Ο κόσμος του ίντερνετ μας αποκάλυψε έναν άλλο κόσμο, που σε μεγάλο βαθμό πριν έστεκε κρυμμένος. Ανθρώπους που υπό άλλες συνθήκες δεν θα γνώριζες και δεν θα ερχόσουν σε επαφή, είναι τώρα ορατοί. Οι απόψεις τους καταγράφονται, ο θόρυβός τους ακούγεται. Και μέσα σε αυτή τη συνθήκη αναδύονται πράγματα που δεν παύουν να σε εκπλήσσουν.
Τελευταίο φαινόμενο που προκάλεσε την έκπληξή μας, ήταν ο ηθικός πανικός που δημιουργήθηκε σε σχέση με τις νέες συσκευασίες του οικογενειακού γάλακτος ΔΕΛΤΑ. Κυρίως γιατί με την πρώτη ματιά δεν μπορείς να καταλάβεις τί είναι αυτό που εξόργισε τόσους ακροδεξιούς (μαζί και την αθλητική εφημερίδα Sportime, η οποία αναδεικνύεται ως ναυαρχίδα της ελληνικής alt right και του ιντερνετικού συντηρητισμού). Στη φωτογραφία της συσκευασίας ένας πατέρας βάζει γάλα στο ποτήρι της κόρης του σε μια τυπική σκηνή πρωινού. Η ρίζα της οργής βρίσκεται στο γεγονός πως (ύπουλα σύμφωνα με τους πολέμιους) έχει απαλειφθεί η μητέρα από τη φωτογραφία, άρα η περιγραφή «οικογενειακό» είναι παραπλανητική. Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα ακόμα φαινόμενο εταιρικού Woke, σε μια ακόμη προσπάθεια να χτυπηθεί η πυρηνική οικογένεια και μαζί οι αξίες μας, οι παραδόσεις μας, το ελληνικό μας DNA. Μια μονογονεϊκή οικογένεια δεν είναι ουσιαστικά οικογένεια, όπως μια γυναίκα χωρίς παιδιά δεν είναι ουσιαστικά γυναίκα. Ο όχλος κάλεσε σε μποϊκοτάρισμα του συγκεκριμένου προϊόντος και σε cancel της εταιρείας.
Αν επιλέγουμε να σχολιάσουμε το γεγονός δεν είναι επειδή είναι σημαντικό, αλλά επειδή είναι ενδεικτικό. Περιγράφει τον τόνο με τον οποίο γίνεται ένα μέρος του δημοσίου διαλόγου και το μέγεθος των φοβικών αντανακλαστικών της συντήρησης. Η καταγραφή ενός πανικού για ένα ασήμαντο θέμα δεν περιγράφει το θέμα, αλλά τον ίδιο τον πανικό. Μια απλή φωτογραφία είναι ικανή να δημιουργήσει την οργή ενός πλήθους και με τη σειρά του το πλήθος αυτό έχει την ικανότητα να γίνεται ορατό. Η φωτογραφία είναι φυσικά απλώς η αφορμή. Αυτό που έχει σημασία είναι το πόσο ασήμαντη μπορεί να είναι αυτή η αφορμή και μαζί η αναντιστοιχία της αφορμής, με το μέγεθος της αντίδρασης που προκαλεί. Η ορατότητα μεταφράζεται σε ισχύ και η ισχύς σε πολιτική απαίτηση.
Βρισκόμαστε μπροστά σε ένα διαρκώς εξαγριωμένο πλήθος, το οποίο ψάχνει σημεία ώστε να στρέψει την οργή του, σε μια αστυνομία ηθών με ακαθόριστο δόγμα που απολαμβάνει την ίδια τη δυνατότητά της να επικρίνει και να αποκλείει με τον τρόπο που ένα παιδί μεθά με την ηχώ που προκαλεί η φωνή του.
Ακόμα και έτσι, το γεγονός θα παρέμενε ασήμαντο αν δεν καταγραφόταν την ίδια περίοδο που έχει ανοίξει η συζήτηση για τον γάμο τον ομόφυλων ζευγαριών. Περιγράφει ουσιαστικά τους όρους με τους οποίους γίνεται αυτός ο κεντρικός διάλογος, την κυρίαρχη κουλτούρα διαλόγου όπως έχει διαμορφωθεί από μέσα, κανάλια και εφημερίδες. Το γεγονός, δηλαδή, πως στο πλαίσιο μιας ανεμικής δημοκρατίας της γνώμης, άνθρωποι τελείως άσχετοι με το θέμα τοποθετούνται σαν αρμόδιοι και χωρίς να επιχειρηματολογούν, απαιτούν και καθορίζουν. Είναι η βλακεία ως κοινός τόπος και αυταπόδεικτο αυτονόητο, μια βλακεία που μπορεί να επικαλείται τη δική της εκδοχή της βιολογίας (έχει εκδοχές η βιολογία;), ταυτόχρονα με τις επιταγές ενός ακαθόριστου δόγματος που ξεκινά από τη μεταφυσική. Είναι η απαίτηση καθορισμού της αλήθειας χωρίς εκδοχές ή αντιφάσεις, χωρίς να εξετάζεις ή να συνδιαλέγεσαι, διεκδικώντας την αποκλειστικότητα της δικής σου κοινοτοπίας.
Κατά μήκος όλου του δυτικού κόσμου, η Ακροδεξιά επελαύνει και επιβάλλεται ακριβώς μέσα από ηθικούς πανικούς, επιβολές πάνω σε τετριμμένα θέματα, εφαρμογές του μίσους και του φανατισμού κυρίως πάνω σε ασήμαντα γεγονότα. Στην Ελλάδα απλά ψάχνει τον φορέα που θα ομαδοποιήσει τις διαφορετικές εκδοχές και θα κεφαλαιοποιήσει τον ρευστό -αλλά ήδη μαζικό- φανατισμό.