Ευρωπαϊκή Ένωση η υποτροπιάζουσα ασθενής και Ευρωπαϊκός Εθνικισμός ο ανακάμπτων ασθενής
Ένα από τα βιβλία τους που οι ιστορικές εκδόσεις Θεμέλιο πρόσφεραν με μεγάλη έκπτωση, πριν από λίγο καιρό, στους αναγνώστες και τις αναγνώστριες της Εποχής ήταν η συλλογή κειμένων του κορυφαίου ιστορικού Έρικ Χόμπσμπομ με τίτλο Για τον εθνικισμό, το οποίο κυκλοφόρησε το 2021, με εισαγωγή του επίσης γνωστού ιστορικού Ντόναλντ Σασούν και μετάφραση του Γιάννη Μπαλαμπανίδη. Φέτος στις 17 Ιανουαρίου, γιορτάζοντας τα 60 χρόνια από την ίδρυσή του, το Θεμέλιο διοργάνωσε στην αίθουσα «Γιάννης Δρακόπουλος» του πανεπιστημίου Αθηνών μεγάλη εκδήλωση με το επίκαιρο θέμα «Εθνικισμός και Αριστερά σήμερα», με κεντρικό ομιλητή τον ίδιο τον Σασούν και συνομιλητές του την Έφη Γαζή, τον Βαγγέλη Καραμανωλάκη και τον Γιάννη Μπαλαμπανίδη. Ο τελευταίος, στο πλαίσιο της κατά καιρούς συνεργασίας του με τις Ιδέες, που πάντα μας γεμίζει χαρά για την υψηλή ποιότητα των άρθρων του, είχε την ευγενή καλοσύνη να μας στείλει, ελαφρώς επεξεργασμένη, την εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εισήγηση του στην όμορφη εκείνη συνάντηση. Τον ευχαριστούμε θερμά.
Χάρης Γολέμης
Καμιά φορά εισερχόμαστε στο έργο σημαντικών συγγραφέων ή διανοητών από κάποια μικρή πόρτα. Εγώ, μάλλον βιαστικά, μπήκα στο έργο του Έρικ Χόμπσμπομ από την πλατιά λεωφόρο της τριλογίας του για τον «μακρύ 19ο αιώνα» και του τέταρτου τόμου για τον «σύντομο 20ό». Και ήταν μια μεγάλη έκπληξη για έναν νεαρό εικοσάχρονο η επαφή με αυτή την εκπληκτική δυνατότητα του Έρικ Χόμπσμπομ να πετυχαίνει μεγάλες συνθέσεις μιας ολόκληρης εποχής, με γραφή όχι απλώς λιτή και κατανοητή αλλά συναρπαστική.
Με τον καιρό ανακάλυψα και άλλες διόδους: ο μαρξισμός, οι ληστές, οι επαναστάτες, η τζαζ, η παγκοσμιοποίηση, και βέβαια ο εθνικισμός και η επινόηση της παράδοσης. Μέχρι που είχα την τύχη να αναλάβω τη μετάφραση της ανθολογίας κειμένων του Έρικ Χόσμπμπομ Για τον Εθνικισμό, η οποία και κυκλοφόρησε από το Θεμέλιο, που ήταν περισσότερο απόλαυση παρά δουλειά.
Και εκεί ξανασυναντήθηκα με έναν άλλο παλιό γνώριμο, τον καθηγητή Ντόναλντ Σασούν. Τον οποίο είχα γνωρίσει γύρω στα τριάντα –γνωριμία την οποία ο ίδιος προφανώς αγνοεί–, όταν έκανα τη διατριβή μου για τον ευρωκομμουνισμό. Και βέβαια, υποχρεωτικά αναγνώσματα ήταν πολλά από τα βιβλία του Ντόναλντ Σασούν και κυρίως το κεφαλαιώδες δίτομο Εκατό χρόνια σοσιαλισμού (από τις εκδόσεις Καστανιώτη στα ελληνικά). Αναζήτησα στον υπολογιστή μου το αρχείο με τις σημειώσεις που είχα κρατήσει τότε από το βιβλίο αυτό. Σύνολο 42 σελίδες. Κι αυτό, όμως, ήταν περισσότερο απόλαυση παρά δουλειά.
Το θέμα όμως της εκδήλωσης στο αμφιθέατρο «Δρακόπουλος» του Πανεπιστημίου Αθηνών ήταν ο εθνικισμός και η Αριστερά σήμερα, με αφορμή τα κείμενα του Έρικ Χόμπσμπομ. Ο Χόμπσμπομ ήταν πρωτίστως επαγγελματίας ιστορικός, αλλά και πολίτης του κόσμου, διαμορφωμένος μέσα στα έντονα εθνικά πάθη του 20ού αιώνα. Μεταξύ βιογραφίας, επιστήμης και πολιτικής ταυτότητας, προσπαθούσε να μην παραδοθεί στη σαγήνη αυτού του συναρπαστικού φαινομένου της νεωτερικότητας, την ίδια στιγμή που αναγνώριζε τη μετασχηματιστική του δύναμη.
Είναι χαρακτηριστική αυτή η φράση που επαναλαμβάνεται σε πολλά από τα κείμενά του στον τόμο Για τον εθνικισμό: «Εμείς οι ιστορικοί σε σχέση με τον εθνικισμό είμαστε ό,τι και οι καλλιεργητές παπαρούνας σε σχέση με τους ηρωινομανείς: προμηθεύουμε την αγορά με την αναγκαία πρώτη ύλη». Προσπαθεί να κρατήσει την αναγκαία απόσταση από το αντικείμενο της μελέτης του, ξέροντας ότι ο ίδιος, όπως όλοι μας, είναι αδύνατο να μην εμπλέκεται με το έθνος και τα εθνικά αισθήματα. Προειδοποιεί όμως ενάντια στις ιδεολογικές χρήσεις και καταχρήσεις της ιστορίας, που όχι σπάνια είναι η πρώτη ύλη για τις πιο επιθετικές μορφές εθνικισμού.
Όντας μαρξιστής, όπως λέει, δεν θα μπορούσε να είναι εθνικιστής. Την ίδια στιγμή όμως αναγνωρίζει ότι ορισμένα πράγματα μπορούμε να τα πετύχουμε κινητοποιώντας τα εθνικά αισθήματα, και δεν ήταν διατεθειμένος να εγκαταλείψει το «μονοπώλιο της σημαίας» στη βρετανική θατσερική Δεξιά της εποχής του. Αρκεί να διαβάσει κανείς τα κείμενά του για τον Πόλεμο των Φόκλαντ, όπου δεν μοιάζει καθόλου με αυτούς τους αριστερούς οι οποίοι, με σηκωμένο φρύδι, στηλιτεύουν τον εθνικισμό ή τον πατριωτισμό ως κάτι το απλώς παράλογο – όσο και αν επρόκειτο για έναν παράλογο έως φαιδρό «πόλεμο».
Προσπάθησε να καταλάβει τη δύναμη του εθνικού αισθήματος, του ανήκειν σε μια εθνική κοινότητα. Ιδίως για την εργατική τάξη, για εκείνους και εκείνες που υφίστανται την κυριαρχία και τις ανισότητες. Και πώς όμως αυτά μπορεί να συνυπάρχουν με έναν ορισμένο διεθνισμό.
Την ίδια ανησυχία συμμερίζεται και ο Ντόναλντ Σασούν στα δικά του γραπτά. Μία από τις βασικές οπτικές γωνίες μέσα από τις οποίες διαβάζει τα «εκατό χρόνια σοσιαλισμού» στην Ευρώπη είναι η σχέση της αριστερής πολιτικής με το έθνος και το εθνικό ανήκειν. Από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, όταν οι περισσότεροι ευρωπαίοι σοσιαλιστές υποστήριξαν τον πόλεμο με αίσθημα πατριωτισμού καθώς φάνηκε ότι ο πασιφισμός απέτυχε και η εργατική τάξη τάχθηκε υπέρ του πολέμου, μέχρι το Λαϊκό Μέτωπο στη Γαλλία του 1936, που όπως γράφει ο Σασούν «συνένωσε τον κομμουνισμό με τις γαλλικές ρεπουμπλικανικές παραδόσεις». Και από τη σουηδική σοσιαλδημοκρατία, που το 1940 διακήρυσσε ότι «είναι ένα με το σουηδικό έθνος», μέχρι τον Τολιάτι και τον Μπερλινγκουέρ, τον ευρωκομμουνισμό, που αναζήτησε εθνικούς δρόμους προς τον σοσιαλισμό μακριά από το σοβιετικό μοντέλο αλλά σε μια ευρωπαϊκή προοπτική – αφού πρώτα, στην Αντίσταση και στα πρώτα μεταπολεμικά χρόνια, το PCI είχε γίνει ένα «εθνικό κόμμα», συνυφαίνοντας την κόκκινη σημαία με την τρικολόρε, τον Γκαριμπάλντι με τον κομμουνιστικό λόγο.
Η αέναη επιστροφή του εθνικισμού
Ο Χόμπσμπομ δεν πιστεύει ότι ο εθνικισμός είναι απαραίτητα αιώνιος. Ως ιστορικό φαινόμενο, της νεωτερικότητας, αναδύεται κάποια στιγμή μέσα στην ιστορία και μέσα στην ιστορία κάποια στιγμή πιθανόν θα εκλείψει. Ταυτόχρονα, οι προβλέψεις ότι χάρη στην παγκοσμιοποίηση ο εθνικισμός θα εξαφανιστεί από το ιστορικό προσκήνιο δεν επιβεβαιώθηκαν – ανάμεσά τους, τι ειρωνεία, και η δική του διαίσθηση, ή εν πάση περιπτώσει ο δικός του ευσεβής πόθος.
Ο εθνικισμός έχει ρίζες αιώνων στις κοινωνίες μας. Το κυριότερο όμως, είναι ότι η παγκοσμιοποίηση, ο κοσμοπολιτισμός, τα υπερεθνικά μορφώματα (όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση), δεν διαθέτουν –προσώρας– το στοιχείο εκείνο που κατέστησε τον εθνικισμό ανυπέρβλητη ιστορική δύναμη και του επιτρέπει να είναι ακόμη εξαιρετικά ανθεκτικός: το στοιχείο του πολιτικού προγράμματος.
Βέβαια, αυτό το πρόγραμμα μπορεί να παίρνει και μορφές που δεν μας είναι καθόλου οικείες και αρεστές – τουλάχιστον σε όσες και όσους συνεννοούμαστε μέσα από τις σελίδες αυτής της εφημερίδας. Η επιστροφή του εθνικισμού, σήμερα, εδώ, στην Ευρώπη, είναι μια επιστροφή της Άκρας Δεξιάς. Πολλές φορές με ανανεωμένο πρόσωπο, καμιά φορά με χίπστερ εμφάνιση, με ένδυμα τεχνοκράτη ή με συμπαθητικό χαμόγελο. Αλλά οπωσδήποτε μια επιστροφή της Άκρας Δεξιάς, πολύ πιο ισχυρής απ’ ό,τι τη δεκαετία του 1990, τότε που έκανε την πρώτη μεγάλη ιστορική της επανεμφάνιση μέσα και ενάντια στους αισιόδοξους ανέμους της χαρούμενης παγκοσμιοποίησης.
Σήμερα η Άκρα Δεξιά εδραιώνεται, μέσα στην perma-crisis της εποχής μας, σε μια εποχή μειωμένων προσδοκιών όχι μόνο για την καθημαγμένη από την οικονομική κρίση Ελλάδα αλλά και για χώρες ισχυρές, ανοιχτές και με ιστορική αυτοπεποίθηση, όπως η Γαλλία, η Γερμανία, ακόμη και σε νεοφασιστικές εκδοχές, όπως στην Ιταλία της Τζόρτζια Μελόνι. Και προτείνει μια κλειστή, αυτάρκη και «καθαρή» ιδέα του έθνους ως προστατευτικό μανδύα για τους πιο ευάλωτους.
Θα επικαλεστώ εδώ έναν πολιτικό επιστήμονα, τον ολλανδό Κας Μούντε. Σχολιάζοντας την εκλογική νίκη του ακροδεξιού Γκέερτ Βίλντερς στη χώρα του, ο Μούντε υπογραμμίζει ένα μοτίβο που το έχουμε ξαναδεί πολλές φορές. Την έμφαση που δίνουν τα mainstream συντηρητικά κόμματα στο θέμα της μετανάστευσης, υπό την πίεση της Άκρας Δεξιάς. Υιοθετούν εν μέρει την ατζέντα της, και στο τέλος το αυθεντικά ακροδεξιό κερδίζει1.
Ωστόσο, η μετανάστευση δεν είναι πραγματικά ένα από τα κύρια προβλήματα που απασχολούν τους πολίτες. Αν δούμε τις έρευνες κοινής γνώμης, οι αυθόρμητες αναφορές στα σημαντικότερα προβλήματα που μας απασχολούν είναι συνήθως η οικονομία, η ακρίβεια, η ανεργία. Η μετανάστευση βρίσκεται πολύ χαμηλά. Ωστόσο, εργαλειοποιείται ασύμμετρα από πολιτικές δυνάμεις, αλλά και από τα ΜΜΕ, επί δεκαετίες.
Και ο φόβος ενάντια στον Άλλο, στον Ξένο, είναι συχνά φαντασιακός. Στη Γαλλία, για παράδειγμα, ξέρουμε ότι η Λεπέν πετυχαίνει τα καλύτερα ποσοστά της στις περιοχές που είναι φτωχότερες, αποβιομηχανισμένες, λιγότερο προστατευμένες και λιγότερο ενσωματωμένες στη διεθνή οικονομία. Όχι στις περιοχές που εμφανίζουν μεγάλες συγκεντρώσεις μεταναστευτικού πληθυσμού. Εν πολλοίς, ο φόβος της μετανάστευσης είναι φαντασιακός. Αλλά γίνεται πολιτικό παιχνίδι στα χέρια όσων υπόσχονται μια «Ευρώπη-φρούριο».
Ταυτόχρονα, όμως, διαφαίνεται και μια στροφή στην ευρωπαϊκή Αριστερά. Η σοσιαλδημοκρατία στη Δανία, μέσα στην όντως προοδευτική ατζέντα της, έχει αναπτύξει μια σκληρή αντιμεταναστευτική πολιτική. Στη Γερμανία, μια δημοσκόπηση πριν λίγες μέρες έδειξε το νέο αριστερό κόμμα της Ζάρα Βάγκενεχτ, η οποία έφυγε από το Die Linke υιοθετώντας αντιμεταναστευτική ατζέντα, να βρίσκεται στο 14%, μαζί με το SPD και σε απόσταση αναπνοής από το ακροδεξιό AfD.
Μήπως, για να το πω προκλητικά, η αναθεώρηση στο θέμα της μετανάστευσης είναι προϋπόθεση ανάκαμψης της Αριστεράς; Μήπως αρχίζουν και οι προοδευτικοί να θεωρούν ότι το στοίχημα της ενσωμάτωσης των μεταναστών έχει χαθεί; Και για να το θέσω με τους όρους του Έρικ Χόμπσμπομ, αν και ο ίδιος μάλλον δεν θα απαντούσε καταφατικά: είναι άραγε αυτός ένας τρόπος να μην χαρίζουμε στη Δεξιά, και στην Άκρα Δεξιά, τις σημαίες του πατριωτισμού και του έθνους;
Μπορούμε βέβαια να θέσουμε το ερώτημα και ανάποδα. Θα μπορούσε άραγε, μέσα σε αυτό το ζοφερό περιβάλλον, η ευρωπαϊκή Αριστερά σε όλες τις εκδοχές της να επινοήσει ξανά μια ανοιχτή ιδέα του έθνους και του εθνικού ανήκειν; Μπορεί να ξανασυνδεθεί με μια ιδέα της εθνικής κοινότητας που να ενσωματώνει τον άλλο και να ανανεώνεται διαρκώς, όπως έλεγε ο Ερνέστ Ρενάν (που ο Χόμπσμπομ τον επικαλείται επανειλημμένα) σε ένα «καθημερινό δημοψήφισμα;» Με ποια υλικά μπορεί να φτιαχτεί σήμερα μια προοδευτική αντίληψη του έθνους, που να είναι αρκετά ευρύχωρη ώστε να χωράει τον Άλλο ενώ ταυτόχρονα θα προστατεύει τα πιο επισφαλή μέλη της; Ενδεχομένως μια πιθανή απάντηση βρίσκεται στη σύνθεση μιας αντίληψης του πολιτικής κοινότητας που θα συγκροτεί ένα έθνος ανοιχτό και με αυτοπεποίθηση και μιας διαρκούς πάλης ενάντια στις ανισότητες που δεν παύουν να μεγεθύνονται.
Υπάρχει ζωή πέρα από το έθνος;
Σήμερα όμως, κανένα σχεδόν εθνικό κράτος δεν υπάρχει ανεξάρτητο από υπερεθνικές μορφές πολιτικής οργάνωσης. Ας το σκεφτούμε σαν ένα νόμισμα με δύο όψεις.
Ο Ντόναλτ Σασούν ασχολήθηκε εκτενώς με την ιστορία και την πολιτική του ευρωκομμουνισμού. Κυρίως με το ιταλικό ΚΚ, το PCI του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Ένα όμμα που άνθισε μέσα σε ένα άλλο, παλαιότερο περιβάλλον perma-crisis, τηρουμένων των αναλογιών: οικονομική κρίση του 1973-1979, πολιτική και πολιτισμική κρίση στα 1960 και ιδίως μετά το 1968.
Ποτέ δεν εκπλήρωσε το όνειρο να κυβερνήσει μια από τις ισχυρότερες χώρες του δυτικού μπλοκ. Πέτυχε όμως κάτι μοναδικό: έγινε «εθνική δύναμη», αναζητώντας έναν ιταλικό δρόμο προς τον σοσιαλισμό, και ταυτόχρονα συγκρότησε μια πραγματικά ευρωπαϊκή ατζέντα, στη βάση της ιδέας ότι ο δημοκρατικός σοσιαλισμός είναι εφικτός μόνο σε υπερεθνικό επίπεδο. Μέσα στους θεσμούς της τότε ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης έφτασε να κηρύξει τον δρόμο του φεντεραλισμού, της ουσιαστικής εμβάθυνσης του ευρωπαϊκού σχεδίου, με συνοδοιπόρο τον Αλτιέρο Σπινέλι που ως αντιστασιακός και εξόριστος του μουσολινικού καθεστώτος στο Βεντοτένε, ένα μικρό νησάκι στην Τυρρηνική θάλασσα δυτικά της Νάπολης, συνέγραψε το 1941 μαζί με τον Ερνέστο Ρόσι ένα ιστορικό κείμενο με τίτλο «Για μια ελεύθερη και ενωμένη Ευρώπη: ένα σχέδιο μανιφέστου» στην προοπτική της σοσιαλιστικής ευρωπαϊκής ομοσπονδιοποίησης.
Και σκέφτομαι την ευρωπαϊκή Αριστερά στην κρίση της δικής μου γενιάς, το 2010. Η σοσιαλδημοκρατία δεν κατάφερε να ξεφύγει από το χρυσό κλουβί της λιτότητας και να προτείνει έναν ευρω-κεϋνσιανισμό, ενδεχομένως εγκλωβισμένη στην κληρονομιά του Τρίτου Δρόμου. Η ριζοσπαστική Αριστερά έλαμψε σε μερικές χώρες, Ελλάδα και Ισπανία, αλλά σύντομα συνάντησε τα όρια της στρατηγικής της.
Μπορεί άραγε να υπάρξει μια υπερεθνική προοδευτική πολιτική σήμερα στην ΕΕ; Στο Εκατό χρόνια σοσιαλισμού ο Ντόναλτν Σασούν έγραφε: «Μεγάλο μέρος του οικοδομήματος της ΕΕ συντελέστηκε μέσα από γύρους διαπραγματεύσεων ανάμεσα σε εθνικές κυβερνήσεις. Φυσικά, κυριαρχία εκχωρήθηκε. Η απόλυτη κυριαρχία υπάρχει μόνο στη φαντασία μερικών εθνικιστών. Το ζωτικό στο οικοδόμημα της ευρωπαϊκής οντότητας ήταν ότι ο έλεγχος αυτής της συνενωμένης κυριαρχίας παρέμενε στα χέρια των εθνών-κρατών». Θα μπορούσαμε άραγε να σκεφτούμε σήμερα, με την Ευρώπη όπως είναι, θεσμικά και πολιτικά, μια κυριαρχία που θα ξεφεύγει από τα χέρια των εθνικών κρατών;
Στη συζήτηση στο αμφιθέατρο του πανεπιστημίου Αθηνών, ο Ντόναλντ Σασούν αρνήθηκε τη δυνατότητα ενός ευρω-κεϋνσιανισμού, καθώς δεν υφίσταται σήμερα κάτι σαν ευρωπαϊκό κράτος, κυρίως με την έννοια ενός πανευρωπαϊκού φορολογικού συστήματος που θα του απέδιδε τους αναγκαίους πόρους για μια ισχυρή δημόσια παρέμβαση – ελπίζω ότι δεν προδίδω τα λεγόμενά του. Ωστόσο, θα μπορούσαμε να φέρουμε μια μικρή αντίρρηση. Μέσα στην κρίση, η «Ευρώπη» πολιτικοποιήθηκε όσο ποτέ άλλοτε. Η ΕΕ διαθέτει πλέον στα χέρια της μηχανισμούς που άλλοτε ανήκαν στον σκληρό πυρήνα της εθνικής κυριαρχίας και θα ήταν αδιανόητο να εκχωρηθούν. Ας πούμε, οι Κεντρικές Τράπεζες, που δεν βρίσκονται πια στα χέρια των εθνικών κυβερνήσεων – αλλά ούτε και στα χέρια των πολιτών, καθώς δεν υφίστανται πολιτικό έλεγχο από τα αντιπροσωπευτικά μας συστήματα.
Η «Ευρώπη» ασκεί κοινωνική πολιτική, νομισματική πολιτική, σε σημαντικό βαθμό και δημοσιονομική πολιτική. Είναι αλήθεια όμως, ταυτόχρονα, ότι δεν θα μπορούσε, ως έχει, να ασκεί μια επαρκή φορολογική πολιτική. Λείπει κάτι πολύ ουσιώδες, αυτό που επικαλούνταν οι αμερικανοί επαναστάτες ενάντια στον βρετανικό αποικιακό ζυγό: «No taxation without representation», δεν φορολογούμαστε εάν πρώτα δεν έχουμε πολιτική εκπροσώπηση.
Μοιάζει λοιπόν να λείπει κάτι πολύ παρόμοιο στο εθνικό και στο υπερεθνικό επίπεδο: μια πολιτική κοινότητα ίσων και ελεύθερων πολιτών, με πλήρη δικαιώματα, ανοιχτή και ταυτόχρονα παρεμβατική – ιδανικά, για όσους και όσες τασσόμαστε με τις ιδέες της προόδου, υπέρ των λιγότερο ευνοημένων, αλλά αυτό εξαρτάται από τους πολιτικούς συσχετισμούς πια. Τα πράγματα στην Ευρώπη δεν φαίνονται καλά. Δεν σημαίνει, ωστόσο, ότι δεν αξίζει τον κόπο να δοκιμάζει κανείς, εξάλλου το 2024 είναι εκτός των άλλων και έτος ευρωπαϊκών εκλογών. Αν μη τι άλλο, μέχρι το πολιτικά αδύνατο να γίνει πολιτικά αναπόφευκτο.
Σημείωση:
1. ΣτΕ: βλ. Cas Mudde, ‘The Netherlands underestimated the far right-and Geert Wilders’ victory is the result” [Η Ολλανδία υποτίμησε την Ακροδεξιά-και το αποτέλεσμα ήταν η νίκη του Γκέερτ Βίλντερς”], ηλεκτρονική σελίδα της βρετανικής εφημερίδας The Guardian, 23 Νοεμβρίου 2023 (www.theguardian.com/commentisfree/2023/nov/23/netherlands-far-right-geert-wilders-victory-mark-rutte)