Το τελευταίο διάστημα, μετά την τραυματική ήττα του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και τη μεγάλη αμηχανία έως απόγνωση που δημιούργησε η «κονιορτοποίηση» των δυνάμεων που τον συγκροτούσαν, βλέπουν το φως της δημοσιότητας αρθρογραφία και διερευνητικές συζητήσεις, σε μικρότερους ή ευρύτερους κύκλους, αλλά και κείμενα θεωρητικού προβληματισμού και αναζήτησης πυξίδας για μια προβλεπόμενη δύσκολη πορεία μέσα στις αβεβαιότητες των καιρών και τις πολλαπλές κρίσεις1. Στο πλαίσιο αυτό, μοιάζει να προκρίνεται μια θέαση από ψηλά, η οποία δύσκολα βρίσκει ανταπόκριση στη γλώσσα των πολλών, όπως αυτή έχει διαμορφωθεί (ή και παραμορφωθεί) μέσα στις δεκαετίες της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας.

 

Η συζήτηση, ή οι παράλληλοι μονόλογοι, διεξάγεται βέβαια μέσα στις δυστοπικές συνθήκες που διαμορφώνονται από μια σειρά τοπικές και έως παγκόσμιες εξελίξεις. Σημειώνω ενδεικτικά την άνοδο της Ακροδεξιάς στη χώρα μας, πανευρωπαϊκά και παγκόσμια× τους πολέμους στον γεωγραφικό μας περίγυρο× τον αυταρχισμό και την κατάλυση των δημοκρατικών θεσμών και δικαιωμάτων× τη βία κατά των γυναικών και άλλων «άλλων»× την απάνθρωπη μεταναστευτική «πολιτική», εγχώρια και ευρωπαϊκή× την αποδιάρθρωση του κοινωνικού και παραγωγικού ιστού μέσα από τις εμπεδωμένες πλέον νεοφιλελεύθερες πολιτικές και τις καταστροφές από φυσικά φαινόμενα –όλα όσα επιδιώκουν να εμπεδώσουν την αντίληψη ότι «δεν υπάρχει εναλλακτική», ο καπιταλισμός είναι ιστορικός μονόδρομος.

 

Όσα ακολουθούν φιλοδοξούν να αποτελέσουν μια, αναγκαστικά σχηματική, συμβολή, μια σειρά ερωτημάτων θα έλεγα, στην πιο πάνω συζήτηση, με κεντρικό άξονα την ανάγκη για θεωρητικές διατυπώσεις «μέσου βεληνεκούς» (middle range theories), που στηρίζονται σε λεπτομερή μελέτη του πεδίου, του τόπου από τον οποίο αντλούν και στον οποίο στοχεύουν. Γιατί προφανώς η συζήτηση που εκτυλίσσεται, έχει στόχο κάποια ερμηνεία και παρέμβαση στην Ελλάδα σήμερα, όπου ο νεοφιλελευθερισμός κυριαρχεί στην οικονομία, στην κοινωνία και στον χώρο χωρίς ουσιαστική αντίσταση, μια και η Αριστερά όλων των αποχρώσεων αναζητά βηματισμούς στα νέα δεδομένα της πολυδιάσπασής της.

 

Προσγειώνοντας τη θεωρητική επεξεργασία στον τόπο και τη συγκυρία, αρχίζει κανείς να «βλέπει»/να κατανοεί πολλά από όσα συγκροτούν την καθημερινή εμπειρία διαφορετικών κοινωνικών ομάδων σε μια χώρα με τόσο έντονες γεωγραφικές διαφοροποιήσεις και χωροκοινωνικές ανισότητες. Μερικά παραδείγματα μπορούν να επεξηγήσουν την πιο πάνω διατύπωση ή τουλάχιστον να επερωτήσουν τη «μεγάλη αφήγηση». Τι σημαίνει ταξική εκμετάλλευση (σήμερα όπως και παλιότερα) σε τόπους όπου κυριαρχεί η αυτοαπασχόληση, οι επιχειρήσεις-νάνοι, οι άτυπες μορφές εργασίας; Σημαίνει το ίδιο στην περιφέρεια μιας μεγάλης πόλης και σε έναν ορεινό απομακρυσμένο οικισμό; Ποιο είναι το περιεχόμενο των κοινωνικών δικαιωμάτων όταν οι νεοφιλελεύθερες πολιτικές αποδιαρθρώνουν συστηματικά την παιδεία, την υγεία, την πρόσβαση στην κατοικία, την εργασία, την (τοπική) κουλτούρα; Μήπως το περιεχόμενο αυτό δεν είναι ακριβώς το ίδιο σε κάθε γωνιά της χώρας; Μήπως το κλείσιμο ενός σχολείου ή ενός κέντρου υγείας έχει άλλη σημασία σε ένα μικρό νησί ή σε μια πόλη της ηπειρωτικής χώρας, όπως αντίστοιχα έχει άλλη σημασία η εγκατάλειψη ενός πράσινου χώρου ή ενός αθλητικού γηπέδου σε μια φτωχή γειτονιά της πόλης όπου μεγάλο μέρος των κατοίκων έχουν έρθει από «αλλού»; Πώς βιώνεται η έμφυλη βία σε ένα χωριό της Κομοτηνής ή σε μια κεντρική γειτονιά της Θεσσαλονίκης; Τι σημαίνει για τους πρόσφυγες η εγκατάσταση σε κεντρικά σημεία της Αθήνας και όχι σε ακατοίκητες και απροσπέλαστες άκρες της Λέσβου; Ποιο είναι το νόημα ενός «νέου παραγωγικού υποδείγματος» ή ενός σχεδίου ανάταξης του αγροτικού τομέα στη Θεσσαλία μετά τις πλημμύρες, στην υπερ-τουριστικοποιημένη Νάξο ή στην καμένη Βόρεια Εύβοια; Θα μπορούσα να συνεχίσω με τα ερωτήματα, αλλά πιστεύω ότι το στίγμα είναι σαφές.

 

Μια τέτοια θεωρητική πρακτική, μια κατά κάποιον τρόπο αντιστροφή της λογικής και της θέασης δεν σημαίνει «περιορισμό» στις ιδιαιτερότητες της τοπικής κλίμακας, αφού αυτή εκ των πραγμάτων διαπλέκεται με πολλές άλλες κλίμακες, κάθε μία από τις οποίες προσφέρει διαφορετικές εισόδους στην κατανόηση κάθε ζητήματος, αλλά ταυτόχρονα επιτρέπει να γίνουν ορατά ορισμένα ζητήματα, ενώ αποκρύβει ή αποκλείει άλλα. Το τοπικό και το παγκόσμιο δεν αποτελούν ακραία σημεία ενός γραμμικού συνεχούς (γεωγραφικών) κλιμάκων, ούτε υπονοούν κάποιο είδος διπολικής ιεραρχίας, όπου το πρώτο είναι πιο σημαντικό και καθορίζει το δεύτερο.

 

Μέσα από την παραπάνω αλλαγή του σημείου θέασης μπορεί κανείς, αφ’ ενός, να «συνομιλήσει» και να εμπλέξει σε δράσεις ομάδες και άτομα, μέσα από ζητήματα και διαδικασίες που βιώνουν και κατανοούν ότι τα αφορούν. Αφ’ ετέρου, μπορεί να δει πώς συγκροτείται το (συλλογικό) υποκείμενο της όποιας κοινωνικής αλλαγής εδώ και σήμερα, ένα υποκείμενο που έχει κοινωνική τάξη, φύλο, τόπο προέλευσης, ηλικία, σεξουαλικότητα –είναι συνδυασμός των παραπάνω αντιθέσεων στον τόπο όπου αυτές εκτυλίσσονται. Ίσως αυτός να είναι ένας δρόμος για να συγκροτηθεί προοπτικά ένα αριστερό ανάχωμα στον νεοφιλελευθερισμό.

 

 

Σημείωση:

1. Μένοντας μόνο στις σελίδες της Εποχής, βλ. για παράδειγμα την πρόσφατη αρθρογραφία του Α. Μπαλτά (Ιδέες, 20-21 και 27-28/01/2024) ή το κείμενο του Γ. Δραγασάκη (Παρεμβάσεις, 03-04/02/2024).

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2025 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet