Ψηφίστηκαν οι αλλαγές στον ποινικό κώδικα και τον κώδικα ποινικής δικονομίας που προωθούν ένα αυταρχικό/τιμωρητικό δικονομικό πρότυπο
Το βράδυ της Πέμπτης 22 Φεβρουαρίου ψηφίστηκε από την κυβερνητική πλειοψηφία στη Βουλή το σχέδιο νόμου του υπουργείου Δικαιοσύνης για την «επιτάχυνση» και την «ποιοτική αναβάθμιση» της ποινικής δίκης και τον «εκσυγχρονισμό του νομοθετικού πλαισίου για την πρόληψη και την καταπολέμηση της ενδοοικογενειακής βίας». Μέχρι την ώρα που ολοκληρώνεται η παρούσα συνοπτική αποτίμηση των αντιπαραθέσεων που καθόρισαν το περιεχόμενο της συζήτησης σε ό,τι αφορά την ποινική δίκη, δεν έχει αναρτηθεί το τελικό κείμενο των σχετικών ρυθμίσεων, επομένως όσα ακολουθούν διατυπώνονται με επιφύλαξη ως προς το ενδεχόμενο κάποιες αλλαγές της τελευταίας στιγμής να τα επηρεάζουν.
Το ψηφισθέν νομοσχέδιο είχε άκρως διδακτικό περιεχόμενο ως προς την κυβερνητική αντίληψη για α) τη νομοθέτηση και μάλιστα την ποινική νομοθέτηση, β) τη σημασία των εγγυητικών ρυθμίσεων της ποινικής δικονομίας όσον αφορά την πρόσβαση των ανθρώπων στη δικαιοσύνη, τη θέση και τα δικαιώματα των παραγόντων της ποινικής δίκης, ιδίως των κατηγορουμένων αλλά και των θυμάτων και γ) την κεντρικότητα της ποινής κατά της ελευθερίας σε ό,τι αφορά τόσο το εύρος και τη συχνότητα των περιπτώσεων επιβολής και πραγματικής, εν όλω ή εν μέρει, έκτισής της όσο και τη διάρκεια της παραμονής των κρατουμένων στη φυλακή μέχρι τη μετάβασή τους στο καθεστώς της «δοκιμασίας εν ελευθερία» (υφ’ όρον απόλυση).
Διαζύγιο του νομοθέτη από την αντιμετώπιση του εγκληματικού φαινομένου
Βασικά χαρακτηριστικά της πρωτοβουλίας του νομοθέτη ήταν:
α) Η απαξίωση και απόρριψη κάθε επιστημονικής και επαγγελματικής συμβολής στη νομοπαρασκευαστική διαδικασία, με το απαράδεκτο και ολισθηρό σε μια αστική κοινοβουλευτική δημοκρατία επιχείρημα ότι αυτού του είδους η συμβολή εξυπηρετεί συμφέροντα, και μάλιστα τα συμφέροντα των εντολέων των δικηγόρων (σκέψη που, αν την επιστρέφαμε στον επισπεύδοντα υπουργό και τη νομοθετική εξουσία που εκπροσωπεί, θα είχαμε συμβάλει περισσότερο από αυτόν στην κατάλυση κάθε έννοιας κράτους δικαίου).
β) Η ταύτιση των διαδικαστικών και άλλων εγγυήσεων και δικλείδων που συνδέονται με τη δίκαιη δίκη, τη δικαστική ορθοκρισία, τη λαϊκή συμμετοχή στην απονομή της δικαιοσύνης και την υπεράσπιση των κατηγορουμένων, που ως γνωστόν τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους, με παρελκυστικές τακτικές και "δικομανία" που αποτελούν εμπόδια για την ταχεία πρόοδο της ποινικής δίκης και η συστηματική παράκαμψή τους υπέρ μιας δήθεν ποιοτικά αναβαθμισμένης, αλλά ουσιαστικά βιαστικής, διεκπεραιωτικής και ακριβής διαδικασίας. Περαιτέρω, είναι εμφανής η λαϊκιστικά επιτηδευμένη εξίσωση των συμφερόντων και των αναγκών των θυμάτων με την τιμωρία των δραστών, χωρίς μέριμνα για την ενίσχυση της θέσης των πρώτων εντός και εκτός της ποινικής διαδικασίας και η διαστρέβλωση των στοιχείων που αφορούν τη δικαιότητα της ποινικής δίκης και την αναζήτηση της ουσιαστικής αλήθειας που αποτελεί το αντικείμενό της, με την αδιαφορία για τα θύματα και την υποστήριξη των εγκληματιών.
γ) Η απόλυτη προτεραιοποίηση της στέρησης της ελευθερίας και της βίωσης του εγκλεισμού στη φυλακή ως ποινή και εμπειρία αποτελεί αποτρεπτική πανάκεια για κάθε είδους εγκληματική δραστηριότητα. Τούτο, δε, ανεξαρτήτως ποινικής απαξίας και χωρίς να συνεκτιμώνται οι κοινωνικοί όροι, οι σχέσεις και οι συνθήκες που επηρεάζουν και διαμορφώνουν κάθε εγκληματική πράξη ή να λαμβάνεται υπόψη ο πανθομολογούμενος στις εγκληματολογικές επιστήμες παραγωγικός και ενισχυτικός της εγκληματικότητας ρόλος της φυλακής, είτε αυτή χρησιμοποιείται για να προκαλέσει ένα ισχυρό, βραχείας διάρκειας συναισθηματικό πλήγμα στους δράστες αξιόποινων πράξεων (sharp short shock), είτε αποτελεί τον χώρο μακρόχρονης απομάκρυνσης των δραστών από το ευρύτερο κοινωνικό περιβάλλον και «αχρήστευσής» τους (incapacitation). Έτσι επικυρώνεται το διαζύγιο του νομοθέτη με τη γενική αρχή για την προσφυγή στη στερητική της ελευθερίας ποινή μόνο κατ' εξαίρεση, ως έσχατη επιλογή της έννομης τάξης (last resort), που εκφράζεται στους κανόνες των διεθνών οργανισμών (ΟΗΕ, Συμβούλιο της Ευρώπης) και τα πρότυπα ποινολογικής και σωφρονιστικής πολιτικής που υποστηρίζουν. Από αυτήν την εμμονή δεν εξαιρούνται ούτε οι ανήλικοι και οι νεαροί ενήλικες δράστες, για τους οποίους η διεθνής κοινότητα διακηρύσσει ότι ενδείκνυται μια κατ’ εξοχήν παιδαγωγική, μη τιμωρητική προσέγγιση με αντίστοιχα προσανατολισμένη, κατά κανόνα εξωιδρυματική μεταχείριση.
Περιφρόνηση βασικών παραδοχών ποινολογίας και σωφρονιστικής επιστήμης
Στο πλαίσιο αυτό, ο κεντρικός άξονας του νομοθετήματος περιλαμβάνει νέες ποινικές τυποποιήσεις και ευρύτερες ποινικές υποστάσεις σε ήδη εγκληματοποιημένες συμπεριφορές, παράκαμψη σταδίων της ποινικής διαδικασίας και εγγυητικά υποβαθμισμένη απλούστευσή της σε πολλές και σημαντικές ποινικές υποθέσεις, εισαγωγή αυστηρότερων ποινών σε επίπεδο νομοθετικής απειλής και δικαστικής επιμέτρησης και προβλέψεις για αυστηρότερη έκτισή τους υπό το πρίσμα πρόσθετων αξιολογικών κρίσεων βασισμένων στην αόριστη έννοια της επικινδυνότητας, αύξηση του κόστους προσφυγής στην ποινική δικαιοσύνη και διευκόλυνση των «εχόντων» και «κατεχόντων» να αποφεύγουν τις πλέον δυσμενείς συνέπειες της εμπλοκής τους με αυτήν. Η νέα νομοθέτηση αποτελεί έναν ακόμη κρίκο στην αλυσίδα της τιμωρητικότητας που κατασκευάζεται μετά την ποινική μεταρρύθμιση του 2019, σε μια συστηματική προσπάθεια αποδόμησης και ακύρωσής της. Η κατασταλτική τροπή της ποινικής δικαιοσύνης εντείνεται και επιβεβαιώνεται η απομάκρυνσή της από βασικές αρχές τόσο της καλής νομοθέτησης, όσο και του φιλελεύθερου ποινικού δικαίου, ουσιαστικού και δικονομικού, με περιφρόνηση βασικών παραδοχών της ποινολογίας και της σωφρονιστικής επιστήμης.
Πόσες νέες φυλακές;
Οι εκτεταμένες τροποποιήσεις των ποινικών κωδίκων βρίσκονται σε αξιακή δυσαρμονία με τις αρχές του δικονομικού συστήματος, αλλοιώνουν τη δομή και τη φιλελεύθερη φυσιογνωμία της ποινικής δίκης, παρακάμπτουν φάσεις της δικονομικής διαδικασίας, νοθεύουν την αρχή του φυσικού δικαστή, προσβάλλουν την αρχή της αμεσότητας και υποβαθμίζουν τη δικαστική ορθοκρισία, αποδυναμώνουν τη θέση του κατηγορουμένου, απαξιώνουν τον δικηγόρο-υπερασπιστή και προωθούν ένα αυταρχικό/τιμωρητικό δικονομικό πρότυπο. Η ίδια τάση εκδηλώνεται με μεγάλη ένταση και έμφαση και στο ουσιαστικό ποινικό δίκαιο, όπου εκτός από την μονότονη και αδιέξοδη σκλήρυνση των ποινών, προωθούνται συστημικές προσβολές των αρχών της νομιμότητας, της ισότητας και της αναλογικότητας, σηματοδοτώντας την επιτάχυνση της πορείας της ποινικής νομοθεσίας προς το δικαιοκρατικά «χειρότερο του παρελθόντος». Συνοπτικά, το «όραμα» του νομοθέτη είναι να δημιουργήσει μια ποινική δικαιοσύνη προσβάσιμη στους εύπορους και ευνοϊκή για αυτούς, με περισσότερη φυλακή, στην οποία όλο και περισσότεροι θα καταλήγουν ευκολότερα και γρηγορότερα. Σε όλα αυτά, προστίθεται το ερώτημα πόσες νέες φυλακές θα χρειαστούν για να υποδεχθούν τον πληθυσμό των καταδίκων που θα παραχθεί από τις νέες ρυθμίσεις της ποινικής νομοθεσίας, πώς, από ποιους και με ποιους (χρηματοδοτικούς και άλλους) όρους θα κατασκευαστούν αυτές και πώς θα στελεχωθούν ώστε να "σωφρονίσουν" τους δράστες που μέχρι τώρα τελούσαν τις αξιόποινες πράξεις τους λόγω του αισθήματος της ατιμωρησίας που ... πατάσσεται με την ίδια συνταγή για πολλοστή φορά τα τελευταία χρόνια.