Οι ευρωπαϊκές μεγαλουπόλεις έγιναν προσφάτως εμφανώς ρουστίκ. Τρακτέρ κατακτούν τις λεωφόρους, κοπριές αρωματίζουν δημόσια κτίρια, οπωροκηπευτικά διακοσμούν τις πλατείες. Εξοργισμένοι αγρότες πολιορκούν τον αστικό ιστό. Όλοι εναντίον όλων, όλοι μαζί εναντίον της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής και της Πράσινης Συμφωνίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ο πόλεμος στην Ουκρανία γονάτισε το μέσο ευρωπαϊκό αγροτικό εισόδημα. Η εκτόξευση των τιμών καυσίμων και ενέργειας και η ευρωπαϊκή πολιτική στήριξης της Ουκρανίας μέσω εισαγωγών των αφορολόγητων αγροτικών προϊόντων της προς τα κράτη-μέλη της ΕΕ, αυξάνει κατακόρυφα το κόστος παραγωγής, ενώ ρίχνει τις προσφερόμενες τιμές των αντίστοιχων ευρωπαϊκών. Χαμένοι οι αγρότες, κερδισμένοι οι μεσάζοντες και οι μεγάλοι παίκτες εταιρειών και αλυσίδων διανομής, χαμένοι και οι τελικοί καταναλωτές από τις εξωφρενικές τιμές λιανικής σε προϊόντα των οποίων την προέλευση ενίοτε αγνοούν.
Πολωνοί αγρότες επιχειρούν αποκλεισμούς της συνοριακής διέλευσης Πολωνίας– Ουκρανίας με την καθοδήγηση της «Solidarnosk», Γάλλοι συνάδελφοι τους καταγγέλλουν την εισαγωγή ισπανικών προϊόντων, φθηνότερων, επειδή προέρχονται από επιχειρήσεις ισπανικών συμφερόντων… στο Μαρόκο, Γερμανοί ζητούν προστατευτικές ρυθμίσεις περικυκλώνοντας την πύλη του Βραδεμβούργου, Ιταλοί ετοιμάζονται να ανεβάσουν μία αγελάδα στη σκηνή του Φεστιβάλ τραγουδιού του Σαν Ρέμο και να προελάσουν στη Ρώμη, όπως ακριβώς έκαναν 1.000 τρακτέρ στο κέντρο της Βαρκελώνης.
Η ευρωπαϊκή αγροτική οικονομία βρίσκεται σε ιστορικά χαμηλά ανάπτυξης και στήριξης. Μπορεί ο πόλεμος στην Ουκρανία και η κλιματική κρίση να χειροτέρεψε δραματικά την κατάσταση, το αδιέξοδο όμως δεν δημιουργήθηκε σε μια νύχτα. Χρόνια τώρα, η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) χαράσσεται με οριζόντια μέτρα, αγνοεί τοπικές παραγωγικές ιδιομορφίες, ακολουθεί νεοφιλελεύθερη λογική ευνοώντας τις μεγάλες αγροτικές εκμεταλλεύσεις και αγνοώντας τις μικρές. Επιπλέον, οι εμπορικές συμφωνίες με τρίτες χώρες νομιμοποιούν προϊόντα χαμηλότερου κόστους παραγωγής, λόγω φθηνότερων εργατικών και χρήσης απαγορευμένων από την ευρωπαϊκή νομοθεσία φυτοφαρμάκων, δημιουργώντας συνθήκες αθέμιτου ανταγωνισμού. Αυτές τις βασικές πτυχές του προβλήματος δεν φαίνεται διατεθειμένη να τις θίξει η Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Αντιθέτως, βορά στην προσπάθεια κατευνασμού των αγροτών γίνεται ο ήδη αναιμικός σχεδιασμός μίας περισσότερο οικολογικής παραγωγικής διαδικασίας.
Η «πράσινη συμφωνία» (Green Deal) που προτάθηκε στις Βρυξέλλες, κονιορτοποιείται από τις εθνικές κυβερνήσεις. Στο Παρίσι, η νεόκοπη κυβέρνηση Αττάλ, εκτός των υποσχέσεων για προκαταβολή του 50% της ετήσιας επιδότησης αγροτικού ντίζελ, την ακύρωση της προοδευτικά αυξημένης φορολόγησης, την επιδότηση του 80-90% των κτηνιατρικών εξόδων, ανέστειλε το σχέδιο Ecophyto που προέβλεπε μείωση των φυτοφαρμάκων υπέρ του οικοσυστήματος. Τα συνδικάτα πανηγυρίζουν, οι οικολογικές οργανώσεις καταγγέλλουν, ενώ δέχονται τα πυρά των κυβερνητικών βουλευτών κι ας δηλώνει ο υπουργός Γεωργίας, «η οικολογία δεν ακυρώνεται». Αντίστοιχη η πρακτική και των άλλων κρατών-μελών, αφού εκτός των δεσμεύσεων για αύξηση των αγροτικών επιδοτήσεων και επανεξέταση της φορολόγησης –κάτι που ευκολότερα λέγεται, πάρα υλοποιείται χωρίς αλλαγή αναδιανεμητικής πολιτικής– αίρονται τα μέτρα οικολογικού ενδιαφέροντος, όπως η υποχρέωση να μένει ακαλλιέργητο το 4% της εκμεταλλεύσιμης γης και το σχέδιο «Farm to fork» ( από το χωράφι στο πιάτο) αύξησης της βιολογικής γεωργίας, των ζωνών βιοποικιλότητας και βελτίωσης της διατροφικής αλυσίδας.
Το αδιέξοδο εντείνουν αλληλοσυγκρουόμενες αλήθειες. Γιατί ναι μεν το κόστος της χωρίς κοινωνικό πρόσημο «Πράσινης Μετάβασης» πέφτει στις πλάτες των φτωχότερων (άρα και των ασθενέστερων αγροτών), χωρίς όμως δραστικό περιορισμό των εκπομπών αερίων, της επιμόλυνσης εδάφους, υδροφόρου ορίζοντα και ατμόσφαιρας από φυτοφάρμακα και χημικά λιπάσματα και τον εξορθολογισμό του παραγωγικού μοντέλου, οι ποιοτικοί δείκτες βιωσιμότητας του γενικού πληθυσμού είναι απολύτως δυσοίωνοι. Η κλιματική κρίση μετατρέπεται σε καταστροφή και η απελπιστική κατάσταση των ίδιων των αγροτών λόγω των ακραίων κλιματικών φαινομένων (πλημμύρες, ξηρασία, ακαρπία) θα ενταθεί δραματικά.
Λίγο νοιάζονται γι’ αυτό τα πολιτικά κέντρα, λιγότερο ή πλειοψηφία των εξαγριωμένων. Από τα στελέχη της Λε Πεν μέχρι την Εναλλακτική για τη Γερμανία (AfD), την «κατανόηση» της Μελόνι και τις μεταξύ τους αντικρουόμενες βουλγαρικές ενώσεις, οι φυλές της Alt Right βρίσκουν εύφορο έδαφος στην κατά βάση συντηρητική αγροτική πλειοψηφία, φαινόμενο ανησυχητικό λίγους μήνες πριν τις ευρωεκλογές. Κανείς δεν ρισκάρει να δυσαρεστήσει τους μελλοντικούς του ψηφοφόρους. Έτσι η Ούρσουλα Βον ντερ Λάιεν έθαψε την Τρίτη με συνοπτικές διαδικασίες την πρόταση μείωσης των φυτοφαρμάκων κατά 50% που τόσο καμάρωνε, υπέρ μίας μελλοντικής «ωριμότερης πρότασης», ενώ οι νέες περιβαλλοντικές οδηγίες της Κομισιόν για περιστολή των ρύπων κατά 90% μέχρι το 2040 καταχωνιάζονται για μετά τον Ιούνιο. Η Τζόρτζια Μελόνι σπεύδει να το χαρακτηρίσει ως ιταλική νίκη.
Την Τετάρτη, στην Ολομέλεια του Ευρωκοινοβουλίου στο Στρασβούργο, οι πολιτικές ομάδες διαγκωνίζονταν στον στίβο των αγροτικών συμφερόντων. Αφού τα αιτήματα για λιγότερη γραφειοκρατία, δίκαιη αγροτική εισοδηματική πολιτική, μεγαλύτερη διαφάνεια και κοινωνικό διάλογο στη λήψη των αποφάσεων, προστασία κατά του αθέμιτου ανταγωνισμού δεν βοηθούν τις λαϊκιστικές κορώνες, προστέθηκε μια γενναία δόση επίθεσης στις πράσινες πολιτικές από όλο το φάσμα της Δεξιάς, ώστε να ικανοποιηθεί το οργίλον αίσθημα. Η ανάγκη αναδιάταξης πόρων υπέρ των μικρών αγροτικών εκμεταλλεύσεων ακούστηκε λιγότερο. Η κριτική κατά των συμφωνιών ελεύθερου εμπορίου ακόμη λιγότερο. Η προστασία του οικοσυστήματος εξαφανίζεται μπροστά στις απαιτήσεις της προεκλογικής συγκυρίας και οι δημοσκόποι ήδη ψάχνουν πόσο θα στοιχίσει αυτό στα Πράσινα κόμματα. Όσο για την ανάγκη ενός συνολικότερου, συλλογικότερου, κοινωνικά δικαιότερου επανασχεδιασμού μιας ΚΑΠ, με επίκεντρο ένα άλλο παραγωγικό μοντέλο οικολογικής βιωσιμότητας και ποιοτικής, προσιτής, επαρκούς τροφής για όλους, πρέπει να σκάψουμε ακόμα πολύ τα βραχώδη εδάφη της εμπεδωμένης απάθειας.