Το σύντομο αυτό κείμενο με αφορμή τον θάνατο του Γιώργου Μπλάνα δεν είναι ένας αποχαιρετισμός, αλλά ένας χαιρετισμός. Γιατί ο Μπλάνας συγκαταλέγεται στους ποιητές που φεύγουν, αλλά δεν σωπαίνουν: «Κάποτε, κάπου, όμως: σε χρόνο καίριο, / σάμπως τα λόγια να ’χουν τον καιρό τους» (Νύχτα).

Υπήρξε μια από τις πιο σημαντικές ποιητικές φωνές της δεύτερης φάσης της μεταπολίτευσης, σπουδαίος μεταφραστής και κριτικός, με τη μετάφραση και την κριτική να αποτελούν γι’ αυτόν τροπικότητες της ποίησης. Ξεκινώντας από έναν ελεγειακό, υπαρξιακό λυρισμό, η ποίησή του βρήκε πολύ γρήγορα τον δρόμο της προς τη φιλοσοφία και την Ιστορία, συναίρεσε το προσωπικό με το συλλογικό, την ανθηρότητα με την έσχατη βία, όντας μαζί γνώση και αίσθημα, σε διαρκή αλληλοπεριχώρηση, λόγος - διάλογος. Αυτός ο διάλογος διεξάγεται ήδη στο επίπεδο της λέξης, η οποία στο έργο του είναι, κατά τον ορισμό του Μπαχτίν, ένα θεατρικό έργο με τρία πρόσωπα, το ποιητικό υποκείμενο, τον αποδέκτη και όλες τις άλλες φωνές που την διαμόρφωσαν, κοινωνικά και κειμενικά, πριν την μιλήσει ο ίδιος. Και συνεχίζεται κλιμακωτά, στην ενσώματη, θεατρική προφορικότητα που τη χαρακτηρίζει, στις εικόνες και στη ρυθμική αγωγή, στο κοσμοείδωλο που τη συνέχει. Είναι ένας διάλογος που συναντά τη διαλεκτική στη σκηνή των εγκοσμίων που οικοδομεί η ποίησή του, όπου ο άνθρωπος, μέσα στην Ιστορία, διαπραγματεύεται ξανά και ξανά την ύπαρξή του και το νόημα του κόσμου.

Στην ποίησή του Γιώργου Μπλάνα νιώθει κανείς την πνοή των μεγάλων της ελληνικής και της παγκόσμιας ποίησης, σε όλο το χρονικό τους ανάπτυγμα, στην πνοή, στη λέξη, στον ρυθμό, στο άπλωμα και το κόψιμο του στίχου, στα θραύσματα των εικόνων. Αφουγκράζεται μέσα από ψίθυρους και κραυγές τον κοινό λόγο. Πάντα όμως μέσα από τη δική του φωνή, με το απαραγνώριστο μέταλλό της, την ταγμένη να υπηρετεί μια εγκόσμια ποιητική επίγνωσης του πρωτεϊκού κακού, της τραγικότητας της ύπαρξης και της Ιστορίας, μια ποιητική οδύνης αλλά και βαθιάς πίστης στη γλώσσα, «Γλώσσα γλυκιά, / σαν κεράσι γλυκόξινο στη γλώσσα μου. / Πώς να ξεχάσει η γλώσσα τα χαμένα αίματά της;» («Στασιωτικό 48»)· στην ποίηση, κι ας την αμφισβητεί, «Τράβα, ποίηση, επιτέλους. / Εδώ ο κόσμος καίγεται κι εσύ ανορθογραφείς / το αλφαβητάρι των ουράνιων ψευδών / στη ζωντανή επιφάνεια των ανθρώπινων περγαμηνών. / Πέθανες, πέθανες. Τέλειωσες» («Στασιωτικό 18»)· στην άνοιξη, που έρχεται πάντα («Αγίου Οκάτη ανήμερα: μια ελληνική φαντασία»):

«Στέφανος: […] Τι γιορτάζουμε σήμερα είπαμε;

Οκάτης: Το αιφνίδιο τέλος του χειμώνα.

Στέφανος: Τον ερχομό της άνοιξης;

Κωνσταντίνος: Τον ερχομό μιας ακόμα άνοιξης.

Θύμιος: Λίγο δεν είναι!

Οκάτης: Ούτε ασήμαντο!»

Εκπρόσωπος της κατά Αλέν Μπαντιού εποχής των ποιητών, λαϊκός ποιητής που μίλησε απλά για τα δύσκολα, οργανικός διανοούμενος που δεν φοβήθηκε τις συγκρούσεις, ο Γιώργος Μπλάνας έλεγε στο Τερατούργημα: «Εν πάση περιπτώσει, έχω γερό στομάχι. / Κι έτσι πρέπει». «Όμως ήσουν αυθαίρετος: μια φωτεινή τρέλα που έπρεπε να τελειώσει», του ανταπαντάμε, με τα δικά του λόγια για τον Καραϊσκάκη (Ωδή στον Καραΐσκάκη). Αλλά ο καίριος χρόνος είναι ήδη εδώ, του παρόντος και του μέλλοντος, τα λόγια σου έχουν ήδη τον καιρό τους.

 

Τιτίκα Δημητρούλια Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2025 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet