Μία καλή μέρα θα ήταν η μέρα που δεν θα χρειαζόταν να γράφουμε άρθρα σαν το παρακάτω. Γιατί αυτό θα σήμαινε πως είχαμε κατακτήσει το αυτονόητο. Πως κανόνας θα ήταν αυτό που σήμερα αποτελεί εξαίρεση. Θα σήμαινε πως οι ρόλοι δεν μπερδεύονται, δεν αξιοποιούνται κατά το δοκούν, δεν ευτελίζονται.
Εξηγούμαι: δεν έχουν περάσει παρά λίγες μέρες από το μακελειό σε ναυτιλιακή εταιρεία στη Γλυφάδα, με τρεις νεκρούς και αυτόχειρα τον δράστη, και ακόμη λιγότερες από τη νέα γυναικοκτονία στην Κρήτη. Δύο νέα εγκλήματα που συγκλόνισαν την κοινή γνώμη και κατέλαβαν, δικαίως, τη θέση τους στην ειδησεογραφία. Δύο εγκλήματα που ο τρόπος παρουσίασής τους, ωστόσο, είχε ένα κοινό χαρακτηριστικό: την προβολή και την ιδιαίτερη αναφορά στην καταγωγή των δραστών. Ο πρώτος ήταν «ο Αιγύπτιος», ο δεύτερος «με καταγωγή από την Αλβανία». Με τη συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ να αναδεικνύουν αυτό το χαρακτηριστικό, προσδίδοντάς του –γιατί, άραγε;– ειδησεογραφική υπεραξία.
Τίποτα δεν γίνεται τυχαία
Τι συμβαίνει εδώ; Γιατί δεν αρκεί η περιγραφή και ο σχολιασμός της τραγωδίας; Γιατί δεν αρκεί ο αυτονόητος αποτροπιασμός που προκαλεί η πράξη των δύο δραστών; Γιατί αποτελεί στοιχείο του ρεπορτάζ η καταγωγή τους; (Πόσες φορές έχουμε ακούσει, αλήθεια, να επισημαίνεται η ελληνική καταγωγή άλλων δραστών;). Τι υποδηλώνει και σε τι μονοπάτια θέλει –εκούσια ή ακούσια– να οδηγήσει το συλλογικό ασυνείδητο, αυτή η υπόρρητη αναφορά στον «ξένο», στον «διαφορετικό», στον «άλλον»; Αυτός ο διαχωρισμός «εμείς» και οι «άλλοι»;
Να συμφωνήσουμε πως τα στερεότυπα των ΜΜΕ αντικατοπτρίζουν την κυρίαρχη ιδεολογία. Και προφανώς δεν είναι αποκλειστικά υπεύθυνα –αν και φέρουν τεράστιο μερίδιο ευθύνης– για το αν σε μια κοινωνία είναι δημοφιλείς ρατσιστικές, ξενοφοβικές, σεξιστικές, επικίνδυνες απόψεις. Από την άλλη, δεν μπορούν να κρύβονται πίσω από μια όντως βασική αρχή της επικοινωνίας, που λέει πως για να είναι αποτελεσματικό ένα μήνυμα πρέπει να είναι σύμφωνο με τα κυρίαρχα συναισθήματα και τις υπάρχουσες διαθέσεις και συνθήκες. Κι αυτό, γιατί η δύναμη και ο ρόλος των Μέσων στην περαιτέρω διάδοση τέτοιων συναισθημάτων –στο πώς δηλαδή διαμορφώνουν τον τρόπο με τον οποίο οι αποδέκτες προσλαμβάνουν τελικά έννοιες όπως «ξένοι», «κανονικοί», «παρεκκλίνοντες», «εμείς» και «αυτοί»– είναι καθοριστικά. Το πώς για παράδειγμα «ντύνονται» τα ρεπορτάζ με συγκεκριμένες εικόνες, με τις οποίες συνδέονται συχνά ορισμένες ομάδες, το πώς επιλέγεται αν ένα περιστατικό θα καλυφθεί ειδησεογραφικά ή όχι, αλλά και ο τρόπος με τον οποίο αυτό προβάλλεται, επενεργεί σε βάθος χρόνου, έστω και έμμεσα, στις αντιλήψεις του αποδέκτη. Συνεπώς, είναι τουλάχιστον προβληματικό –αν όχι επικίνδυνο– στο όνομα της τηλεθέασης, της ακροαματικότητας, των κλικς και των likes να μην παίζουν τον παιδευτικό ρόλο που (θα έπρεπε να) έχουν. Και να γίνονται μέρος του προβλήματος, διολισθαίνοντας και υποβοηθώντας –δυστυχώς για τη δημοσιογραφία σε μια ρητορική μίσους. Που εξαίρει ένστικτα, κανονικοποιεί τη μισαλλοδοξία και κεφαλαιοποιείται στο έπακρο από ακροδεξιές δυνάμεις.
Κρίσιμα και ευαίσθητα κοινωνικά θέματα, όπως πχ οι κοινωνικές ανισότητες, ο εκφοβισμός, η ένταξη των προσφύγων/μεταναστών ή οι δυσκολίες στην έκφραση φύλου –σε μια καθημερινότητα, μάλιστα, έντονων οικονομικών δυσχερειών που ευνοούν την καλλιέργεια του φόβου– αντί να αντιμετωπίζονται με σεβασμό στη διαφορετικότητα, με καλλιέργεια της ενσυναίσθησης και άμβλυνση των κοινωνικών διακρίσεων, καλύπτονται από τη συντριπτική πλειονότητα των ΜΜΕ και των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης με τρόπο που χαρακτηρίζεται από μια λεκτική ευκολία στην αναπαραγωγή στερεοτύπων και παγιωμένων αντιλήψεων. Πολύ εύκολα εστιάζουν, για παράδειγμα, στις ψυχολογικές διαστάσεις των ρατσιστικών εγκλημάτων, αγνοώντας –όχι τυχαία– τις κοινωνικές τους διαστάσεις.
Είναι, δε, ξεκάθαρο πως η επιλογή των ειδήσεων, ο τρόπος γραφής, η έκταση των θεμάτων, ο βαθμός συμμετοχής των ίδιων των ανθρώπων που πλήττονται και κυρίως το γενικότερο πλαίσιο μέσα στο οποίο τοποθετείται η όποια ανάλυση, φωτογραφίζουν τα θέματα αυτά με έναν πολιτικά μονοδιάστατο και μη ρεαλιστικό τρόπο. Κάτι που σε μια εποχή οικονομικής επισφάλειας και ραγδαίων ανακατατάξεων, μόνο σε επικίνδυνα αδιέξοδα μπορεί να οδηγήσει.
Ευθύνες με ονοματεπώνυμα
Από την εξίσωση δεν λείπουν, φυσικά, και θεσμικά πρόσωπα, τα οποία θεωρούν ότι «χαϊδεύοντας» τέτοια κοινά ενδεχομένως κερδίζουν ψήφους ή καλύπτουν τη διαχειριστική τους ανεπάρκεια. Μόνο που η αναπαραγωγή ακροδεξιών ρητορικών σχημάτων και η υποβάθμιση περιστατικών που θίγουν πανανθρώπινες αξίες, όπως το δικαίωμα στη ζωή και την αξιοπρέπεια, όχι μόνο θλίβουν, αλλά και προοιωνίζονται τα χειρότερα. Γιατί είναι μαθηματικά βέβαιο πως πρόκειται για εξέλιξη που μακροπρόθεσμα, αντί για μεγαλύτερη κατανάλωση ειδήσεων ή ψήφους, θα φέρει τυφλή οργή –καλυμμένη με αντισυστημικό μανδύα– προς όσους εργαλειοποίησαν τα χειρότερα συναισθήματα του κόσμου, θα δυναμώσει τις πολιτικές δυνάμεις της άκρας Δεξιάς και θα συντείνει στη δημιουργία ενός βαθιού τραύματος, στη διαμόρφωση μιας κοινωνίας μίσους.
Ναι, ο «Αιγύπτιος» και ο «Αλβανός» είναι δολοφόνοι. Όχι όμως εξαιτίας της καταγωγής τους. Δεν είναι η ταυτότητα που οδηγεί στην εγκληματική συμπεριφορά. Ούτε οι πολιτισμικές διαφορές. Αλλού πρέπει να αναζητηθούν τα αίτια, αλλού και οι τρόποι καταπολέμησής τους. Κι αυτή η εμμονή στην ανάδειξη των συγκεκριμένων ταυτοτικών χαρακτηριστικών –είτε γίνεται συνειδητά, είτε ασυνείδητα– κάθε άλλο παρά αθώα είναι. Γιατί σε μια εποχή διεύρυνσης των κάθε λογής ανισοτήτων, με την απογοήτευση, τον φόβο και την ανασφάλεια να χτυπάνε ταβάνι, με την απαξίωση της πολιτικής, την υποχώρηση της συλλογικότητας και την αποθέωση του ατομικισμού, είναι πολύ εύκολο να οδηγηθείς στο να στοχοποιήσεις το «διαφορετικό». Αποφεύγοντας έτσι –πόσο βολικό, αλήθεια– να αναζητήσεις τις ευθύνες από αυτούς που πραγματικά τις έχουν.