Την περασμένη δεκαετία υπήρξε έντονη κινηματική δραστηριότητα από τους αγρότες. Τώρα οι αγρότες επανέρχονται. Τι τους αναγκάζει σε αυτή τη διαρκή κινητοποίηση;

Πράγματι την περασμένη δεκαετία υπήρξαν σοβαρές αγροτικές κινητοποιήσεις, με διάρκεια που για τις περισσότερες κυμαίνονταν από 24 έως 52 ημέρες. Τώρα οι αγρότες επανέρχονται με παλαιά και νέα αιτήματα. Αυτό συμβαίνει γιατί ο πρωτογενής τομέας αδυνατεί να αντιμετωπίσει τα σωρευμένα δομικά προβλήματα. Τα σημερινά «καθήκοντα» σε μεγάλο βαθμό είναι ανεκπλήρωτες υποχρεώσεις του παρελθόντος. Ωστόσο, προστίθενται νέα (κλίμα, περιβάλλον, ενέργεια), τα οποία πλαισιώνονται, όχι πάντα από ορθές, ανελαστικές διεθνείς πολιτικές και δεσμεύσεις. Η αντιμετώπιση των χρόνιων και νέων προβλημάτων είναι μία δύσκολη άσκηση, για την οποία ο πρωτογενής τομέας είναι ανέτοιμος. Αναφέρομαι κυρίως στην πολιτεία, αλλά και στους αγρότες.

 

Πού οφείλεται αυτή η αδυναμία;

Ένας βασικός λόγος είναι ότι κυριαρχούν πολιτικές διαχείρισης, που δεν απαντούν στην ουσία των προβλημάτων, πολλώ δε μάλλον αν χαρακτηρίζονται και από διαχειριστική ανεπάρκεια. Η αγροτική πολιτική φαίνεται να περιορίζεται κυρίως στην εκταμίευση των πόρων. Κάτω από τη διαρκή πίεση των χρονίως άλυτων προβλημάτων, κρίσιμα ζητήματα δομικής φύσεως, βρίσκονται εκτός συστηματικής συζήτησης. Η επικαιρότητα συχνά επιβάλλεται στα χρόνια και δομικά προβλήματα, με αποτέλεσμα αυτά να επανέρχονται με οξύτερη μορφή, πιέζοντας εκ νέου για πυροσβεστικού χαρακτήρα λύσεις. Συγχρόνως από την πλευρά των αγροτών, τμήμα των δικών τους καθηκόντων μετατρέπεται σε αίτημα προς τρίτους.

 

Τι θα προτείνατε;

Μία πιο συγκροτημένη και ολιστική προσέγγιση που περιλαμβάνει στόχους, στρατηγική, δομές και διαχείριση. Βέβαια οι στόχοι δεν είναι ουδέτεροι, η στρατηγική εξαρτάται από τη επιλογή των στόχων, η διαχείριση τίθεται στην υπηρεσία των στόχων και της διαχείρισης ενεργητικά ή παθητικά. Για το περιεχόμενο όλων αυτών πρέπει να έχουν λόγο και ρόλο και οι αγρότες. Ωστόσο, τόσο η στοχοθεσία, η στρατηγική, όσο και η διαχείριση παρουσιάζουν προβλήματα. Απόδειξη για αυτό είναι η πορεία βασικών δεικτών: στασιμότητα στην αξία της παραγωγής από τα μέσα του 2000, έλλειμα στο εμπορικό ισοζύγιο, η σχετική βελτίωση στις εξαγωγές να συμβαίνει σε βάρος της εγχώριας κατανάλωσης και της διασύνδεσης της παραγωγής με την εγχώρια μεταποίηση. Ενδεχομένως τα στρατηγικής φύσεως θέματα να φαντάζουν απόμακρα, και να θεωρείται ότι δεν απαντούν άμεσα στην επικαιρότητα. Αν όμως δεν τεθούν στη συζήτηση, τα προβλήματα θα ανακυκλώνονται και θα εμποδίζουν την αντιμετώπιση των νέων.

 

Μπορεί να επιτευχθεί ένα δίκαιο εισόδημα για τους αγρότες;

Το αγροτικό εισόδημα πιέζεται από παράγοντες που σχετίζονται με τη διαδικασία της οικονομικής ανάπτυξης. Η βασική πηγή πίεσης προέρχεται από τις ανακατατάξεις των τομέων της οικονομίας. Η άνοδος του επιπέδου της οικονομικής ανάπτυξης έχει ως αποτέλεσμα τη μετατόπιση προς τη μεταποίηση και κυρίως τις υπηρεσίες και άρα την υποχώρηση, σε σχετικούς όρους, του πρωτογενούς τομέα. Αυτό συμβαίνει διότι όσο αυξάνεται το εισόδημα, η ζήτηση σε σχετικούς όρους, για βασικά αγαθά όπως είναι τα τρόφιμα μειώνεται, ενώ η ζήτηση για διαρκή αγαθά και υπηρεσίες αυξάνεται. Αυτές οι αλλαγές αποτυπώνονται και στη σύνθεση της τιμής των τροφίμων. Η πρώτη ύλη (δηλαδή ο πρωτογενής τομέας) αντιπροσωπεύει διαρκώς χαμηλότερο ποσοστό, σε όφελος της μεταποίησης και της εμπορίας. Πρόκειται για διαδικασία μεταφοράς προστιθέμενης αξίας εκτός του πρωτογενούς τομέα. Αν η μείωση της συμμετοχής του πρωτογενούς τομέα στο ΑΕΠ γίνεται με αντίστοιχο περιορισμό της απασχόλησης και με ανάπτυξη του τομέα, αλλά απλώς με χαμηλότερο ρυθμό σε σχέση με τη βιομηχανία και τις υπηρεσίες, τότε αίρεται μία βασική πηγή πίεσης του αγροτικού εισοδήματος. Στην περίπτωση της Ελλάδας δεν παρατηρείται αυτού του είδους η διαδικασία, με αποτέλεσμα να υπάρχει σημαντική απόκλιση ανάμεσα στη συμμετοχή στο ΑΕΠ (3-4%) και στον οικονομικά ενεργό πληθυσμό (10-12%). Αυτό σημαίνει διαρκή επιβάρυνση του αγροτικού εισοδήματος. Επίσης το αγροτικό εισόδημα επηρεάζεται από τους όρους εμπορίου. Δηλαδή τη διαφορά ταχύτητας, ή/και κατεύθυνσης, ανάμεσα στις τιμές των αγροτικών προϊόντων και των εισροών. Οι απώλειες στο αγροτικό εισόδημα συμπληρώνονται από την πολυαπασχόληση, όπου αυτή είναι δυνατή, και από τις ενισχύσεις της ΚΑΠ. Ωστόσο, την περίοδο της ύφεσης το εισόδημα σημαντικού τμήματος των αγροτών από την πολυαπασχόληση περιορίστηκε. Συγχρόνως οι ενισχύσεις της ΚΑΠ σταδιακά μειώνονται, ενώ ορισμένες, οι συνδεόμενες με τα περιβαλλοντικά μέτρα, παρέχονται υπό προϋποθέσεις.

 

Ποια μπορεί να είναι η απάντηση από τους αγρότες και την πολιτεία;

Στον δημόσιο λόγο γίνεται αναφορά στο «αγροτικό» πρόβλημα. Ωστόσο, το αγροτικό πρόβλημα δεν είναι μόνο αγροτικό. Όπως αναφέρθηκε, εξαρτάται από τις εξελίξεις και στους άλλους τομείς της οικονομίας. Η απάντηση στην αναντιστοιχία της συμμετοχής του αγροτικού τομέα στο ΑΕΠ και στην απασχόληση είναι η οικονομική ανάπτυξη, έτσι ώστε να υπάρξει δυνατότητα απορρόφησης του εργατικού δυναμικού και συγχρόνως να δημιουργηθούν εκ νέου και να διευρυνθούν οι δυνατότητες για συμπλήρωση του αγροτικού εισοδήματος από την πολυαπασχόληση. Κρίσιμη παράμετρος είναι η στοχευμένη οικοδόμηση κλαδικών διασυνδέσεων για τη μεγιστοποίηση της εγχωρίως παραγόμενης προστιθέμενης αξίας, και της αντίστοιχης στις εξαγωγές. Από την πλευρά των αγροτών, μέρος της απάντησης είναι η βελτίωση της αποδοτικότητας στη χρήση των εισροών με στόχο τη μείωση του κόστους παραγωγής, η εμπλοκή με οικονομικούς όρους, μέσω συνεργατικών ή άλλων εταιρικών μορφών, και σε άλλες φάσεις της παραγωγικής διαδικασίας. Με μία τέτοια διαδικασία θα μπορούσε να υπάρχει παρέμβαση στις τιμές των εισροών και των αγροτικών προϊόντων και να συγκρατηθεί ένα τμήμα της προστιθέμενης αξίας στην ύπαιθρο. Μέρος της λύσης, είναι και ο έλεγχος από την πολιτεία για μονοπωλιακές, ολιγοπωλιακές καταστάσεις και αθέμιτες πρακτικές. Απαραίτητος, βέβαια, είναι και ο συνδικαλιστικός αγώνας, που μπορεί να έχει λόγο στους στόχους, στη στρατηγική και να πετυχαίνει καλύτερη διαχείριση. Ωστόσο, από μόνος του δεν είναι επαρκής ώστε να αποτρέψει τη λειτουργία των οικονομικών μηχανισμών, ακόμα και με ευνοϊκή αντιμετώπιση από την πολιτική.

 

Ποια η γνώμη σας για τα μέτρα που προβλέπονται στην ΚΑΠ;

Η ΚΑΠ χαρακτηρίζεται από προβληματική σχέση των περιβαλλοντικών μέτρων με την παραγωγική διαδικασία. Το εν λόγω πρόβλημα αποκτάει μεγαλύτερες διαστάσεις στην Ελλάδα, καθώς εντοπίζεται έλλειμμα ενημέρωσης, σχεδιασμού και τεχνικής υποστήριξης.

 

Με βάση όσα αναφέρατε, ποιος είναι και ποιος θα έπρεπε να είναι ο ρόλος του πρωτογενούς τομέα στο αναπτυξιακό υπόδειγμα της χώρας;

Βασική προϋπόθεση είναι ο κατά το δυνατόν πληρέστερος προσδιορισμός της θέσης και του ρόλου του, λαμβανομένων υπόψη των ιδιομορφιών του και των αλλαγών που συντελούνται. Για τον σκοπό αυτό, απαιτείται η υπέρβαση δύο λανθασμένων αντιλήψεων. Η πρώτη, ως μαξιμαλιστική, θεωρεί ότι μπορεί να αποτελέσει την «ατμομηχανή» της ανάπτυξης. Του αποδίδεται δηλαδή υπέρμετρος ρόλος τον οποίο δεν έχει, καθώς η συμβολή του στον ρυθμό μεταβολής του ΑΕΠ περιορίζεται από το μέγεθός του. Στον αντίποδα, η απαξιωτική προσέγγιση τον αξιολογεί κυρίως με κριτήριο τη συμμετοχή στο ΑΕΠ, η οποία είναι περιορισμένη. Αυτή η προσέγγιση παραβλέπει την αυταξία του ως παραγωγού τροφί­μων, τον ρόλο στις εγχώριες κλαδικές διασυνδέσεις, στην περιφερειακή ανάπτυξη, στις εξαγωγές, στην αξιοποίηση των φυσικών πόρων και υποτιμά τις θετικές κλιματικές, περιβαλλοντικές και ενεργειακές πτυχές του.

 

 

*Ο Ευάγγελο Νικολαΐδης είναι επίκουρος καθηγητής στο τμήμα Οικονομικών Επιστημών στο Πανεπιστήμιο Κρήτης

Πρόσφατα άρθρα ( Συνεντεύξεις )
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet