Ο πόλεμος στην Ουκρανία άνοιξε στην ευρωπαϊκή περιπέτεια ένα νέο κεφάλαιο, που κάθε του σελίδα προσφέρεται καθημερινά για νέες αναγνώσεις.
Η εκτίναξη της μετοχής της εταιρίας Rheinmetall στο χρηματιστήριο της Φρανκφούρτης είναι μια από αυτές. Η μετοχή του σημαντικότερου αυτού πυλώνα της γερμανικής αμυντικής βιομηχανίας –που, σημειωτέον, έχει ανέβη 300% από την έναρξη του πολέμου το 2022– κατέγραψε το πρώτο δίμηνο του 2024 εντυπωσιακή αύξηση 29,75%.
Σε μια πρώτη ανάγνωση, το συμβάν προκλήθηκε από την είδηση ότι η Rheinmetall σχεδιάζει να κατασκευάζει πυρομαχικά στην Ουκρανίας σε μια σύμπραξη στην οποία ο γερμανικός κολοσσός θα κατέχει το 51%. Είχε, ωστόσο, προηγηθεί, τον περασμένο Οκτώβριο, η ίδρυση στο Κίεβο από την Rheinmetall και την ουκρανική κρατική εταιρεία Ukrainian Defense Industry μιας πρώτης κοινής επιχείρησης για την επισκευή, συντήρηση και κατασκευή θωρακισμένων οχημάτων της Ουκρανίας.
Πρόσφατα ο γερμανός καγκελάριος και η πρωθυπουργός της Δανίας εγκαινίασαν ένα εργοστάσιο παραγωγής πυρομαχικών στην Κάτω Σαξονία, συνεργασία της Rheinmetall με την δανέζικη Werk Niedersachsen, «για να ενισχυθεί», όπως ειπώθηκε, «η ετοιμότητα του γερμανικού και του συμμαχικού στρατού». Ειλικρινέστερη ακούγεται η τοποθέτηση του διευθύνοντος συμβούλου της Rheinmetall, ότι ο στόχος είναι «να διασφαλιστεί τη στρατηγική κυριαρχία της Γερμανίας στον τομέα των πυρομαχικών».
Σε μια δεύτερη, ευκρινέστερη ανάγνωση, η επενδυτική στροφή στην πολεμική βιομηχανία είναι παρακολούθημα της απάντησης της κυβέρνησης Σολτς στη μεγαλύτερη κρίση της γερμανικής οικονομίας τα τελευταία είκοσι έτη, την οποία επιτείνει δραματικά ο πόλεμος στην Ουκρανία.
«Η συνεχιζόμενη οικονομική αδυναμία της Γερμανίας», επισημαίνουν κορυφαίοι οικονομικοί εμπειρογνώμονες, «είναι πρωτίστως αποτέλεσμα του πολέμου στην Ουκρανία, επειδή το υψηλό κόστος ενέργειας και τροφίμων επιβραδύνει την ιδιωτική κατανάλωση και τις εξαγωγές, και τις επενδύσεις πολλών βιομηχανικών εταιρειών» –χωρίς, όπως μεταδίδει το Bloomberg, να υστερούν σε σημασία άλλα ενδογενή, δομικά ζητήματα, όπως «οι προβληματικές υποδομές, η γήρανση του εργατικού δυναμικού και η μακροχρόνια αποεπένδυση σε υπηρεσίες κοινής ωφέλειας».
Η γερμανική οικονομία απαντά στον χαρακτηρισμό «μεγάλος ασθενής της Ευρώπης» που της αποδίδεται, προτάσσοντας το «αντίσωμα» της μετάλλαξής της σε πολεμική οικονομία. Η εκτίναξη των μετοχών της Rheinmetall, αλλά όχι μόνον αυτής, εδράζεται στην πρόβλεψη των επενδυτών για ανοδικά κέρδη ακόμη και μέχρι το 2030, εάν η γεωπολιτική ένταση διατηρηθεί στα σημερινά επίπεδα, πρόβλεψη την οποία ενθαρρύνει η απόφαση της κυβέρνησης Σολτς να επιμείνει στην αύξηση των στρατιωτικών δαπανών και πέραν του 2027, όσο δηλαδή εκτιμάται ότι αντέχει το ταμείο των 100 δισ. ευρώ «για την άμυνα».
Στη Διάσκεψη του Μονάχου για την Ασφάλεια πριν μια εβδομάδα η παραδοχή ήταν ότι ο Πούτιν δεν παραμένει απλώς ακλόνητος στο οικονομικό πεδίο, παρά τις κυρώσεις, αλλά σημειώνει νίκες και στο πολεμικό. Μόλις προχθές, δύο χρόνια από την εισβολή στην Ουκρανία, οι ρωσικές δυνάμεις ανακατέλαβαν την πόλη Αβντιίβκα, νευραλγικό «αμυντικό κόμβο» για την Ουκρανία –η μεγαλύτερη επιτυχία μετά την κατάληψη του Μπαχμούτ τον περασμένο Μάρτιο.
Αλλά αν Δύση έχει αποδεχτεί ότι οι πιθανότητες στρατιωτικής επικράτησης της Ουκρανίας είναι μηδαμινές. Αν, παρά τις τεράστιες απώλειές τους, οι ένοπλες δυνάμεις της Μόσχας παραμένουν σε μεγάλο βαθμό άθικτες, όπως παραδέχθηκε ο καγκελάριος Σολτς μιλώντας στη Διάσκεψη του Μονάχου, τότε προς τι η συνέχιση στο διηνεκές του μαζικού εξοπλισμού για έναν πόλεμο που δεν μπορεί να κερδηθεί;
Η απάντηση βρίσκεται σε ένα άλλο σημείο της τοποθέτησης του γερμανού καγκελάριου: η Γερμανία και οι άλλες χώρες της ΕΕ πρέπει να επενδύσουν «πολύ περισσότερα στην άμυνα και στην ασφάλεια, τώρα και στο μέλλον», με χρήματα που «θα μας λείψουν από αλλού»…
Το υπό διαμόρφωση νέο ψυχροπολεμικό περιβάλλον αποβλέπει στην προετοιμασία της ευρωπαϊκής κοινής γνώμης να δεχθεί αδιαμαρτύρητα τις συνέπειες ενός «πολεμικού ανασχεδιασμού» της ευρωπαϊκής οικονομίας σε βάρος του κοινωνικού κεκτημένου.
Η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν, στην ομιλία της στη Διάσκεψη του Μονάχου, ανακοίνωσε ότι η Ευρωπαϊκή Επιτροπή θα παρουσιάσει στις αρχές Μαρτίου πρόταση υιοθέτησης «στρατηγικής αμυντικής βιομηχανίας», στην προοπτική της χάραξης ενιαίας αμυντικής πολιτικής για την ΕΕ. «Είμαι», είπε η πρόεδρος της Κομισιόν, «πεπεισμένη υπέρμαχος της διατλαντικής σχέσης μας» και, ταυτόχρονα, της ανάγκης «να οικοδομήσουμε μια ισχυρή Ευρώπη. Αυτά τα δύο πάνε μαζί» –και «δείχνουν» προς την κατεύθυνση μιας Ευρώπης με κεντρικό αναπτυξιακό πυλώνα την αμυντική βιομηχανία και κίνητρο τις επιδοτήσεις στην παραγωγή όπλων.
Όμως, επί της ουσίας, η Ευρώπη δεν μπορεί να συναρθρώσει μια ενιαία αμυντική πολιτική «αυτονομημένη» από τις ΗΠΑ, διότι απουσιάζουν δύο βασικές προϋποθέσεις: η πολιτική ένωση και η ενιαία εξωτερική πολιτική, προϋποθέσεις από τις οποίες η ΕΕ απομακρύνεται σταθερά και πριν από το ξέσπασμα της πολυδιάστατης κρίσης.
Η απάντηση αναζητείται στην έκδοση ευρωομολόγων για την άμυνα. Στη σύνοδο κορυφής των 27, τέλη Μαρτίου, ενδέχεται να εγκριθεί η έκδοση κοινού χρέους για τις ευρωπαϊκές αμυντικές δαπάνες.
Ένα ρίγος αγαλλίασης διαπερνά τις μετοχές της Rheinmetall…
Γιατί, τώρα, πρέπει να αγάλλεται ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος, σε διαδικτυακή συνέντευξη του στο περιοδικό «Monocle» στο περιθώριο της Διάσκεψης, δήλωσε απόλυτα σύμφωνος «με τις επισημάνσεις της προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής ότι θα πρέπει να ξοδεύουμε περισσότερα για την άμυνα», είναι ένα θέμα.
Ίσως επειδή στην εναρκτήρια συζήτηση της 60ής Διάσκεψης του Μονάχου είχε την ευκαιρία να επικαλεστεί το επιχείρημα ότι «η οικονομία μας αναπτύσσεται πιο γρήγορα από τον μέσο όρο της ευρωζώνης», και να το ερμηνεύσει ως «πρόκληση για να κάνουμε περισσότερα στην άμυνα». Πρόκληση στην οποία η κυβέρνησή του ανταποκρίνεται εκθύμως, ευθυγραμμιζόμενη με τις προτεραιότητες των ισχυρών της Ένωσης –με χρήματα που «θα μας λείψουν από αλλού», με άλλα λόγια, επί ζημία του κράτους πρόνοιας, κάτι το οποίο αποφεύγει επιμελώς να βάλει κάθε φορά στην εξίσωση ο πρωθυπουργός.