Όσες και όσοι διαβάζουν την Εποχή γνωρίζουν την ικανότητα του Αλέξανδρου Κιουπκιολή, αναπληρωτή καθηγητή σύγχρονης πολιτικής θεωρίας στο Τμήμα Πολιτικών Επιστημών του ΑΠΘ, να αναλύει, κυρίως μέσα από συνεντεύξεις του, θέματα της ελληνικής και διεθνούς επικαιρότητας, όχι επιφανειακά αλλά στη βάση του στέρεου θεωρητικού υπόβαθρου το οποίο κατέχει. Το εξαιρετικό κείμενό του που δημοσιεύουμε σήμερα στις Ιδέες επιβεβαιώνει με τον καλύτερο τρόπο αυτόν τον κανόνα. Ανατρέχοντας και σε άρθρα και βιβλία σημαντικών σύγχρονων διανοητών, αναπτύσσει τον δικό του προβληματισμό για την άνοδο των αυταρχικών και εθνικιστικών ακροδεξιών ιδεών σε ολόκληρο τον κόσμο, κατά την χρηματοπιστωτική και οικονομική κρίση του 2007-2008 και ιδιαίτερα μετά την πανδημία. Ταυτόχρονα, όμως, ανιχνεύει με την γνήσια αγωνία ενός ριζοσπάστη αριστερού διανοούμενου τρόπους υπέρβασης του σημερινού αδιεξόδου, που βασίζονται μεταξύ άλλων σε αντιστάσεις στην τοπική αυτοδιοίκηση, στους χώρους εργασίας και σε πρωτοβουλίες πολιτών, με στόχο την σταδιακή οικοδόμηση μιας αντι-ηγεμονικής στρατηγικής απέναντι στην δεξιά και ακροδεξιά λαίλαπα.
Χάρης Γολέμης
Στο διεθνώς ευπώλητο δοκίμιό του Η κοινωνία της κόπωσης (2010), ο Μπιουνγκ-Τσουλ Χαν το «τρομερό παιδί» της σύγχρονης γερμανικής διανόησης, επιχειρεί μια «εγχειρητική» τομή στις κοινωνίες του εικοστού πρώτου αιώνα, με νυστέρι την ιδέα της κόπωσης που βιώνουμε από μια «κατάχρηση θετικότητας». Η υπερδραστηριότητα, η υπερδιέγερση από την έκθεση σε καταιγισμό πληροφοριών και ερεθισμάτων, η αδιάλειπτη «υστερική» εργασία σε πολλαπλά καθήκοντα (‘multi-tasking’), εξαπλώνονται ως αντίδοτο επιβίωσης και ευεξίας σε μια ζωή που έχει γίνει έντονα ρευστή και γυμνή από νόημα. Η νέα κατηγορική προσταγή «να πετύχουμε» εξωθεί στην αυτο-εκμετάλλευση και προκαλεί μια σύγχυση μεταξύ ελευθερίας και ψυχαναγκασμού. Απόρροια αυτών είναι η γενικευμένη κόπωση και η κατάθλιψη που μαστίζουν την κοινωνική και προσωπική ζωή της εποχής μας.
Παρά την φαινομενική οξυδέρκεια αυτής της ψυχο-πολιτισμικής ανατομίας του νέου αιώνα, μια σημερινή αναγνώστρια είναι πολύ πιθανόν να την ακυρώσει από την πρώτη σελίδα. Ο Χαν εκκινεί από τη θέση ότι, χάρη στην ιατρική και βιολογική τεχνολογία, έχουμε αφήσει πίσω μας την «ανοσολογική» εποχή του εικοστού αιώνα, μια «βακτηριακή εποχή» που ένιωθε την ανάγκη να διαχωρίζει σαφώς το μέσα και το έξω, τον φίλο και τον εχθρό. Εκείνη η περίοδος οριζόταν από κατεξοχήν επιθετικές και αμυντικές στάσεις με αντικείμενο το(ν) ξένο ως τέτοιο. Σήμερα, όμως, διατείνεται ο Χαν, η αντίδραση στην ετερότητα και την ξενότητα έχει εκλείψει ως κυρίαρχη κοινωνική λογική, διαγράφοντας τη διαλεκτική της αρνητικότητας που τη διέπει. Ζούμε πλέον σε έναν κόσμο «μαζικοποίησης του θετικού», σε μια ειρηνευμένη και επιτρεπτική κοινωνία που, ωστόσο, «καίγεται» από την υπερδραστηριότητα και το υπερβολικά Όμοιο στην καθημερινή εμπειρία.
Στη μετα-κόβιντ στιγμή, η διεθνής ανάδυση μιας αυταρχικής, ξενοφοβικής και βαθιά αντιδραστικής Δεξιάς, βάζει στο στόχαστρο όχι μόνον «το ξένο» -μετανάστες/ριες και αλλόθρησκους- αλλά και βασικές δικαιωματικές κατακτήσεις των φεμινισμών και των ΛΟΑΤΚΙ+, τον φιλελεύθερο θεσμικό συνταγματισμό, την οικολογική συνείδηση και τα ανθρώπινα δικαιώματα γενικότερα. Σε αυτή τη συγκυρία, η ιστορική διάγνωση του Χαν κινδυνεύει να γίνει αντικείμενο χλεύης ως το άκρον άωτον της διανοητικής αβελτηρίας στην εποχή μας.
H στοχαστική διάθεση σε καιρούς αβεβαιότητας, κρίσεων και αλλαγών προϋποθέτει, όμως, περίσκεψη, υπομονή κι επιμονή. Προτείνω την κριτική υπόθεση ότι, στη συγχρονία μας, το «ανοσολογικό» παράδειγμα αναβιώνει, ενδυναμώνεται και μεταλλάσσεται σε συνθήκες που διακατέχονται από την κοινωνική κούραση και το «κάψιμο» στα οποία στέκεται ο Χαν. Έτσι η άνοδος της ξενοφοβικής, συντηρητικής και αυταρχικής Δεξιάς ερμηνεύεται ως αντιδραστική επάνοδος ανοσολογικών σχημάτων στις ιστορικές περιστάσεις της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας. Σε αυτή τη συνθήκη έχει διαλυθεί εν πολλοίς ο «ορίζοντας των προσδοκιών» της προόδου, της χειραφέτησης και της συλλογικής ευημερίας. Παράλληλα, ένας συστηματικός κυβερνητικός αυταρχισμός καλλιεργεί αντίστοιχες κοινωνικές έξεις υποταγής στον ισχυρότερο και επιθετικότητας προς τον πιο αδύναμο -τα διακριτικά γνωρίσματα της διαβόητης «αυταρχικής προσωπικότητας» όπως τη σκιαγράφησε ο Adorno (1950).
Η αυταρχική τροπή των νεοφιλελεύθερων καθεστώτων
Οι χρηματοπιστωτικές και ευρύτερες οικονομικές και πολιτικές αναταράξεις της τελευταίας δεκαπενταετίας δεν διασάλευσαν ριζικά την παγκόσμια αρχή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού (Crouch 2011). Ωστόσο, τη μετέστρεψαν και εν μέρει την αναμόρφωσαν με τις αυταρχικές εκ-τροπές που της προσέδωσαν.
Μια πρώτη, αυταρχική στροφή των νεοφιλελεύθερων μεταδημοκρατιών επέρχεται ως άμεση συνέπεια της χρηματοοικονομικής κρίσης από το 2008 και εξής, η οποία σάρωσε το σαθρό υπόβαθρο μιας πλαστής ευημερίας -ή υπόσχεσης ευημερίας- της μεσαίας τάξης. Η μεσαία τάξη διαμαρτύρεται, εξοργίζεται και ξεσηκώνεται, με χαρακτηριστική ένταση κατά την περίοδο 2010-2012. Η διάσωση του καθεστώτος ενώπιον της κατάρρευσης της κοινωνικής συναίνεσης επιχειρείται τότε με πολιτικές βίας και καταστολής από τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές και οικονομικές ελίτ, οι οποίες βλέπουν την κρίση ως ευκαιρία για περαιτέρω αναδιανομή προς τα πάνω, ή παραμένουν απλώς στρατευμένες στο νεοφιλελεύθερο δόγμα ή δέχονται συντριπτικές πιέσεις από τις χρηματαγορές και οργανωμένα εταιρικά συμφέροντα, εγχώρια και διεθνή (Crouch 2011• 2020).
Σε ένα επόμενο στάδιο, μετά το απόγειο των χρηματοπιστωτικών κλυδωνισμών και των πολιτικών λιτότητας που ξεκινούν το 2008, οι προοπτικές αποκατάστασης των υλικών βάσεων της συναίνεσης εκλείπουν σε μια διαδικασία «κανονικοποίησης» της κρίσης. Εισερχόμαστε έτσι σε μια δεύτερη φάση κλιμάκωσης της αντιδραστικής διολίσθησης όταν οι νεοφιλελεύθερες ηγεσίες αρχίζουν να συγκλίνουν με το αυταρχικό πνεύμα της ξενοφοβικής, εθνικιστικής και αντι-δικαιωματικής Ακροδεξιάς. Με διαφορετικούς τρόπους, προελεύσεις και πορείες, περιπτώσεις όπως ο Βίκτορ Όρμπαν, ο Ντόναλντ Τραμπ και ο Κυριάκος Μητσοτάκης ενσαρκώνουν αυτή τη συστράτευση και το εγχείρημα εξασφάλισης μερίδων κοινωνικής αποδοχής με την ικανοποίηση των ηθών και των λογικών των πιο αντιδραστικών πολιτικών ρευμάτων (Crouch 2020: 143).
Απότοκο αυτής της συμπόρευσης είναι ένα σκαιό μείγμα πολιτικών όπου η πλειοδοσία υπέρ του μεγάλου πλούτου και ισχυρών επιχειρηματικών συμφερόντων από ένα «οργανικά» ενσωματωμένο ή διεφθαρμένο πολιτικό προσωπικό συνδυάζεται με την υπονόμευση τυπικών φιλελεύθερων θεσμών (παρεμβάσεις στη δικαιοσύνη, κράτος κατασκόπευσης και «υποκλοπών», έλεγχος των μέσων μαζικής ενημέρωσης κ.α.), τη διάβρωση δικαιωμάτων των γυναικών και μειονοτήτων, την υπεράσπιση της παραδοσιακής οικογένειας και της πατριαρχίας, τις εθνικιστικές κορώνες και τον φονικό πόλεμο κατά των μεταναστών/τριών. Οι επιθέσεις εναντίον των μουσουλμάνων, μεταναστών/τριών, φεμινιστριών, ΛΟΑΤΚΙ+, δικαιωματιστών, ακτιβιστών και πολιτικών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής -των «εχθρών» της πατρίδας, της ορθοδοξίας, της φυλής και του έθνους- εκδηλώνουν την υπαρκτή κοινωνική δυσφορία και τους κοινωνικο-οικονομικούς ανταγωνισμούς, μετατοπίζοντάς τους από το μεγάλο κεφάλαιο και τις ηγεμονικές δυνάμεις προς εξιλαστήρια θύματα που εμφανίζονται λιγότερο ισχυρά. Με αυτή τη σύγκλιση, ένας κυβερνητικός αυταρχισμός που υποσκάπτει πυρηνικά στοιχεία του φιλελεύθερου δημοκρατικού συνταγματισμού καθίσταται «κυρίαρχο ρεύμα» και κοινός τόπος (Katsambekis 2023), με τον οποίο εξοικειώνονται καθημερινά οι πολίτες ώστε να αμβλύνονται τα αντανακλαστικά και οι πολιτικές αντιδράσεις τους.
Σε ένα τρίτο, πλέον πρόσφατο επεισόδιο επίτασης του δεσποτισμού, η διαχείριση της πανδημικής κρίσης τα έτη 2020-2022 σημαδεύεται από την εκ νέου επιτέλεση των κατεξοχήν αυταρχικών πολιτικών της «κατάστασης εξαίρεσης». Εδώ η αναστολή ενός βασικού πλέγματος ελευθεριών και η υπερσυγκέντρωση εξουσιών στο εκτελεστικό επίπεδο συνοδεύονται από αυξημένη αστυνόμευση, περίφραξη, εγκλεισμό και καταστολή. Η επανάληψη της κατασταλτικής κυβερνολογικής της εξαίρεσης την εμπεδώνει περαιτέρω ως οικεία και καθημερινή, ένα «αυτονόητο» των καιρών μας.
Κατά την τελευταία δεκαπενταετία, λοιπόν, η κατ’επανάληψη εφαρμογή πρακτικών εκτελεστικού αυταρχισμού, αστυνομοκρατικής καταστολής και βιοεξουσίας πάνω σε σώματα που απογυμνώνονται από δικαιώματα και πολιτική ισχύ εγγράφει βαθύτερα αυτές τις πρακτικές και τις λογικές τους στα σώματα των πολλών. Ριζώνει τον φόβο και το αίσθημα αδυναμίας. Παθητικοποιεί τα πλήθη και εγκαθιδρύει μια κανονικότητα υποταγής, βίας και εξουσιαστικής επιβεβαίωσης. Η κοινοτοπία της αντιδημοκρατικής διακυβέρνησης εδραιώνεται περαιτέρω με τη διάχυσή της σε καθημερινές κυβερνητικές πρακτικές που παραβιάζουν θεμελιώδεις κανόνες του φιλελεύθερου δημοκρατικού συντάγματος, ελέγχοντας την ελευθερία του τύπου, καταπατώντας το απόρρητο των επικοινωνιών, ασκώντας μια συστηματική και θανατηφόρα βία κατά των μεταναστών/ριών με «επαναπροωθήσεις» και καταβυθίσεις πλοίων, παρεμβαίνοντας στην ανεξάρτητη δικαιοσύνη, διώκοντας πολιτικούς αντιπάλους.
Η αντίδραση «από τα κάτω»: απαισιόδοξη νοσταλγία και «έλλειψη του είναι»
Η πιο ζοφερή, ωστόσο, εξέλιξη είναι ότι η οξυμένη αυταρχική ροπή σχηματίζει κυκλώματα αλληλοτροφοδότησης με έναν εξαπλωνόμενο αντιδραστικό αυταρχισμό «από τα κάτω», ο οποίος διαχέεται στην καθημερινότητα της ρατσιστικής και πατριαρχικής βίας, σε εθνικιστικές και ξενοφοβικές κινητοποιήσεις, σε οργανωμένες αντιφεμινιστικές δράσεις, αλλά και στην εκλογική εκτίναξη πολύτροπων ακροδεξιών μορφωμάτων.
Έτσι, τα τελευταία δέκα χρόνια, και στα δύο επίπεδα της κρατικής θεσμικής εξουσίας και της κοινωνίας των πολιτών, τα ανοσολογικά σχήματα πολιτικής λογικής και κινητοποίησης όχι απλώς δεν υποχωρούν αλλά ανακάμπτουν, διαδίδονται και μεταμορφώνονται, αποκτώντας μεταξύ άλλων τα καλούπια και τις διεθνείς δικτυώσεις της alt-right.
Στη σύγχρονη διερεύνηση των οπισθοδρομικών κινήσεων, κοινή είναι ακριβώς η διαπίστωση ότι αυτές υποθάλπονται από το γενικευμένο αίσθημα επισφάλειας που γεννούν οι επικίνδυνες «πολυ-κρίσεις» του εικοστού πρώτου αιώνα -οικονομική, κλιματική, τεχνολογική, μεταναστευτική, εν τέλει υπαρξιακή- και διογκώνουν εκρηκτικά τα βιώματα του αδιεξόδου, της αδυναμίας και της διάλυσης του κοινωνικού ιστού. Αυτά τα βιώματα ή συναισθήματα τα προξενούν αλληλένδετοι συστημικοί παράγοντες: ένα καπιταλιστικό καθεστώς σχετικής ή απόλυτης αποστέρησης, όπου οι κρατούσες πολιτικές και οικονομικές δυνάμεις εξοβελίζουν τις προοπτικές ανόρθωσης για την κοινωνική πλειοψηφία ενώ αυξάνουν εκθετικά τις ανισότητες προς όφελος ολίγων, μετατρέποντας τον καθημερινό βίο των πολλών σε αγώνα επιβίωσης στη ζούγκλα• το μέγεθος των καταστροφικών φυσικών φαινομένων• η ανεξέλεγκτη περιπλοκότητα των παγκόσμιων δεσμών και διαδράσεων• τεχνολογικές καινοτομίες με άγνωστες συνέπειες και μεγάλη απόσταση από τον κοινό νου και τη διαφανή δημοκρατική ρύθμιση (Crouch 2020, Mouffe 2022, Τραβέρσο 2017, Gerbaudo 2021, Dyer-Witheford κ.α. 2019).
Ο Κόλιν Κράουτς (2020: 91-92, 96), μεταξύ άλλων, προτείνει το επιχείρημα ότι μια «απαισιόδοξη νοσταλγία» διακατέχει τα ξενοφοβικά ακροδεξιά κόμματα και ευρύτερα τον «δεξιό λαϊκισμό» που αποτελεί την ταχύτερα αναπτυσσόμενη μορφή πολιτικής στις ημέρες μας. Έχει εξαπλωθεί από τη Βραζιλία και τις ΗΠΑ ως την Ινδία, τη Ρωσία, την Ιταλία, τα Βαλκάνια και την Τουρκία, ενώ βρίσκει μεγάλη απήχηση και στις σκανδιναβικές χώρες και τη Γερμανία. Στη διάγνωσή του, η πολιτικοποιημένη απαισιόδοξη νοσταλγία είναι το ψυχοδιανοητικό σχήμα που διαπνέει τις ανοσολογικές αντιδράσεις του κλεισίματος στον εαυτό, της συντήρησης και της οπισθοδρόμησης.
Η νοσταλγία αφορά ένα πραγματικό ή φαντασιακό καλύτερο παρελθόν που έχει χαθεί. Η απαισιοδοξία αναφέρεται στην απουσία μιας ελπίδας ότι το μέλλον που διαγράφεται θα είναι καλύτερο. Ο απαισιόδοξος χρωματισμός της νοσταλγίας για όσα εξαφανίστηκαν ή απειλούνται, και η πολιτικοποίηση της απαισιόδοξης νοσταλγίας από συντηρητικά πολιτικά ρεύματα τροφοδοτούν τις συλλογικές πολιτικές διαθέσεις της αμυντικότητας, του αποκλεισμού και της βίας κατά των εντοπιζόμενων «εισβολέων». Τα συντηρητικά κινήματα και οι πολιτικοί παράγοντες της «νέας» Ακροδεξιάς κατασκευάζουν πολιτικά τη νοσταλγία ως ένα «παιχνίδι μηδενικού αθροίσματος» όπου ο χώρος για τον λαό μας συρρικνώνεται. Πρέπει λοιπόν να υπερασπιστούμε τον ζωτικό μας χώρο απέναντι στους θεωρούμενους εισβολείς, μεταξύ άλλων, σήμερα, τις μετανάστριες/τριες, διεθνείς θεσμούς, παγκόσμιες οικονομικές δυνάμεις, αλλά και γυναίκες και ΛΟΑΤΚΙ+ που στρέφονται κατά της παραδοσιακής αρρενωπότητας. Οι «εχθροί» αυτοί γίνονται τα αντικείμενα της μνησίκακης οργής των απαισιόδοξων νοσταλγών, μιας οργής που είναι κτητική και επιθετική απέναντι σε όσους κατηγορούνται ότι στερούν από τον λαό την ευτυχισμένη ζωή του παρελθόντος.
Για την ώρα, ωστόσο, οι πιο βίαιες πτέρυγες της δεξιάς αντεπίθεσης που επιζητούν στην πράξη τη φυσική εξόντωση των εχθρών παραμένουν στο περιθώριο. Αυτό διακρίνει ακόμη τις σύγχρονες εκδοχές της πολιτικοποιημένης απαισιόδοξης νοσταλγίας και αντίδρασης από τους φασισμούς του μεσοπολέμου (Crouch 2020: 99, Traverso 2017).
Μια κρίσιμη μήτρα αυτής της αυταρχικής συντηρητικής ροπής των καιρών μας φαίνεται ότι είναι η ιστορική περίσταση που ο Χαν περιγράφει ως «έλλειψη του είναι», η σύγχρονη απώλεια της πίστης. H ανθρώπινη ζωή καθίσταται φευγαλέα, χωρίς διάρκεια ή ουσία, ο κόσμος «αποαφηγηματοποιείται», ο βίος κενώνεται από νοήματα (Ηan 2015: 18-19). Έτσι, το ερώτημα είναι αν οι «μετα-βιομηχανικές, μετα-θρησκευτικές, μετα-νεωτερικές κοινωνίες είναι ικανές να παραγάγουν σταθερά εδραιωμένες ταυτότητες, ή είμαστε τώρα καταδικασμένοι να είμαστε μάζες χαλαρά συνδεδεμένων ατόμων που περιδινούνται από ριπές προξενώντας σύγχυση;» (Crouch 2020: 117)
Η απαισιόδοξη νοσταλγία απαντά με την ασυμβίβαστη προσήλωση στο έθνος και την εθνότητα, η οποία διαπλέκεται πυκνά με άλλες μορφές κοινωνικού συντηρητισμού. Στην άλλη όχθη, Αριστερά και κέντρο αδυνατούν να οικοδομήσουν ανάλογα ισχυρές ταυτίσεις θεμελιωμένες σε υπαρκτές και εμπεδωμένες κοινωνικές ταυτότητες (Crouch 2020: 117).
Η εθνική είναι η μόνη ίσως συλλογική ταυτότητα που αναπαράγεται και αναμοχλεύεται συστηματικά από τα νεοφιλελεύθερα καθεστώτα, εξασφαλίζοντας έτσι ηγεμονική εμβέλεια. Η πρόσδεση στο έρμα της εθνικής ταυτότητας, που είναι στενά συνυφασμένη με πατριαρχικές δομές και άλλες νησίδες ιεραρχικών παραδόσεων, θρησκευτικών και μη, υποθάλπει μια απατηλή αίσθηση βεβαιότητας, ασφάλειας του οικείου, μέσα σε μια χαοτική, ρευστή και επικίνδυνη παγκοσμιότητα. Παρέχει έτσι ακριβώς ένα κέλυφος, μια πυξίδα αλλά και ίχνη νοήματος και υπαρξιακής αξίας στον «αποαφηγηματοποιημένο» κόσμο που σκιαγραφεί ο Χαν, δηλαδή ένα κόσμο χωρίς περιεκτικές, εδραίες και ζωντανές αφηγήσεις που να νοηματοδοτούν και να εγγυώνται τον βίο των πολλών.
Ήδη από τον δέκατο όγδοο αιώνα με τον Διαφωτισμό, την Αμερικανική και τη Γαλλική Επανάσταση, και μαζικότερα κατά τον δέκατο ένατο και τον εικοστό αιώνα, η θεολογική και η παραδοσιακή θεμελίωση του κόσμου αντικαθίστανται από νέους ορίζοντες νοήματος και ελπίδας: την Πρόοδο, τη χειραφέτηση, τη συλλογική ελευθερία και ευημερία που θα έφερναν οι επαναστατικές ρήξεις με το Παλιό Καθεστώς ή σταδιακές μεταρρυθμίσεις και βελτιώσεις σε κοινωνίες βιομηχανικής και επιστημονικής ανάπτυξης. Αυτές οι νέες, κατεξοχήν νεωτερικές, ορίζουσες σημασίας και ελπίδας εξαρθρώθηκαν τις τελευταίες δεκαετίες, αφήνοντας πίσω τους κόσμους ισοπεδωμένους, κενούς και ζοφερούς. Όπως το αποτυπώνει ο Έντσο Τραβέρσο: «Σήμερα…δεν υπάρχει πια «ορίζοντας προσμονής», για να παραφράσουμε τον ιστορικό Ράινχαρντ Κοζέλεκ …Οι ουτοπίες εξαφανίστηκαν ενώ η ίδια η έννοια της ουτοπίας δεν έχει πια μεγάλη υπόληψη.
Σε αυτό ακριβώς το ιστορικό τοπίο της εξάχνωσης της ελπίδας και των νοημάτων, «οι ριζοσπαστικές Δεξιές… αποτελούν υποκατάσταση των εξαφανισμένων ουτοπιών. Δεν πρόκειται όμως για νέες ουτοπίες αλλά ακριβώς για χλωμά αντίγραφα.. καθώς οραματίζονται μια επιστροφή στο παρελθόν: οι Ακροδεξιές απορρίπτουν την παγκοσμιοποίηση για να αποκαταστήσουν τα κλειστά εθνικά σύνορα και μια στενόμυαλη αντίληψη εθνικής κυριαρχίας, με…την επιστροφή στον προστατευτισμό και τον αποκλεισμό των μεταναστών» (Traverso, 2017: 136-7)
Προφανώς, το έθνος-κράτος δεν αποτελεί μόνον μια πηγή νοήματος αλλά και μια οριοθετημένη και περιφρουρούμενη επικράτεια, η οποία βιώνεται ως το πρώτο και κύριο οχυρό συλλογικής προφύλαξης απέναντι στους έξωθεν και έσωθεν κινδύνους.
Μαζί με τον εθνικισμό και πέραν αυτού, οι διαθέσεις και οι δυνάμεις της αυταρχικής παραδοσιοκρατίας κάθε άλλο παρά καινούριες είναι στη νεωτερικότητα. Κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις των τελευταίων δεκαετιών, ωστόσο, τις έφεραν ξανά στο προσκήνιο. Κατά τον Κράουτς (Crouch, 2020: 132), από τη Γαλλική Επανάσταση και εξής αναφύονται δύο κύριοι άξονες πολιτικής αντιπαράθεσης στις νεωτερικές κοινωνίες: ο ανταγωνισμός ανάμεσα στον παραδοσιακό συντηρητισμό και τον φιλελεύθερο ορθολογισμό, από τη μία, και η αντιπαράθεση γύρω από τις οικονομικές ανισότητες, από την άλλη. Στο δεύτερο, κυρίως, μισό του εικοστού αιώνα, στις μαζικές δημοκρατίες με οργανωμένα εργατικά συνδικάτα και κράτος πρόνοιας, οι ανταγωνισμοί γύρω από ζητήματα αναδιανομής του πλούτου προεξάρχουν. Ωστόσο, με τη μετάβαση στη νεοφιλελεύθερη ηγεμονία, την αποσάθρωση του εργατικού κινήματος, τη συρρίκνωση του κράτους πρόνοιας και την κυριαρχία των χρηματαγορών και των μεγάλων εταιριών, οι πολιτικές της αναδιανομής υποχωρούν και ο πρώτος άξονας αναδύεται με αυξημένη ένταση. Αυτήν την ένταση υποδαυλίζουν οι αυξημένες μεταναστευτικές ροές και τα αισθήματα απώλειας της εθνικής κυριαρχίας που γεννά η παγκοσμιοποίηση, με αποτέλεσμα να οξύνονται οι φωνές και οι διεκδικήσεις γύρω από τις απειλούμενες εθνικές ταυτότητες.
Η απαισιόδοξη νοσταλγία, η μνησικακία και η ανασφάλεια που εκτρέφουν τη συντηρητική περιχαράκωση και την επιθετικότητα προς το «άλλο» βρίσκουν έτσι πρόσφορο έδαφος σε πλατιά και ετερογενή στρώματα των σύγχρονων κοινωνιών, τα οποία έχουν ως κοινό υπόβαθρο το γεγονός ότι ταλανίζονται από τις πραγματικότητες ή τη διαισθανόμενη απειλή της βιοτικής κατάπτωσης, υλικής ή και πολιτιστικής. Μεταξύ άλλων, η μνησίκακη απαισιοδοξία διαπερνά στρώματα εργαζομένων που επιδιώκουν να προασπίσουν δεδομένες ή παλιότερες θέσεις τους. Αυτό συμβαίνει με τμήματα της βιομηχανικής εργατικής τάξης, όσα επιβιώνουν μετά την παγκοσμιοποίηση και την αυτοματοποίηση, που νιώθουν να έχουν εγκαταλειφθεί από τις παρατάξεις του νεοφιλελεύθερου Κέντρου και της Αριστεράς και αναζητούν ερείσματα στις δυνάμεις του συντηρητικού εθνικισμού. Η απαισιόδοξη νοσταλγία διαποτίζει επίσης ελεύθερους επαγγελματίες που ταλανίζονται από ανασφάλεια σχετικά με τη διάσωση των μικρών τους επιχειρήσεων ή την απαξίωση των δεξιοτήτων τους στο περιβάλλον του παγκόσμιου ψηφιακού καπιταλισμού. Διακατέχει ομοίως μερίδες της μεσαίας τάξης που φτώχυναν απότομα και έχουν χάσει την προσδοκία των καλύτερων ημερών (Gerbaudo 2021: 146-147). Αναφύεται ακόμη σε πλουσιότερες και προνομιούχους τάξεις, σε χώρες με ισχυρά ξενοφοβικά κινήματα όπως οι σκανδιναβικές, η Ολλανδία και η Αυστρία, που νιώθουν ότι κινδυνεύουν να απωλέσουν προνόμια ή ότι διακυβεύεται ο εθνικός τρόπος ζωής τους (Crouch 2020: 97, 135).
Η διάθεση της αυταρχικής περιχαράκωσης διαπνέει, τέλος, συντηρητικές μειονότητες που αναζητούν τις βεβαιότητες του οικείου απέναντι σε ραγδαίες ιστορικές αλλαγές, ή ομάδες που δυσφορούσαν από παλιότερα για τις πολιτισμικές προόδους στα θέματα του φύλου, της σεξουαλικότητας, του κοινωνικού ρόλου της θρησκείας, της βίας και των μειονοτήτων (Crouch 2020: 133-138, Norris & Inglehart 2019). Στη μεταπολεμική περίοδο, τα παραδοσιοκρατικά κοινωνικά ρεύματα αναχαιτίζονταν από το ισχυρό ανάχωμα που ύψωνε η εγγύηση μιας βασικής οικονομικής και κοινωνικής ασφάλειας. Αυτό το φράγμα έσπασε με την κατίσχυση του νεοφιλελευθερισμού και, κυρίως, με τις πολιτικές λιτότητας που κατίσχυσαν μετά τη χρηματοπιστωτική κρίση. Έτσι τα νερά του παραδοσιακού συντηρητισμού, φουσκωμένα από μνησικακία για την περιθωριοποίησή τους επί δεκαετίες, ξεχύθηκαν ορμητικά.
Σε πρόσφατες εμπειρικές μελέτες της κοινής γνώμης, η νέα συνάρθρωση του πολιτισμικού άξονα με τον οικονομικό έχει αποδοθεί ως «δέσμη στάσεων βασισμένη στην ασφάλεια» (Malka κ.α. 2022, Johnston κ.α. 2017). Eδώ το αίσθημα της ανασφάλειας ή της εχθρότητας απέναντι στις πολιτισμικές αλλαγές συναντά την οικονομική στέρηση ή την επισφάλεια ή μια φοβία για την απώλεια προνομίων που κάνει τα κοινωνικά υποκείμενα να αποζητάνε προστασία από το κράτος και κυβερνητικό παρεμβατισμό. Αυτό το σύμπλεγμα επιθυμιών για πολιτιστική και οικονομική ασφάλεια είναι το πιο ευεπίφορο στις αυταρχικές πολιτικές που υπόσχονται να το ικανοποιήσουν. Από εδώ αντλούν κρίσιμες μάζες της πελατείας τους οι ηγέτες της παλιάς και νέας Ακροδεξιάς που κηρύσσουν την προστασία και στα δύο μέτωπα, προβάλλοντας τα φαινομενικά αποτελεσματικά μέσα του κυβερνητικού αυταρχισμού (Malka κ.α. 2022, Johnston κ.α. 2017).
Σε ένα από τα πιο εύγλωττα παραδείγματα του νέου φαιού μετώπου, στο δημοφιλές Εθνικό Μέτωπο της Μαρίν Λεπέν, ο άξονας του αντιδραστικού προστατευτισμού, «εθνικισμός ενάντια στην παγκοσμιοποίηση, προστατευτισμός και εθνική αναδίπλωση» παντρεύει χαρακτηριστικά την επαγγελία της προστασίας και της ασφάλειας με τον «αυταρχισμό…μια ισχυρή και αυταρχική κυβέρνηση» (Τραβέρσο 2017: 36).
Στα δεξιά άκρα, η υπόσχεση της οικονομικής «ασφάλειας» δεν αρθρώνεται, φυσικά, με όρους εξισωτικής αναδιανομής και κοινωνικής δικαιοσύνης αλλά με τη λογική του εθνικού πρωτείου/προνομίου έναντι των «ξένων» και των μειονοτήτων. Αυτή ακριβώς η ακροδεξιά κατασκευή των υλικών αιτημάτων κερδίζει σήμερα μεγαλύτερο έδαφος σε ψηφοφόρους οι οποίοι, παρά τον ενδεχόμενο πολιτισμικό συντηρητισμό ή και εθνικισμό τους, θα έκλιναν παλιότερα προς τα αριστερά, τα σοσιαλδημοκρατικά ή και τα κομμουνιστικά κόμματα, λόγω ακριβώς των πολιτικών της αναδιανομής υπέρ των πολλών. Από τη στιγμή που η Κεντροαριστερά και η Αριστερά εγκατέλειψαν τις πολιτικές της αναδιανομής και της κοινωνικής δικαιοσύνης ή αδυνατούν να τις εφαρμόσουν στην επικράτεια της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας, τα συντηρητικότερα σώματα της κοινωνίας στρέφονται τώρα προς πολιτικούς χώρους που εκφράζουν τη διπλή διάθεση κοινωνικού συντηρητισμού και οικονομικού προστατευτισμού. Την ίδια ώρα, η Αριστερά και η Κεντροαριστερά διακρίνονται σήμερα κυρίως στην πολιτική τους ταυτότητα από τον δικαιωματισμό, τον διεθνισμό και την ανοικτότητα που αποστρέφονται αυτά τα σώματα.
Δημιουργικές υπερβάσεις
Η πολιτική απόκριση από τις δυνάμεις της ισότητας, της συλλογικής χειραφέτησης και της ισοελευθερίας, δεν είναι σκόπιμο να διαμορφωθεί κυρίως με όρους αντίδρασης στην αντίδραση, καθοριζόμενη έτσι από το πλαίσιο, τη λογική και τους φραγμούς του αντιπάλου. Το ζητούμενο δεν είναι μόνον η αποτελεσματική απόκρουση αλλά μια νίκη που υπερχειλίζει τον μαύρο ορίζοντα της συντηρητικής αναδίπλωσης και επιφέρει ριζικούς προοδευτικούς μετασχηματισμούς -μια νέα ηγεμονία των πολλών που θα εμπεδώνει και θα βαθαίνει τις ελευθερίες στη βάση της ισότητας. Αλλά κάτι τέτοιο απαιτεί, επίσης, την αναμέτρηση με τις ιστορικές κρίσεις και προκλήσεις στις οποίες αποκρίνεται και η αυταρχική στροφή.
Η εξάπλωση πειστικών και ελκυστικών αφηγήσεων χειραφέτησης και ανάτασης, που θα δίνουν ξανά νόημα ζωής προτάσσοντας τον πλανήτη, τους ανθρώπους, την αλληλεγγύη, τις ελευθερίες και την ευζωία όλων, είναι το ζητούμενο στις σύγχρονες περιστάσεις του αποπροσανατολισμού, της κενότητας και της απαισιοδοξίας. Η πράξη που δημιουργεί εδώ και τώρα άλλες μορφές οργάνωσης και κοινωνικών δεσμών, κόσμους καλής, ισότιμης, αλληλέγγυας κι ελεύθερης ζωής στις κοινωνικές σχέσεις, το περιβάλλον, την παιδεία, την οικονομία, τον πολιτισμό, την φροντίδα, την υγεία κ.ο.κ. είναι εξίσου ζωτική. Όχι μόνο για την κάλυψη άμεσων αναγκών και την αντιμετώπιση κινδύνων και καταστροφών, αλλά και για την ανάκτηση της αξιοπιστίας και της ελπίδας μέσα από τα έργα που καταδεικνύουν χειροπιαστά ότι καλύτεροι κόσμοι είναι δυνατοί. Και ασφαλώς, ακόμη και αν σε δεδομένες συγκυρίες οι αντι-ηγεμονικές παρεμβάσεις στο κεντρικό πολιτικό σύστημα είναι ατελέσφορες, ο συνδυασμός πολύμορφων δράσεων αντίστασης με πιέσεις και δραστηριοποίηση σε υπάρχοντες θεσμούς -στην τοπική αυτοδιοίκηση, στους χώρους εργασίας και τα συνδικάτα, στην υγεία και την παιδεία, σε τοπικές πρωτοβουλίες πολιτών και στις καθημερινές σχέσεις- κτίζει αναχώματα και οικοδομεί τα θεμέλια και τις δυναμικές για μια ευρύτερη αντι-ηγεμονική στρατηγική, για μια κοινωνική επικράτηση και αλλαγή που θα απορρέει από τη δημοκρατική αυτοδιεύθυνση των πολλών.
Σε αυτό το απαιτητικό και κοπιώδες συλλογικό εγχείρημα, με την ακανόνιστη πορεία, τις στάσεις, τα άλματα και τα μπρος-πίσω, το όραμα του μετασχηματισμού που γίνεται δημιουργική πράξη ισότητας και ελευθερίας εδώ και τώρα θα είναι η κινητήριος δύναμη που προσφέρει χαρά, νόημα και ισχύ στα πρόσωπα που συμπράττουν, αλλά και καλλιεργεί ευρύτερα τον πολιτικό πολιτισμό της καλής κι ελεύθερης ζωής από κοινού.
Βιβλιογραφία
Adorno, T., Frenkel-Brunswik, E., Levinson, D., Sanford, N. (1950) The authoritarian personality, Harper &h brothers.
Crouch, C. (2020) Post-Democracy After the Crises, Cambridge: Polity.
Gerbaudo, P. (2021) The Great Recoil. Politics after Populism and the Pandemic, Λονδίνο & Nέα Υόρκη: Verso.
Han, B.-C. (2015) The Burnout Society, trans. E. Butler, Stanford:
stanford briefs
Johnston, C. D., Lavine, H. G., Federico, C. M. (2017) Open versus
closed: Personality, identity, and the politics of redistribution,
Cambridge: Cambridge University Press.
Katsambekis, G. (2023) ‘Mainstreaming Authoritarianism,’ The Political Quarterly, 94 (3): 428-436.
Malka, A., Lelkes, Y., Bakker, B. N., Spivack, E. (2022) ‘Who is open
to authoritarian governance within western democracies?,’
Perspectives on politics, 20 (3): 808-827.
Mouffe, C. (2022) Towards a Green Democratic Revolution. Left Populism and the Power of Affects, London & New York: Verso.
Norris, P., Inglehart, R. (2019) Cultural Backlash: Trump, Brexit, and Authoritarian Populism, Cambridge: Cambridge University Press.
Traverso, E. (2017) Tα νέα πρόσωπα του φασισμού, μτφρ. Ν. Κούρκουλος,
Αθήνα: Εκδόσεις του Εικοστού Πρώτου.