Τις δημόσιες και ιδιωτικές συζητήσεις εντός της Αριστεράς απασχολεί όλο και πιο έντονα η ανάγκη ιδεολογικής αντεπίθεσης. Όμως, ο λόγος περί κομμουνισμού και σοσιαλισμού χρειάζεται ανακαίνιση για να πείσει πως μπορεί να εγγυηθεί μια καλύτερη ζωή σε μια περίοδο που απειλείται η ίδια η συνέχιση της ζωής. Ομοίως, ο αριστερός προγραμματικός λόγος σκοντάφτει διαρκώς στην αδυναμία συνάρθρωσης των αιτημάτων, στην απουσία μιας συνεκτικής λογικής. Έπειτα, η αναγκαιότητα συμπόρευσης με τον χώρο της Οικολογίας απαιτεί κοινούς ιδεολογικούς τόπους, μια αξιακή και προγραμματική γεφύρωση που θα δημιουργήσει εκ νέου έναν ενθουσιασμό για το κοινό μας μέλλον. Εδώ και αρκετά χρόνια αναπτύσσεται ένα ρεύμα σκέψης που προσπαθεί να πείσει την Αριστερά ότι προέχει η διάσωση του πλανήτη μας μέσα από τη σύγκρουση με το υπάρχον παραγωγικό και καταναλωτικό μοντέλο και τον Πράσινο χώρο ότι η καπιταλιστική λογική της συσσώρευσης και οι αυξανόμενες ανισότητες είναι εμπόδιο στον αγώνα ενάντια στην κλιματική κατάρρευση. Το ρεύμα αυτό που αναπτύσσεται σε όλο τον κόσμο και συνενώνει τα προτάγματα της Αριστεράς και της Οικολογίας είναι ο Οικοσοσιαλισμός. Στο παρόν αφιέρωμα παρουσιάζουμε τρία κείμενα γνωστών εκπροσώπων του ρεύματος που μπορούν να προσφέρουν στους αναγνώστες και τις αναγνώστριες μια πρώτη ιδέα και να εξάψουν το ενδιαφέρον τους.

 

Η Συντακτική Ομάδα των Παρεμβάσεων

 

 

 

Γιατί οικοσοσιαλισμός;
Για ένα κοκκινο-πράσινο μέλλον

 

 

Του Michael Löwy

 

Αν και ο οικοσοσιαλισμός είναι ένα αρκετά πρόσφατο φαινόμενο, οι πνευματικές του ρίζες μπορούν να εντοπιστούν στον Μαρξ και τον Ένγκελς. Επειδή τα περιβαλλοντικά ζητήματα δεν ήταν τόσο σημαντικά στον 19ο αιώνα όσο στη δική μας εποχή της αρχόμενης οικολογικής καταστροφής, αυτές οι ανησυχίες δεν έπαιζαν κεντρικό ρόλο στα έργα του Μαρξ και του Ένγκελς. Παρ' όλα αυτά, τα γραπτά τους χρησιμοποιούν επιχειρήματα και έννοιες ζωτικής σημασίας για τη σύνδεση καπιταλιστικής δυναμικής και καταστροφής του φυσικού περιβάλλοντος, καθώς και για την ανάπτυξη μιας σοσιαλιστικής και οικολογικής λύσης εναλλακτικής στο κυρίαρχο σύστημα.

Ορισμένα χωρία στους Μαρξ και Ένγκελς (και σίγουρα στα κυρίαρχα μαρξιστικά ρεύματα που ακολούθησαν) υιοθετούν μια άκριτη στάση απέναντι στις παραγωγικές δυνάμεις που δημιουργούνται από το κεφάλαιο, αντιμετωπίζοντας την «ανάπτυξη των παραγωγικών δυνάμεων» ως τον κύριο παράγοντα στην ανθρώπινη πρόοδο. […] Σε μια κοινωνία χωρίς έντονες ταξικές διαιρέσεις, το «είναι» θα υπερισχύει του «έχειν». Ωστόσο, ο Μαρξ ήταν ριζικά αντίθετος σε αυτό που σήμερα αποκαλούμε «παραγωγισμό» - την καπιταλιστική λογική με την οποία η συσσώρευση κεφαλαίου, πλούτου και εμπορευμάτων γίνεται αυτοσκοπός. […]

Ενώ οι περισσότεροι σύγχρονοι οικοσοσιαλιστές εμπνέονται από τις ιδέες του Μαρξ, η οικολογία έχει γίνει πολύ πιο κεντρική στην ανάλυση και τη δράση τους. Κατά τη διάρκεια των δεκαετιών του 1970 και του 1980, στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ, ένας οικολογικός σοσιαλισμός άρχισε να διαμορφώνεται. Manuel Sacristan, ένας Ισπανός αντιφρονούντας κομμουνιστής φιλόσοφος, ίδρυσε το οικοσοσιαλιστικό και φεμινιστικό περιοδικό Mientras Tanto το 1979, εισάγοντας τη διαλεκτική έννοια των «καταστροφικών-παραγωγικών δυνάμεων». Ο Raymond Williams, βρετανός σοσιαλιστής και θεμελιωτής των σύγχρονων πολιτισμικών σπουδών, έγινε ένας από τους πρώτους στην Ευρώπη που έκανε έκκληση για έναν «οικολογικά ενσυνείδητο σοσιαλισμό» και του αποδίδεται συχνά η επινόηση του ίδιου του όρου «οικοσοσιαλισμός». Ο André Gorz, Γάλλος φιλόσοφος και δημοσιογράφος, υποστήριξε ότι η πολιτική οικολογία πρέπει να περιέχει μια κριτική της οικονομικής σκέψης και πρότεινε έναν οικολογικό και ανθρωπιστικό μετασχηματισμό της εργασίας. Ο Barry Commoner, ένας Αμερικανός βιολόγος, υποστήριξε ότι το καπιταλιστικό σύστημα και η τεχνολογία του -και όχι η αύξηση του πληθυσμού- ήταν υπεύθυνο για την καταστροφή του περιβάλλοντος, γεγονός που τον οδήγησε στο συμπέρασμα ότι «κάποιου είδους σοσιαλισμός» ήταν η ρεαλιστική εναλλακτική λύση.

Στη δεκαετία του 1980, ο James O’Connor ίδρυσε το έγκυρο περιοδικό Capitalism, Nature and Socialism, το οποίο ήταν εμπνευσμένο από την ιδέα του για τη «δεύτερη αντίφαση του καπιταλισμού». Σε αυτή τη διατύπωση, η πρώτη αντίφαση είναι η μαρξιστική μεταξύ των δυνάμεων και των σχέσεων παραγωγής∙ η δεύτερη αντίφαση βρίσκεται μεταξύ του τρόπου παραγωγής και των «συνθηκών παραγωγής», ιδιαίτερα, της κατάστασης του περιβάλλοντος.

Μια νέα γενιά οικομαρξιστών εμφανίστηκε τη δεκαετία του 2000, όπως ο John Bellamy Foster και άλλοι γύρω από το περιοδικό Monthly Review, οι οποίοι ανέπτυξαν περαιτέρω τη μαρξιστική έννοια του μεταβολικού ρήγματος μεταξύ των ανθρώπινων κοινωνιών και του περιβάλλοντος. Το 2001, ο Joel Kovel και ο υπογράφων εξέδωσαν το «Ένα οικοσοσιαλιστικό μανιφέστο», το οποίο αναπτύχθηκε περαιτέρω από τους ίδιους συγγραφείς, μαζί με τον Ian Angus, στο Οικοσοσιαλιστικό Μανιφέστο του Belem, το οποίο υπογράφηκε από εκατοντάδες ανθρώπους από σαράντα χώρες και διανεμήθηκε στο Παγκόσμιο Κοινωνικό Φόρουμ του 2009. Έκτοτε έχει γίνει ένα σημαντικό σημείο αναφοράς για τους οικοσοσιαλιστές σε όλο τον κόσμο.

 

Το ελάττωμα του πράσινου καπιταλισμού

 

Όπως έχουν δείξει αυτοί και άλλοι συγγραφείς, ο καπιταλισμός είναι ασύμβατος με ένα  βιώσιμο μέλλον. Το καπιταλιστικό σύστημα, μια μηχανή οικονομικής ανάπτυξης που προωθείται από ορυκτά καύσιμα από τη Βιομηχανική Επανάσταση, είναι ο κύριος ένοχος για την κλιματική αλλαγή και την ευρύτερη οικολογική κρίσης στη Γη. Η παράλογη λογική της ατελείωτης επέκτασης και συσσώρευσης, της σπατάλης των πόρων, της επιδεικτικής κατανάλωσης, της προγραμματισμένης απαξίωσης και της επιδίωξης του κέρδους με κάθε κόστος οδηγεί τον πλανήτη στο χείλος της αβύσσου.

Ο «πράσινος καπιταλισμός», η στρατηγική της μείωσης των περιβαλλοντικών επιπτώσεων με ταυτόχρονη διατήρηση των κυρίαρχων οικονομικών θεσμών, προσφέρει μια λύση; Η αναξιοπιστία ενός τέτοιου σεναρίου πολιτικής μεταρρύθμισης φαίνεται πιο έντονα στην αποτυχία ενός τετάρτου αιώνα διεθνών διασκέψεων για την αποτελεσματική αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής. Οι πολιτικές δυνάμεις που είναι δεσμευμένες στην καπιταλιστική «οικονομία της αγοράς» και δημιούργησαν το πρόβλημα δεν μπορούν να είναι η πηγή της λύσης.

Για παράδειγμα, στη διάσκεψη του Παρισιού για το κλίμα το 2015, πολλές χώρες αποφάσισαν να κάνουν σοβαρές προσπάθειες για να διατηρήσουν τη μέση αύξηση της παγκόσμιας θερμοκρασίας κάτω από τους 2ο C (ιδανικά, συμφώνησαν, κάτω από 1,5ο C). Αντίστοιχα, προθυμοποιήθηκαν να εφαρμόσουν μέτρα για τη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Ωστόσο, δεν έθεσαν μηχανισμούς επιβολής ούτε συνέπειες για τη μη συμμόρφωση, άρα καμία εγγύηση ότι οποιαδήποτε χώρα θα τηρήσει το λόγο της. Οι ΗΠΑ, ο δεύτερος μεγαλύτερος παράγοντας εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα στον κόσμο, διοικείται τώρα από έναν αρνητή του κλίματος που έβγαλε τις ΗΠΑ από τη συμφωνία. Ακόμη και αν όλες οι χώρες τηρούσαν τις δεσμεύσεις τους, η παγκόσμια θερμοκρασία θα αυξανόταν κατά 3ο C ή περισσότερο, με μεγάλο κίνδυνο τρομερής, μη αναστρέψιμης κλιματικής αλλαγής.

Τελικά, το μοιραίο ελάττωμα του πράσινου καπιταλισμού έγκειται στη σύγκρουση μεταξύ του μικρο-ορθολογικότητας της καπιταλιστικής αγοράς, με τον κοντόφθαλμο υπολογισμό  κέρδους και ζημίας, και του μακρο-ορθολογικότητας της συλλογικής δράσης για το κοινό καλό. Η τυφλή λογική της αγοράς αντιστέκεται σε έναν γρήγορο ενεργειακό μετασχηματισμό μακριά από την εξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα σε εγγενή αντίφαση με την οικολογική ορθολογικότητα. Το θέμα δεν είναι να κατηγορήσουμε τους «κακούς» οικοκτόνους καπιταλιστές, σε αντίθεση με τους «καλούς» πράσινους καπιταλιστές∙ το σφάλμα έγκειται σε ένα σύστημα που έχει τις ρίζες του στον ανελέητο ανταγωνισμό και στον αγώνα για βραχυπρόθεσμο κέρδος που καταστρέφει την ισορροπία της φύσης. Η περιβαλλοντική πρόκληση, η οικοδόμηση ενός εναλλακτικού συστήματος που αντανακλά το κοινό καλό στο θεσμικό του DNA, συνδέεται άρρηκτα με τη σοσιαλιστική πρόκληση.

 

Γιατί οι οικολόγοι πρέπει να είναι σοσιαλιστές

 

Αυτή η πρόκληση απαιτεί την οικοδόμηση αυτού που ο E. P. Thompson ονόμασε «ηθική οικονομία», που βασίζεται σε μη νομισματικές και εξωοικονομικές, κοινωνικο-οικολογικές αρχές και διέπεται από δημοκρατικές διαδικασίες λήψης αποφάσεων. Πολύ περισσότερο από σταδιακή μεταρρύθμιση, αυτό που απαιτείται είναι η ανάδυση ενός κοινωνικού και οικολογικού πολιτισμού που θα αναδείξει μια νέα ενεργειακή δομή και ένα μετακαταναλωτικό σύνολο αξιών και τρόπου ζωής. Η υλοποίηση αυτού του οράματος δεν είναι δυνατή χωρίς δημόσιο σχεδιασμό και έλεγχο των «μέσων παραγωγής», των φυσικών εισροών που χρησιμοποιούνται για την παραγωγή οικονομικής αξίας, όπως εγκαταστάσεις, μηχανήματα και υποδομές.

Μια οικολογική πολιτική που λειτουργεί εντός των κυρίαρχων θεσμών και κανόνων της «οικονομίας της αγοράς» δεν θα μπορέσει να ανταποκριθεί στις βαθιές περιβαλλοντικές προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας. Οι οικολόγοι που δεν αναγνωρίζουν πώς ο «παραγωγισμός» απορρέει από τη λογική του κέρδους είναι προορισμένοι να αποτύχουν ή, ακόμη χειρότερα, να απορροφηθούν από το σύστημα. Τα παραδείγματα αφθονούν. Η έλλειψη μιας συνεκτικής αντικαπιταλιστικής στάσης οδήγησε τα περισσότερα ευρωπαϊκά Πράσινα κόμματα – κυρίως στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Ιταλία και το Βέλγιο – να γίνουν απλά «οικο-μεταρρυθμιστές» εταίροι στη σοσιαλφιλελεύθερη διαχείριση του καπιταλισμού από κεντροαριστερές κυβερνήσεις.

Φυσικά, η φύση δεν τα πήγε καλύτερα υπό τον σοβιετικού τύπου «σοσιαλισμό» από ό,τι υπό τον καπιταλισμό. Πράγματι, αυτός είναι ένας από τους λόγους για τους οποίους ο οικοσοσιαλισμός φέρει μια πολύ διαφορετικό πρόγραμμα και όραμα από τον λεγόμενο «υπαρκτό σοσιαλισμό» του παρελθόντος. Δεδομένου ότι οι ρίζες του οικολογικού προβλήματος είναι συστημικές, ο περιβαλλοντισμός χρειάζεται να αμφισβητήσει το κυρίαρχο καπιταλιστικό σύστημα, και αυτό σημαίνει ότι πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη τη σύνθεση του 21ου αιώνα μεταξύ οικολογίας και σοσιαλισμού - του οικοσοσιαλισμού.

Μετάφραση: Δημήτρης Παπανικολόπουλος

 

* Απόσπασμα από το δημοσιευμένο τον Δεκέμβρη του 2018 κείμενο του Michael Löwy, Why Ecosocialism: For a Red-Green Future.

 

 

Οικοφεμινιστικός οικοσοσιαλισμός

 

Της Leigh Brownhill

 

 

Ο οικοφεμινιστικός οικοσοσιαλισμός είναι μια πρακτική που έχει τις ρίζες της σε δύο ιστορικά κινήματα. Πρώτον, στους μακροχρόνιους σοσιαλισμούς από τα κάτω (π.χ. CLR James, Boggs), που διακρίνονται από τους σοσιαλισμούς από τα πάνω της «πρώτης εποχής» και τις κρατικοκαπιταλιστικές εμπειρίες που απέτυχαν να αντιμετωπίσουν τις οικολογικές κρίσεις ή να συγκροτήσουν οικοκεντρικές οικονομικές εναλλακτικές λύσεις. Οι σοσιαλισμοί/κρατικοί καπιταλισμοί της πρώτης εποχής απέφευγαν τον περιβαλλοντισμό και τους ανθρώπους (γυναίκες, αγρότες, ιθαγενείς και αγροτικούς λαούς), τις τεχνολογίες, και τους τρόπους ζωής εκείνων που ζουν πιο άμεσα από το περιβάλλον. Οι θιασώτες/τριες του οικοφεμινιστικού οικοσοσιαλισμού αξιοδοτούν τις προϋπάρχουσες και επανεμφανιζόμενες συνδέσεις μεταξύ των οικολογιών και των απλών ανθρώπων.

Δεύτερον, ο οικοφεμινιστικός οικοσοσιαλισμός έχει τις ρίζες του στο διεθνιστικό, ακτιβιστικά προσανατολισμένο σκέλος των παγκοσμίων γυναικείων κινημάτων του 19ου και του 20ού αιώνα, κινημάτων που συνδύαζαν αιτήματα κατά της βίας, κατά του πολέμου και κατά της αποικιοκρατίας. Οι οικοφεμινίστριες οικοσοσιαλίστριες κατανοούν την πρωτεύουσα σημασία της άμισθης εργασίας των γυναικών στην παραγωγή και διατήρηση του πιο στρατηγικού περιουσιακού στοιχείου του κεφαλαίου, της εργατικής δύναμης, παράλληλα με τα συναφή φυσικά και δημιουργημένα κοινά αγαθά. Η εργασία που αποσκοπεί στη συντήρηση δεν είναι μόνο θεμελιώδης για τις κερδοφόρες καπιταλιστικές αλυσίδες αξίας, αλλά περιέχει και μια εναλλακτική θεωρία της αξίας που σχετίζεται με τη θεμελίωση της μετακαπιταλιστικής μετάβασης και την επανεφεύρεση των οικοκεντρικών κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων. Αυτές είναι οι ζωτικές ανησυχίες του οικοφεμινιστικού οικοσοσιαλισμού.

Τον Φεβρουάριο του 2020, ο COVID-19 άρχισε να σκοτώνει εκατομμύρια ανθρώπους, έκλεισε οικονομίες και διέκοψε την ομαλή λειτουργία σε παγκόσμιο επίπεδο. Μέσα σε έξι μήνες, όχι μόνο το νέφος έφυγε από τις πόλεις και τα μακρινά βουνά, αλλά είδαμε την ανάπτυξη των κήπων στις αυλές, των χώρων ανταλλαγής, του σχεδιασμού για το κοινό καλό και αμέτρητων πράξεων αλληλεγγύης που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε «επανα-κοινωνικοποίηση» (re-commoning). Στην αρχή, ο COVID υπενθύμισε στους ανθρώπους ότι είμαστε ένα είδος ανάμεσα σε πολλά, που μοιραζόμαστε μια βιόσφαιρα και έναν πλανήτη, και ότι το πιο ουσιαστικό έργο είναι αυτό που κρατάει τους ανθρώπους ζωντανούς.

Όταν η αστυνομία σκότωσε τον Τζορτζ Φλόιντ στις 25 Μαΐου 2020, αυτή η εκκολαπτόμενη πλανητική επαν-εκτίμηση στράφηκε προς μια έντονα εστιασμένη παγκόσμια αλληλεγγύη κατά του ρατσισμού. Εκατομμύρια άνθρωποι ήταν απρόθυμοι να μείνουν ήσυχοι στο σπίτι τους αφού είδαν εκείνο το δολοφονικό βίντεο, παρά τον δυνητικά θανατηφόρο κίνδυνο διαμαρτυρίας σε μια εποχή που δεν είχε καν αρχίσει ο εμβολιασμός για τον COVID. Μεγάλοι αριθμοί διαδήλωσαν, αλλά επίσης είδαν εκ νέου τα προβλήματα της αστυνομικής βίας και του ρατσισμού ως οριζόντια προβλήματα που αγγίζουν τους πάντες. Αυτή η «αφύπνιση» ένωσε τους ανθρώπους πέρα από κάθε είδους διαχωρισμούς.

Έκτοτε, οι όλο και πιο πολεμοχαρείς δεξιοί αντιμάχονται την παγκόσμια ενότητα κατευθείαν από το εγχειρίδιο «διαίρει και βασίλευε», εξαπολύοντας πολιτιστικούς πολέμους και χρησιμοποιώντας ωμά εργαλεία παραπληροφόρησης, διχασμού, υποκίνησης, φόβου και μίσους. Οι προοπτικές για ειρήνη οπουδήποτε υπονομεύονται από τη συνεχή επίσημη συνενοχή σε πραγματικούς πολέμους, ιδίως στο Σουδάν, την Ουκρανία και την Παλαιστίνη. Από τις 7 Οκτωβρίου, μια άνευ προηγουμένου έκρηξη διαδηλώσεων, απεργιών και άμεσων δράσεων ενάντια στον δυσανάλογο και γενοκτονικό πόλεμο του Ισραήλ κατά των Παλαιστινίων ανανέωσε την παγκόσμια συνείδηση που γεννήθηκε τις πρώτες μέρες της πανδημίας: Δεκάδες εκατομμύρια άνθρωποι διαδήλωσαν για κατάπαυση του πυρός και για την ελευθερία στην Παλαιστίνη. Και η ενότητά τους αντανακλά μια άλλη ευρύτερη, υπαρξιακή αυτογνωσία: Καθώς τα εκατομμύρια διαδήλωναν για την ειρήνη, φώναζαν «Είμαστε όλοι Παλαιστίνιοι» και ενώθηκαν στην παγκόσμια αντίθεση στην αποικιοκρατία, τη γενοκτονία και το απαρτχάιντ.

Ο οικοφεμινιστικός οικοσοσιαλισμός είναι τόσο ένας δρόμος μακριά από τον καπιταλισμό όσο και ένας προορισμός πέρα από αυτόν. Επαναξιολογεί και εργάζεται για την ανασύσταση οικοκεντρικών κοινωνικών και οικονομικών σχέσεων και αλυσίδων αξίας. Η ενότητα πέρα από τις διαιρέσεις του κεφαλαίου είναι μια δύναμη στον αγώνα για την υπέρβαση της κεφαλαιοκρατικής σχέσης. Όχι μόνο στην αντίσταση σε συγκεκριμένους πολέμους ή περιφράξεις, αλλά στην κινητοποίηση, οικοδόμηση και καθολικοποίηση του οικοφεμινιστικού οικοσοσιαλισμού, δηλαδή των οριζόντιων κοινωνικών σχέσεων μεταξύ όλων των ανθρώπων, καθώς και με την υπόλοιπη φύση.

 

Μετάφραση: Δημήτρης Παπανικολόπουλος

 

* Η Leigh Brownhill διδάσκει στο Πανεπιστήμιο Athabasca στον Καναδά και είναι αρχισυντάκτρια του περιοδικού Capitalism Nature Socialism

 

 

Η λύση της αποανάπτυξης

 

Αποανάπτυξη σημαίνει απελευθέρωση από το δόγμα της οικονομικής ανάπτυξης - από τον μονόδρομο της αύξησης του ΑΕΠ με κάθε κόστος. Απελευθέρωση από τη φαντασίωση ότι για να ζήσουμε καλά χρειαζόμαστε όλο και περισσότερα, χωρίς όριο, χωρίς τέλος. Απελευθέρωση επίσης από την τυραννία των οικονομολόγων και των τεχνοκρατών που θέλουν να μας πείσουν ότι πρώτα και πάνω από όλα είμαστε μια ‘εθνική οικονομία’ με νόμους προσφοράς και ζήτησης, και όχι μια κοινωνία, ένα σύνολο από ανθρώπους με ανάγκες και αξίες, η μοίρα της οποίας καθορίζεται από την ποιότητα των σχέσεων μεταξύ μας, και με το περιβάλλον που έμελλε να μας φιλοξενεί. […]

Ως λέξη η αποανάπτυξη πρωτοειπώθηκε από τα χείλη του γάλλου διανοούμενου Αντρέ Γκορζ το 1972, και στην συνέχεια έγινε σλόγκαν ακτιβιστών στην πόλη της Λυόν στα τέλη του 20ου αιώνα, πριν την πάρει στα χέρια του ο Γάλλος οικονομολόγος και ανθρωπολόγος Σερζ Λατούς και την καταστήσει δημοφιλή με τα βιβλία του. Ωστόσο οι ρίζες της, και το περιεχόμενό της συνδέονται με αξίες και προτάγματα τα οποία βρίσκει κανείς σε πλήθος φιλοσοφιών, διδαχών και πνευματικών ρευμάτων֗ από την αρχαία Ελληνική γραμματεία, τον Βουδισμό, τον Ταοισμό ή τον πρώιμο Χριστιανισμό και το Ισλάμ, έως τους ρομαντικούς του Λόρδου Βύρωνα και τις αναρχοφεμινίστριες της Έμμα Γκόλντμαν, ή συγγραφείς σαν τον Τολστόι και πολιτικούς ηγέτες σαν τον Γκάντι. […]

Αν τα παραπάνω εισαγωγικά σας κάνουν να σκέφτεστε ότι η αποανάπτυξη είναι μια ρομαντική ανασύσταση ξεχασμένων ιδεών που ο καιρός τους πια πέρασε, ή μια ουτοπική και ανεφάρμοστη πρόταση για το μέλλον, η απάντησή μας είναι, και αυτό είναι το κεντρικό επιχείρημα του βιβλίου που κρατάτε στα χέρια σας, ότι η αποανάπτυξη είναι η μόνη εφικτή απάντηση στην πολύπλευρη κρίση την οποία βιώνουμε. […] Η πρόταση που έχουμε προς το ελληνικό κοινό είναι: ή αλλάζουμε μοντέλο -γιατί όχι πρώτα εμείς εδώ στην Ελλάδα δείχνοντας τον δρόμο στους άλλους, ανακτώντας μια μεσογειακή σοφία του παρελθόντος και δίνοντάς της σύγχρονο πρόσημο με πολιτικό και οικονομικό περιεχόμενο;- ή βλέπουμε τον δυτικό πολιτισμό να καταρρέει και καταρρέουμε κι εμείς μαζί του. […]

Το βιβλίο που κρατάτε στα χέρια σας, στο τέταρτο του κεφάλαιο, παρουσιάζει ορισμένες από τις προτάσεις καταλύτες στην κατεύθυνση της αποανάπτυξης: ένα πράσινο και κοινωνικό πρόγραμμα επενδύσεων, ένα καθολικό βασικό εισόδημα, πολιτικές για την ανάκτηση και ανασυγκρότηση των κοινών, μείωση των ωρών εργασίας, φορολόγηση του μεγάλου πλούτου και των μεγάλων εισοδημάτων καθώς και της χρήσης φυσικών πόρων με αναδιανομή των εσόδων προς τα κατώτερα στρώματα, αλλαγές στο πως εισέρχεται και κατανέμεται το χρήμα στην οικονομία, και πολιτικές για την αναζωογόνηση της υπαίθρου. Αυτές, καθώς και οι υπόλοιπες πολιτικές προτάσεις του βιβλίου, στοχεύουν στο να αλλάξουν την οργάνωση της οικονομίας, διατηρώντας παράλληλα την κοινωνική συνοχή υπό συνθήκες οικονομικής επιβράδυνσης και βάζοντας σε προτεραιότητα την επίτευξη κοινωνικών στόχων έναντι των οικονομικών. 

 

Γιώργος Καλλής, Άγγελος Βαρβαρούσης, Πάνος Πετρίδης

 

* Προδημοσίευση από βιβλίο The case for degrowth (Polity Press, 2020) που θα κυκλοφορήσει από τις Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης.

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet