξική τους θέση και πληθώρα άλλων πτυχών της βιωμένης πραγματικότητας, συνθέτουν το ψηφιδωτό εντός του οποίου αγωνιζόμαστε για την ηγεμονία της Αριστεράς. Στη διαδικασία αυτή, οι έρευνες κοινής γνώμης συνιστούν πολύτιμο εργαλείο για τον εντοπισμό ιδεολογικών αντιφάσεων και ευνοϊκών για την Αριστερά ρευμάτων, τα οποία με συγκεκριμένες κινηματικές πρωτοβουλίες μπορούν να διευρυνθούν και να ενισχυθούν  με την κατάθεση συγκεκριμένων προτάσεων. Εκκινώντας από τη βασική παραδοχή πως οι συνειδήσεις αλλάζουν μέσω της πολιτικής και αναγνωρίζοντας πως στο πεδίο του κομματικού ανταγωνισμού η Αριστερά διεκδικεί να πείσει διαφορετικά ακροατήρια από τη Δεξιά, οι έρευνες κοινής γνώμης μας προσφέρουν τη δυνατότητα να μετασχηματίσουμε αποσπασματικές στάσεις και αντιλήψεις σε εκλογικά μετρήσιμη κοινωνική δύναμη και να μετατρέψουμε τις πιθανότητες σε πολιτικό αποτέλεσμα.

Σύμφωνα με την κατηγοριοποίηση της Jennifer Lees Marshment2, τα κόμματα η λειτουργία των οποίων είναι προσανατολισμένη στην (πολιτική) αγορά επιχειρούν διαρκώς, μέσω της χρήσης των κατάλληλων ερευνητικών εργαλείων, να ανιχνεύσουν τις ανησυχίες και τις θεματικές προτεραιότητες του εκλογικού σώματος, αποσκοπώντας έτσι να τις ενσωματώσουν στον σχεδιασμό των πολιτικών προτάσεων και στρατηγικών προτεραιοτήτων τους. Η προσέγγιση του πολιτικού μάρκετινγκ συνιστά ολοκληρωμένη πρόταση οργάνωσης ενός πολιτικού οργανισμού, ο οποίος επιχειρεί να ανταποκριθεί στις προσδοκίες, τους στόχους και τις ανάγκες των εμπλεκομένων, εφόσον λαμβάνει υπόψιν τον στρατηγικό στόχο ενός πολιτικού οργανισμού (πχ. σοσιαλισμός με ελευθερία και δημοκρατία), τον ιδεολογικό προσανατολισμό των μελών και του στελεχιακού δυναμικού ενός φορέα και σχεδιάζει πολιτικές που συμβαδίζουν με τις πεποιθήσεις του «εσωτερικού ακροατηρίου» και την επιστημονική κατάρτιση του. Την ίδια στιγμή, εστιάζει στις ανάγκες του εκλογικού σώματος, αξιοποιώντας εργαλεία κοινωνικής έρευνας.

Από το 2019 και έπειτα έχουν διεξαχθεί δεκάδες έρευνες κοινής γνώμης από ινστιτούτα και κοινωνικούς φορείς, που επιχειρούν να ιχνηλατήσουν τις επιθυμίες, στάσεις και αντιλήψεις της ελληνικής κοινωνίας. Παρά το γεγονός ότι πληθώρα δεδομένων είναι δημόσια προσβάσιμα, τα ευρήματα δεν χρησιμοποιούνται συστηματικά κατά την εκπόνηση στρατηγικού σχεδιασμού από τα κόμματα και άλλες συλλογικότητες της Αριστεράς. Το ενδιαφέρον εστιάζεται στην καταγραφή της πρόθεσης ψήφου και η συζήτηση για τα υπόλοιπα ευρήματα ερευνών κοινής γνώμης εξαντλείται στη διαπίστωση της κυριαρχίας της Δεξιάς.

Οι Μελέτες για την πολιτική εμπιστοσύνη και τη δημοκρατία3, τις πολιτικές στάσεις και ιδεολογικές τάσεις στην Ελλάδα σήμερα, τις συνήθειες4, αντιλήψεις και την πολιτική συμπεριφορά της νεολαίας» και πληθώρα άλλων ερευνών μιλούν μια άλλη γλώσσα. Καιρός να εξοικειωθούμε μαζί της.

 

Χάρις Τριανταφυλλίδου

 

 

Σημειώσεις:

1. André Turcotte (2021): Political Marketing Alchemy. The State of Opinion Research. Palgrave Mcmillan.

2. Jennifer Lees-Marshment και άλλοι (2019): Political Marketing Principles and Applications. Third edition. Routledge.

3. www.enainstitute.org/publication/%CE%AD%CF%81%CE%B5%CF%85%CE%BD%CE%B1-%CE%B5%CE%BD%CE%B1-%CF%80%CE%BF%CE%BB%CE%B9%CF%84%CE%B9%CE%BA%CE%AE-%CE%B5%CE%BC%CF%80%CE%B9%CF%83%CF%84%CE%BF%CF%83%CF%8D%CE%BD%CE%B7-%CE%B4%CE%B7%CE%BC%CE%BF

4. poulantzas.gr/yliko/yliko_tag/erevna-neolaias/www.enainstitute.org/publication/%cf%80%ce%bf%ce%bb%ce%b9%cf%84%ce%b9%ce%ba%ce%ad%cf%82-%ce%b9%ce%b4%ce%b5%ce%bf%ce%bb%ce%bf%ce%b3%ce%b9%ce%ba%ce%ad%cf%82-%cf%83%cf%84%ce%ac%cf%83%ce%b5%ce%b9%cf%82-%cf%83%cf%84%ce%b7%ce%bd-%ce%b5

 

 

Η ανασυγκρότηση χρειάζεται δικτύωση
και διαμεσολάβηση

 

Είναι κοινή η διαπίστωση ότι ο κατακερματισμός της Αριστεράς, η έλλειψη ενότητας του πολιτικού αυτού χώρου, είναι φαινόμενο ενδημικό, το οποίο περιορίζει σε σταθερή βάση την πολιτική αποτελεσματικότητά του. Το ίδιο παρατηρείται και στον χώρο της Οικολογίας. Πολλά κόμματα, πολλές οργανώσεις, αντιπαλότητες και ξεχωριστές στρατηγικές, σεχταρισμός και φραξιονισμός. Είναι σαφές ότι οι ιδέες ενώνουν, αλλά και χωρίζουν. Οι παθιασμένοι, μορφωμένοι και πολιτικοποιημένοι άνθρωποι δύσκολα υποτάσσονται και εύκολα διαφωνούν. Έχουν την άποψή τους και δύσκολα συντάσσονται με την άποψη άλλων. Αναζητούν μια ισχυρή ταυτότητα, ένα ισχυρό «εμείς», αλλά αυτό ταυτόχρονα προϋποθέτει κάποιους «άλλους». Στην εποχή μας δε που η εξατομίκευση έχει προχωρήσει, τόσο ως προσωπική ολοκλήρωση και προσήλωση στα ατομικά δικαιώματα όσο και ως ατομικισμός και αδιαφορία για τα κοινά, ο κατακερματισμός δεν αναστρέφεται εύκολα.

Καθώς λοιπόν απουσιάζουν οι ομογεννοποιητικοί παράγοντες του παρελθόντος, η ανάγκη για δικτύωση μεταξύ ανεξάρτητων οντοτήτων και μεσολάβηση μεταξύ ατόμων και ομάδων/οργανώσεων/κομμάτων που δεν έχουν σχέση μεταξύ τους είναι αναγκαία προϋπόθεση για την ανασυγκρότηση της Αριστεράς και της Οικολογίας. Οι δύο αιτιώδεις μηχανισμοί στους οποίους αναφέρομαι βρίσκονται στον πυρήνα μιας σχεσιακής ανάλυσης που δεν αντιλαμβάνεται την πολιτική δυναμική ως αυτόματες διαδικασίες που προκύπτουν ούτως ή άλλως κάθε φορά που παρουσιάζονται ευνοϊκές συγκυρίες, ούτε όμως την εξαρτά από τη μάχη για την ηγεμονία της μίας δύναμης έναντι της άλλης. Επειδή δεν πρόκειται στο χώρο της Αριστεράς και της Οικολογίας να υπάρξει κάποια δύναμη που να καλύψει όλο το χώρο, ο ρόλος της δικτύωσης και της μεσολάβησης είναι κομβικός. Θυμηθείτε άλλωστε πού οφείλεται η συγκρότηση του ΣΥΡΙΖΑ. Θυμηθείτε το ρόλο που έπαιξαν συγκεκριμένες οργανώσεις και άτομα ώστε να συνασπιστούν χώροι και άτομα με δεκαετίες διασπάσεων και σκληρών αντιπαραθέσεων στην πλάτη τους.

Όμως, η δικτύωση και ο ρόλος της μεσολάβησης προϋποθέτουν πολιτική γενναιοδωρία και σεβασμό στη διαφορετική άποψη. Μόνο όσοι/ες διαθέτουν αυτά τα απαραίτητα προσόντα μπορούν να συνεργαστούν σε σταθερή βάση ή να ενώσουν διαφορετικούς μεταξύ τους χώρους. Αν όλοι/ες θέλουν να πείσουν τους άλλους/ες χωρίς να είναι έτοιμοι/ες να πειστούν, αν έχουν ισχυρή άποψη χωρίς να μπορούν ταυτόχρονα να αυτοπεριοριστούν, ή αν θέλουν να κερδίσουν σε βάρος των άλλων, δεν κάνουν γι’ αυτή τη δουλειά. Όμως, η ανασυγκρότηση της πληθυντικής Αριστεράς και της πληθυντικής Οικολογίας χρειάζεται πολλούς τέτοιους ανθρώπους και πολλές τέτοιες οργανώσεις, πολλές μεσολαβητικές πρωτοβουλίες και πολλούς ουδέτερους χώρους όπου θα χτιστεί η αμοιβαία εμπιστοσύνη. Στο πλαίσιο αυτό, απαραίτητη είναι η προσπάθεια να δημιουργηθεί ρητορικά ο «λαός», πιο σημαντικές όμως είναι οι καθημερινές γέφυρες που στήνονται μέσα στο «πλήθος».

 

Δημήτρης Παπανικολόπουλος

 

 

Για την Ανασύνθεση της Αριστεράς

 

Η ιστορία της Αριστεράς παρουσιάζεται συχνά ως μια ιστορία διασπάσεων. Όμως, ταυτόχρονα είναι και μια ιστορία ανανεώσεων, ανασυνθέσεων, ανασυγκροτήσεων, μετασχηματισμών. Αυτή η δεύτερη διάσταση της ιστορίας της Αριστεράς αποκτά σήμερα μεγαλύτερη επικαιρότητα και σημασία,   καθώς το ζήτημα μιας νέας προσπάθειας ανασύνταξης και ανασύνθεσης της Αριστεράς τίθεται με ένταση. Η ανάγκη αφορά στη δυνατότητα της πληθυντικής Αριστεράς να εκπροσωπήσει επάξια τις νέες ανάγκες και τα νέα αιτήματα που θέτουν το κυρίαρχο οικονομικό μοντέλο και οι πολλαπλές κρίσεις του, η διεύρυνση των ανισοτήτων και η υποβάθμιση της δημοκρατίας,  η τεχνητή νοημοσύνη η κλιματική αλλαγή και τα ζητήματα φύλου, οι πόλεμοι  και οι άλλες προκλήσεις της εποχής μας, έτσι ώστε να μπορεί να συνδέει τη δράση της με το όραμα ενός άλλου κόσμου και ενός ανανεωμένου σοσιαλισμού. Πρόκειται για έναν στόχο μακράς διάρκειας. Ταυτόχρονα, η ίδια ανάγκη τίθεται με όρους επείγοντος,  δεδομένου ότι κανένα από τα αντιπολιτευόμενα κόμματα δεν δείχνει ικανό να αμφισβητήσει την κυριαρχία της ΝΔ και του κ.  Μητσοτάκη, από μόνο του. Υπάρχει κίνδυνος, λοιπόν, αν η Αριστερά και οι ευρύτερες προοδευτικές δυνάμεις αδρανήσουν, το κενό να καλυφθεί από δυνάμεις του ακροδεξιού φάσματος, όπως ήδη συμβαίνει σε αρκετές χώρες της Ευρώπης.

Αυτή η διπλή χρονικότητα των καθηκόντων καθιστά εξ αρχής το νέο εγχείρημα δύσκολο και σύνθετο. Αλλά δεν είναι η μόνη δυσκολία. Στο παρελθόν, ενωτικά εγχειρήματα όπως η Ενωμένη Αριστερά, το 1974, ο Συνασπισμός της Αριστεράς και της Προόδου, το 1989, και ο ΣΥΡΙΖΑ, μετά το 2004, απευθύνονταν σε δυνάμεις κυρίως της κομμουνιστικής ή κομμουνιστογενούς Αριστεράς. Η μεταρρύθμιση και η επανάσταση αντιμετωπίζονταν ακόμη από πολλούς ως δυο ασύμβατες μεταξύ τους κατευθύνσεις. Το «σχίσμα» που μας κληροδότησε ο 20ος αιώνας ανάμεσα στις δυο μεγάλες παραδόσεις της Αριστεράς, την κομμουνιστική και τη σοσιαλιστική, συνέχιζε να λειτουργεί διχαστικά, αν και ο ΣΥΡΙΖΑ είχε ως ιδρυτικό του στόχο την υπέρβασή του. Όμως, σε μια ιστορική συνθήκη κατά την οποία η υπεράσπιση του κοινωνικού κράτους θεωρείται «εξτρεμισμός», η καθολικότητα των δικαιωμάτων παρωχημένη «ακρότητα», η φύση και άλλοι όροι της ζωής αναλώσιμοι,  ο αγώνας για έναν βιώσιμο και δίκαιο κόσμο, για να είναι νικηφόρος,  πρέπει να υπερβεί αποφασιστικά και προωθητικά τις διαιρέσεις και τις οριοθετήσεις του παρελθόντος και να ξεκινά με μια απεύθυνση ανοιχτή, χωρίς a priori αποκλεισμούς. Δυο πρόσφατα  κείμενα του Αριστείδη  Μπαλτά  προσφέρουν  επ’ αυτού επίκαιρη ανάλυση και τεκμηρίωση (βλ. και Μπαλτάς Αριστείδης,  Σοσιαλισμός. Ποιος σοσιαλισμός;, Εποχή 20/1/2024, και Σοσιαλισμός για τον 21ο αιώνα,  Εποχή 27/1/2024).

Ανασύνθεση δεν σημαίνει, προφανώς, επιλογή κάποιου από του πόλους των αντιθέσεων του παρελθόντος, ούτε ένταξη σε θεσμούς ή συμμαχίες που τις αναπαράγουν. Η δικαίωση δεν είναι κληρονομιά του χθες, αλλά στόχος των κοινών μελλοντικών αγώνων. Η ανασύνθεση, στην οποία αναφερόμαστε, δεν περιορίζεται στη συνεργασία ή συνένωση διαφορετικών κομμάτων και οργανώσεων. Αφορά σε αλλαγές περιεχομένου και αντιλήψεων. Απαιτεί αμοιβαίες μετατοπίσεις θέσεων, υπερβάσεις, νέες συνθέσεις. Όλα αυτά προσθέτουν δυσκολίες και καθιστούν τη διαδρομή μακρά και επίπονη. Αλλά αυτό δεν είναι καινούριο, γι’ αυτό όλα τα ενωτικά εγχειρήματα έγιναν υπό την πίεση του κόσμου της Αριστεράς και ευρύτερα της κοινωνίας. Αυτή έκαμψε ηγετικούς δισταγμούς, ναρκισσισμούς και αδράνειες.  Η πίεση γινόταν πιο έντονη, όταν οι κίνδυνοι για την περιθωριοποίηση και ερημοποίηση  της Αριστεράς συνέπιπταν με προσδοκίες αναζωογόνησής της.

Η πίεση της κοινωνίας και η ελπιδοφόρα προοπτική είναι θεμελιώδεις προϋποθέσεις, αλλά δεν αρκούν. Χρειάζονται και επισπεύδουσες δυνάμεις. Όμως, εδώ επί του παρόντος υπάρχει κενό. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ και το ΚΚΕ, και τα τρία μεγαλύτερα κόμματα στα αριστερά του Κέντρου, προκρίνουν συνεργασίες και συμμαχίες  περί τον εαυτό τους. Ο κομματικός ανταγωνισμός έχει υποβιβαστεί στη μεταξύ τους κατάταξη. Έτσι, όμως, η κρίση  εκπροσώπησης θα επιδεινώνεται και η πολιτική στασιμότητα θα πριμοδοτεί  την Ακροδεξιά.

Ανεξάρτητα, λοιπόν, από τη στάση των υφιστάμενων κομμάτων, στην παρούσα φάση, μεγάλο μέρος της ευθύνης πέφτει στα κινήματα, σε  συλλογικότητες και τον ανένταχτο κόσμο της Αριστεράς που και στο παρελθόν έπαιξαν καταλυτικό ρόλο, ιδιαίτερα στο εγχείρημα του ΣΥΡΙΖΑ, καθώς και στις δυνάμεις που μέσα και έξω από τα αντίστοιχα κόμματα κατανοούν ότι το μέλλον δεν βρίσκεται στις κομματικές περιχαρακώσεις, αλλά στη δημιουργία των προϋποθέσεων για ένα μεγάλο συνασπισμό κοινωνικών και πολιτικών δυνάμεων.

 

Γιάννης Δραγασάκης

 

 

Η οικολογική Αριστερά είναι η Αριστερά
του 21ου αιώνα

 

Είχαμε γράψει και σε προηγούμενο σημείωμα πως η Αριστερά, τουλάχιστον στην Ελλάδα, αντιμετωπίζει τα ζητήματα που ανακύπτουν λόγω κλιματικής κρίσης, αλλά και ευρύτερα το ζήτημα της οικολογικής ισορροπίας, ως ακόμα ένα από τα πολλά ζητήματα στην ατζέντα της. Ωστόσο, η κλιματική κρίση δεν είναι ένα από τα πολλά θέματα για τα οποία πρέπει να μιλάμε και να πράττουμε πολιτικά, είναι το κατεξοχήν θέμα της εποχής μας. Δεν μπορούμε να αρθρώνουμε λόγο για την εργασία, τις μεταφορές, την πολιτική προστασία, τον πόλεμο, τα κοινά αγαθά κ.λπ., αν δεν διαμεσολαβούμε την πολιτική μας οπτική και πρόταση από την πραγματικότητα της κλιματικής κρίσης. Δεν αρκεί η διατύπωση «πράσινων» προτάσεων αποσπασματικά και σπασμωδικά. Πρέπει η ελληνική Αριστερά να μετασχηματιστεί σε οικολογική κατεύθυνση, να αποκαταστήσει τις σχέσεις της με τον χώρο της Οικολογίας και να εμπλουτιστεί με νέες ιδέες και νέες πρακτικές που θα αναζωογονήσουν τη σχέση των ανθρώπων με τη σύγχρονη πολιτική. Αυτό δημιουργεί ένα διακριτό πολιτικό στίγμα σε μια περίοδο που υπάρχει καθίζηση των δυνάμεών της και αδυναμία προώθησης μιας ατζέντας που να φέρει τη δική της σφραγίδα. Η οικολογική Αριστερά καλύπτει ένα υπαρκτό κενό στο σύστημα πολιτικής εκπροσώπησης.

Με ποια μέθοδο, όμως, μπορεί να επιτευχθεί αυτός ο μετασχηματισμός; Η πλειονότητα των προτάσεvν κλιματικής πολιτικής που κυριαρχούν στον δυτικό κόσμο, και συγκεκριμένα στην Ευρώπη (EGD – Ευρωπαϊκή Πράσινη Συμφωνία), είναι επί της ουσίας αδιέξοδες και συχνά ανέφικτες, κάτι που αποδεικνύεται από τις ίδιες τις επιδόσεις των κρατών, αλλά και από την κριτική αποτίμηση επιστημόνων γύρω από τους στόχους για το 2035 (μηδενισμός εκπομπών) και το 2050 (κλιματική ουδετερότητα). Το EGD είναι ένα μοντέλο ανάπτυξης (μεγέθυνσης, για να είμαστε ακριβείς στην ορολογία) και όχι ένα μοντέλο οικολογικού μετασχηματισμού των κοινωνιών μας και, άρα, των οικονομιών μας που θα έπρεπε να σέβονται τα πλανητικά όρια. Ένα μοντέλο γραμμικής μεγέθυνσης μιας εξορυκτικής οικονομίας, μιας οικονομίας που συνεχίζει να παράγει τεράστιες ποσότητες πλαστικών, την ίδια στιγμή που επιδιώκει τη μείωση των απορριμμάτων, μιας οικονομίας της κατανάλωσης που μετρά τα πάντα μέσα από το ΑΕΠ, τη στιγμή που η ανθρώπινη ευημερία και η οικολογική ισορροπία θα έπρεπε να ορίζονται με δείκτες πέρα και έξω από το ΑΕΠ.

Σε αυτό το σημείο αναδύεται η αιτία της προβληματικής σχέσης της Αριστεράς με την Οικολογία. Προκύπτει από την ιστορική σχέση της Αριστεράς με την ανάπτυξη, από την αδυναμία μας να επερωτήσουμε την ανάπτυξη ως καταστατική συνθήκη των κοινωνιών μας. Είναι πράγματι το ζητούμενο πώς θα κάνουμε τα αμάξια μας ηλεκτρικά, όταν στην Ελλάδα υπάρχουν 5.500.000 αμάξια; Αντί να συζητάμε πώς να πουλάμε και να αγοράζουμε αμάξια, θα έπρεπε να συζητάμε πώς θα ανταλλάσσουμε μετακίνηση. Ας μετασχηματίσουμε, λοιπόν, την οικονομία μας με πυξίδα όχι την κατανάλωση αλλά τη χρήση. Ήρθε η ώρα να αντιπαρατεθούμε ειλικρινά στις βιομηχανίες παραγωγής ρούχων της fast fashion, στην αλόγιστη κατανάλωση μοσχαριού (σε μια χώρα που έχει επάρκεια όχι στο μοσχάρι αλλά στα αμνοερίφια), στην έλλειψη κομποστοποίησης, στην ανεπάρκεια ακτοπλοϊκών γραμμών που μας αναγκάζει να πετάμε με αεροπλάνα για να φτάσουμε στη νησιωτική Ελλάδα. Μια τέτοια προεικονιστική στροφή στην πολιτική μας θα δώσει στην Αριστερά τον χαρακτήρα που οφείλει να έχει ως Αριστερά του 21ου αιώνα.

 

Αγγελίνα Γιαννοπούλου

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet