Το ύφος και το περιεχόμενο των αντιδράσεων στις δηλώσεις του πρώην υπουργού της ΝΔ κ. Συρίγου, αποδεικνύει ότι η ηγεμονία του εθνικισμού, η καλλιέργεια του φανατισμού και η υπεραπλούστευση σύνθετων και πολύπλοκων θεμάτων, αποκλείει κάθε δυνατότητα ουσιαστικού δημόσιου διαλόγου σε θέματα εξωτερικής πολιτικής. Κάθε άποψη, που δεν ταυτίζεται με το κυρίαρχο αφήγημα, χαρακτηρίζεται αυτομάτως προδοτική.
Αν εξετάσουμε το περιεχόμενο της φράσης «Η συνθήκη της Λωζάνης είναι παρωχημένη, ως προς το θέμα της στρατιωτικοποίησης των νησιών», ανεξάρτητα από το πρόσωπο, τη συγκυρία και την σκοπιμότητα, θα καταλήξουμε στο συμπέρασμα, ότι είναι απολύτως ορθό. Όντως, μετά την εισβολή στην Κύπρο, τη δημιουργία της στρατιάς του Αιγαίου και τη μεγάλη ένταση με την Τουρκία, Λέσβος, Χίος και Σάμος έχουν γίνει «αστακοί», παρά την πρόνοια της συνθήκης για περιορισμένη στρατιωτική παρουσία. Ορθώς, όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις θεώρησαν ότι το θεμελιώδες δικαίωμα της υπεράσπισης της εδαφικής ακεραιότητας υπερισχύει κάθε συνθήκης. Άλλωστε, η συνθήκη της Λωζάνης, είχε ήδη αναθεωρηθεί το 1936, ως προς την αποστρατιωτικοποίηση των στενών των Δαρδανελίων, με σύμφωνη γνώμη της Ελλάδας (πρωθυπουργός ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς).
Παραδοξότητες
Το παράδοξο είναι ότι αντί να αντιδράσει η Τουρκία, η οποία επίμονα και συστηματικά εγείρει θέμα αποστρατιωτικοποίησης των νησιών, επικαλούμενη ακριβώς τη συνθήκη της Λωζάνης, οι σφοδρές αντιδράσεις προήλθαν από την ακροδεξιά και την εθνικιστική, πλέον, αριστερά του μεταλλαγμένου ΣΥΡΙΖΑ, με το ταυτόσημο και καθόλου πρωτότυπο επιχείρημα, ότι κ. Συρίγος υιοθετεί τη θέση της Τουρκίας. Η τομεάρχισα Εξωτερικών του ΣΥΡΙΖΑ, Ρ. Δούρου, η οποία, ειρήσθω εν παρόδω, τον παλιό καλό καιρό ανήκε στην αντιεθνικιστική πτέρυγα του κόμματος, κατέθεσε ερώτηση, την οποία υπογράφουν 25 βουλευτές και βουλεύτριες, με την οποία εγκαλεί την κυβέρνηση.
Αυτή η στάση στηρίζεται στον ισχυρισμό πως η Ελλάδα τηρεί με θρησκευτική ευλάβεια το διεθνές δίκαιο, ενώ η Τουρκία το γράφει στα παλιά της τα παπούτσια. Η αλήθεια είναι, ότι όλες οι χώρες του κόσμου (Ελλάδα και Τουρκία δεν αποτελούν εξαίρεση), μεταχειρίζονται το διεθνές δίκαιο ανάλογα με τα συμφέροντά τους. Η Χαμάς βαφτίζει τη σφαγή εκατοντάδων αθώων στα κιμπούτς, νόμιμη αντίσταση στην ισραηλινή κατοχή, το δε Ισραήλ τη γενοκτονία των παλαιστινίων στη Γάζα, νόμιμο δικαίωμα στην αυτοάμυνα.
Ευνοϊκές συνθήκες
Εις τα καθ’ ημάς, η Ελλάδα υπεραμύνεται της συνθήκης της Λωζάνης, ως προς την ονομασία της μειονότητας στη Θράκη και την αγνοεί στα της οχύρωσης των νησιών. Η Τουρκία κάνει ακριβώς το αντίθετο. Η Τουρκία εγκαλεί τη χώρα μας για παραβίαση του διεθνούς δικαίου, ως προς την υποχρέωση ταύτισης χωρικών υδάτων και εθνικού εναέριου χώρου, αλλά δεν της αναγνωρίζει το δικαίωμα για μονομερή επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια και τη θεωρεί αιτία πολέμου. Η Ελλάδα κάνει ακριβώς το αντίθετο. Για την οριοθέτηση των ΑΟΖ και οι δύο χώρες δέχονται τον κανόνα της μέσης γραμμής, αλλά η καθεμία την τοποθετεί εκεί που τη συμφέρει.
Είναι ξεκάθαρο, ότι οι σχέσεις των δυο χωρών έχουν μπει σε φάση αποκλιμάκωσης της έντασης. Οι συνθήκες φαίνονται ιδανικές. Με τον πόλεμο στην Ουκρανία σε εξέλιξη, την αναζωπύρωση της φωτιάς στη Μέση Ανατολή και τα σχέδια της δυτικής ολιγαρχίας να περιορίσουν το ρόλο της Κίνας στην παγκόσμια οικονομία να περιμένουν την κατάλληλη στιγμή για εφαρμογή, το τελευταίο πράγμα που επιθυμούν ΗΠΑ και ΝΑΤΟ, είναι μια σύγκρουση ανάμεσα σε δυο χώρες μέλη του ΝΑΤΟ, που βρίσκονται σε μια ευαίσθητη περιοχή και διαθέτουν δυο από τους ισχυρότερους στρατούς της συμμαχίας. Το γεγονός, ότι και οι δύο χώρες έχουν προσφάτως εκλεγμένες, πολύ ισχυρές κυβερνήσεις, αδύναμη και κατακερματισμένη αντιπολίτευση και πολύ χρόνο μέχρι τις επόμενες εκλογές, δημιουργεί ευνοϊκές συνθήκες. Η Τουρκία δεν έχει λόγο να συντηρεί την ένταση με την Ελλάδα, όταν έχει ανάψει μεγάλη φωτιά και παίζεται χοντρό παιχνίδι δίπλα στα νότια και ανατολικά της σύνορα. Ο κ. Μητσοτάκης είναι πρόθυμος και πειθήνιος σύμμαχος. Το πρόβλημά του είναι ο εθνικιστικός παροξυσμός, που επέτρεψε και εκμεταλλεύτηκε την περίοδο της συμφωνίας των Πρεσπών και το βαρύ πολιτικό κόστος μιας ενδεχόμενης συμφωνίας. Κατά πάσα πιθανότητα, οι δηλώσεις του κ. Συρίγου, εντάσσονται σε ένα σχέδιο λείανσης του εδάφους και αξιολόγησης των αντιδράσεων.
Η καθ’ ημάς αριστερά, η διεθνιστική, η ειρηνοποιός, δεν πρέπει να υπολογίσει πολιτικό κόστος. Οφείλει να ξεκαθαρίσει, χωρίς δισταγμούς και διφορούμενα, ότι υποστηρίζει κάθε προσπάθεια και πρωτοβουλία, που ανοίγει το δρόμο σε μια συμφωνία, αντίστοιχη με το σύμφωνο του 1930, μια συμφωνία με αμοιβαίες υποχωρήσεις και συμβιβασμούς, που θα εγκαθιστά σχέσεις ειρηνικής συνύπαρξης των δυο χωρών και από την οποία θα έχουν όφελος και οι δυο λαοί.
Το δικαίωμα του αυτοπροσδιορισμού
Αν επανέλθουμε στη συνθήκη της Λωζάνης και τον χαρακτηρισμό της μειονότητας «μουσουλμανική» θα διαπιστώσουμε ότι ανταποκρίνεται στα πρότυπα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας (ο διαχωρισμός των πληθυσμών γίνονταν με κριτήριο τη θρησκεία, ενώ η εθνική καταγωγή έπαιζε ελάχιστο ρόλο), αλλά εκατό χρόνια μετά, αντιβαίνει και παραβιάζει κατάφωρα το διεθνές δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα, καθώς δεν νοείται και δεν επιτρέπεται ο διαχωρισμός των ανθρώπων με βάση τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις. Αυτή η αρχή έχει ενσωματωθεί εδώ και 20 χρόνια στο εθνικό δίκαιο, με την απαγόρευση αναγραφής του θρησκεύματος στις ταυτότητες. Πλέον τούτου, οι θρησκευτικές πεποιθήσεις δεν αποτελούν εγγενές και μόνιμο χαρακτηριστικό, που συνοδεύει το άνθρωπο δια βίου, αλλά ελεύθερη επιλογή, που μπορεί να αλλάζει ανά πάσα στιγμή.
Η εναλλακτική επιλογή, του χαρακτηρισμού της μειονότητας με κριτήριο την καταγωγή, δεν υφίσταται, διότι δεν πρόκειται για πληθυσμό με ενιαία καταγωγή, αλλά για τέσσερις διαφορετικές ομάδες (Τουρκικής, Πομάκικης, Ρομά και αφρικανικής καταγωγής).
Τούτων δοθέντων, η μοναδική συμβατή με μια σύγχρονη δημοκρατική χώρα, λύση, είναι η κατοχύρωση του δικαιώματος του αυτοπροσδιορισμού. Ιδού πεδίον δόξης λαμπρό για τη Νέα Αριστερά, αν θέλει να είναι και νέα και αριστερά.