Αναμφισβήτητα η εθνική άμυνα είναι πολύ σημαντική για κάθε κράτος, αφού προσδιορίζει το χώρο μέσα στον οποίο οι πολίτες μπορούν να ζουν και να δραστηριοποιούνται σύμφωνα με νόμους και κανόνες που επιλέγουν ως συντεταγμένη κοινωνία. Η προτεραιότητά της αποτυπώνεται και στην ευκολία με την οποία κυρίως οι δεξιές δυνάμεις εργαλειοποιούν το ζήτημα της εθνικής άμυνας και των σχετικών στρατιωτικών εξοπλισμών. Η χώρα μας έχει ταλαιπωρηθεί ιδιαιτέρως από το γεγονός ότι βρίσκεται σε μια περιοχή με ασταθείς ισορροπίες και μεγάλο ιστορικό καταστροφικών πολέμων. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να δαπανά από τον Εμφύλιο Πόλεμο και μέχρι σήμερα υπέρογκα ποσά σε στρατιωτικούς εξοπλισμούς, κάτι που καθήλωσε τις δυνατότητες των κυβερνήσεων να προβαίνει σε δημόσιες επενδύσεις που θα βελτίωναν το βιοτικό επίπεδο της κοινωνίας. Η χαίνουσα πληγή των εξοπλισμών, η εργαλειοποίηση της εθνικής άμυνας από την κυβέρνηση της ΝΔ για μικροκομματικούς λόγους και ο νέος Ψυχρός Πόλεμος μεταξύ Δύσης και Ρωσίας λόγω του πολέμου στην Ουκρανία μας υποχρεώνουν να επανεξετάσουμε το εθνικό αμυντικό δόγμα, σε συνάρτηση με το ευρωπαϊκό αμυντικό δόγμα και τις σχέσεις της Ελλάδας και της Ευρώπης με το ΝΑΤΟ. Τα κείμενα που ακολουθούν επιχειρούν να συμβάλλουν σε αυτή την κατεύθυνση.
Η Συντακτική Ομάδα των Παρεμβάσεων
Αριστερά και εθνικισμός είναι ασυμβίβαστα
Με αφορμή το νέο ξεκίνημα με τη Νέα Αριστερά, αλλά και την κλαγγή των όπλων που αντηχεί διεθνώς, διατυπώνω εν συντομία και με κάποια απλούστευση τις κατευθύνσεις που, κατά τη γνώμη μου, πρέπει να διέπουν την αμυντική πολιτική μας.
1. Η άμυνα της χώρας δεν είναι αποκλειστικά στρατιωτική. Περιλαμβάνει μια αποτελεσματική ειρηνόφιλη εξωτερική πολιτική, μια ισχυρή οικονομία και την κοινωνική συνοχή. Δεν είμαστε αφελώς πασιφιστές, ούτε όμως και βλέπουμε τα πάντα μονοδιάστατα στη λογική της στρατιωτικής αντιπαράθεσης. Η άμυνα είναι η δικλείδα ασφαλείας σε μια στρατηγική που πιστεύει και επιδιώκει ειλικρινά την ειρηνική επίλυση των διαφορών με την Τουρκία. Οι αμυντικές δαπάνες πρέπει να συνυπολογίζονται με τις αναγκαίες δαπάνες για παιδεία, υγεία και υποδομές, καθώς και με τους περιορισμούς μιας υγιούς οικονομίας.
2. Η ενεργός συμμετοχή στην ΕΕ και το ολόπλευρο βάθεμά της αποτελούν θεμελιώδες εθνικό συμφέρον. Δεν συναινούμε όμως ούτε πρωτοστατούμε σε βήματα ψυχροπολεμικής στρατιωτικοποίησης της ΕΕ, σε βάρος της αυτονομίας και της συνοχής της. Η συμμετοχή στο ΝΑΤΟ αποτελεί για την Ελλάδα πράξη ρεαλισμού, όχι γιατί μας απειλεί σήμερα κάποιος από όσους στοχεύει η Συμμαχία, αλλά πρώτιστα επειδή η αποχώρηση από αυτό θα είχε σοβαρές συνέπειες για την ασφάλειά μας. Συμμετοχή σε ΕΕ και ΝΑΤΟ δεν σημαίνει ωστόσο συμμετοχή σε στρατιωτικούς τυχοδιωκτισμούς, που μάλιστα δεν αποτελούν μέρος των συμβατικών μας υποχρεώσεων και μας καθιστούν πιθανούς στόχους σε συγκρούσεις στις οποίες δεν είμαστε μέρος. Πολύ ορθά η Νέα Αριστερά εναντιώνεται στη συμμετοχή μας σε επιχειρήσεις στην Ερυθρά Θάλασσα.
3. Τα ανοικτά ζητήματα με την Τουρκία, ο αναθεωρητισμός και οι κατά καιρούς απειλές της, όπως και το μη προβλέψιμο του καθεστώτος της, επιβάλλουν μια ισχυρή ελληνική άμυνα. Στόχος πρέπει να είναι η «επαρκής άμυνα», δηλαδή ένα επίπεδο που καθιστά απαγορευτική την επίθεση εναντίον μας. Όχι όμως η υπεροπλία, με εξοπλισμούς που γονατίζουν την οικονομία και υπονομεύουν την οικοδόμηση κοινωνικού κράτους. Η πολιτική υπερεξοπλισμών που ακολουθείται σήμερα χωρίς διαφάνεια φαίνεται να εξυπηρετεί περισσότερο πιέσεις εγχώριων και ξένων λόμπι και των κυβερνήσεων που τα στηρίζουν, παρά αμυντικές ανάγκες της χώρας. Η αστάθεια στη γειτονιά μας επιβάλλει επιτάχυνση των προσπαθειών για επίλυση των διαφορών με την Τουρκία, όχι αδιέξοδη κούρσα εξοπλισμών. Η πομπώδης προβολή των εξοπλισμών υπονομεύει την οικοδόμηση κλίματος διαλόγου και συνεννόησης με τη γείτονα. Ορθά η Νέα Αριστερά καταψήφισε τις αμυντικές δαπάνες και διαφωνεί με την αγορά των πανάκριβων F-35.
4. Οι Ένοπλες Δυνάμεις πρέπει ασφαλώς να συμβουλεύουν την κυβέρνηση και τα κόμματα σε ζητήματα άμυνας της χώρας. Όμως δεν χαράσσουν αυτές την αμυντική πολιτική, που είναι πολύ ευρύτερη του πεδίου αρμοδιότητας των στρατιωτικών. Τα τεράστια ποσά που δαπανώνται στην άμυνα καθιστούν πανίσχυρα διεθνώς τα σχετικά λόμπι. Και στην Ελλάδα δεν πρέπει να επιτρέπουμε τη διείσδυση των εξοπλιστικών λόμπι στη λήψη αποφάσεων για την άμυνα.
5. Η Νέα Αριστερά πρέπει, πιστεύω, να αποστασιοποιηθεί αποφασιστικά και αυτοκριτικά από τις εθνικιστικές παρεκκλίσεις του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ κατά τα προηγούμενα χρόνια. Η προσφυγή σε στρατιωτικά μέτρα για την υπεράσπιση, πέραν των συνόρων μας, κυριαρχικών δικαιωμάτων που διεκδικούμε (π.χ. ΑΟΖ πέραν των χωρικών μας υδάτων), θέσεις που καθιστούν αδύνατο τον διάλογο ή και οδηγούν νομοτελειακά στη στρατιωτική αντιπαράθεση («μία και μοναδική η διαφορά», επέκταση των χωρικών υδάτων στα 12 μίλια), οι συμμαχίες με τον Νεντανιάχου και άλλα αντιδραστικά καθεστώτα, ο λαϊκιστικός εθνικισμός του ανδρεϊκού ΠΑΣΟΚ, δεν μπορεί να είναι δικές μας πολιτικές. Στην άμυνα, όπως παντού, ασκούμε κριτική στην κυβέρνηση από τα αριστερά, όχι από τα δεξιά. Ας εμείνουμε σταθερά στο πνεύμα της συμφωνίας των Πρεσπών.
Σωτήρης Βαλντέν, στέλεχος της ανανεωτικής Αριστεράς, συμμετέχει στη Νέα Αριστερά
Εξοπλισμοί. Κίνδυνοι και αναγκαιότητα
Η στρατιωτική ιστορία διδάσκει ότι η υπόθεση της άμυνας είναι κάτι πολύ ευρύτερο από τα όπλα. Η ισχύς μιας χώρας και η προστασία της έχουν σχέση με τις παραγωγικές δυνάμεις, την ποσότητα και την ποιότητα των μέσων, τις δομές, την παιδεία, την υγεία. Βασικά, εξαρτώνται από τη βούληση των πολιτών να κρατήσουν τον τόπο τους ελεύθερο και να δημιουργήσουν εντός του καλύτερες και δικαιότερες κοινωνικές συνθήκες.
Σε αυτό το πλαίσιο, οι στρατοί δεν μπορούν να μείνουν στην τεχνολογία του χθες. Οι χώρες που αντιμετωπίζουν απειλές και κινδύνους στην περιοχή τους οφείλουν να εξοπλίζονται με τα κατάλληλα όπλα που θα διασφαλίσουν την κυριαρχία τους. Ο πρώτος κίνδυνος εδώ είναι να αγοράσει κάποιος όπλα που δεν του χρειάζονται άμεσα, αλλά τα επιβάλλουν οι προμηθεύτριες μεγάλες χώρες για δικούς τους λόγους. Ο δεύτερος κίνδυνος είναι να βυθιστεί μια χώρα οικονομικά λόγω υπερεξοπλισμών, δηλαδή «τα πόδια να βγουν πέρα από το στρώμα» και να καταρρεύσει το οικοδόμημα χωρίς πόλεμο. Ο τρίτος κίνδυνος είναι να αγοράζεις μεγάλα συστήματα ή πλατφόρμες (πλοία, αεροσκάφη, άρματα) χωρίς υποστήριξη σε ανταλλακτικά, όπλα και πυρομαχικά (τα παραδείγματα των αρμάτων Leopard-2 χωρίς πυρομαχικά και των υποβρυχίων με τις τορπίλες είναι γνωστά). Ο τέταρτος κίνδυνος είναι να έχεις σύγχρονα όπλα, αλλά να μην τα συνδυάζεις με σύγχρονες τακτικές και οργάνωση. Ο πέμπτος κίνδυνος είναι να έχεις όπλα, αλλά όχι εκπαιδευμένο και επαρκές προσωπικό. Το θέμα του στρατιωτικού εκσυγχρονισμού, όπως και του εκδημοκρατισμού, έχουν σχέση με τον εκσυγχρονισμό και τον εκδημοκρατισμό ολόκληρης της κοινωνίας. Τα φαινόμενα αποσύνθεσης και κρίσης μιας κοινωνίας αγγίζουν και τον στρατό.
Πέρα από τα γενικά θέματα, τίθεται για εμάς το ερώτημα: Συμμετέχουμε στην μεγάλη παγκόσμια αντιπαράθεση ή καλύπτουμε τα συμφέροντα της χώρας; Σε περίοδο μεγάλης παγκόσμιας αναδιανομής πόρων και ζωνών επιρροής, οι «σύμμαχοι» πιέζουν για όπλα που εξυπηρετούν τις δικές τους ανάγκες κατά προτεραιότητα. Η δική μας, τελευταία, προτεραιότητα σε μεγάλα πλοία και πανάκριβα αεροσκάφη («big toys for the big boys») εξυπηρετεί τις αμυντικές ανάγκες για ειρήνη και πόλεμο στους χώρους του Αιγαίου και της Ν.Α. Μεσογείου ή κυρίως τις «συμμαχικές» ανάγκες σε μακρινά μέρη και σε «βαθιές» θάλασσες; Τα μεγάλα συστήματα, όπως τα υπερσύγχρονα αεροσκάφη και τα μεγάλα πλοία, αν μείνουν απλές πλατφόρμες, χωρίς ανταλλακτικά και πυρομαχικά, είναι μόνο για εντυπώσεις και εσωτερική κατανάλωση. Το άλλο ερώτημα, «όπλα ή βούτυρο», είναι εσφαλμένο. Όπως είναι και η αντίληψη ότι τα «υλικά» από μόνα τους λύνουν το πρόβλημα. Η πρόσφατη συναίνεση του Προέδρου του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, κατά την επίσκεψή του στο Υπουργείο Άμυνας, στην κυβερνητική ανεξέλεγκτη πορεία των εξοπλισμών εγκυμονεί κινδύνους και είναι άλλο ένα δείγμα συντηρητικής στροφής.
Τα διλήμματα, οι προβληματισμοί και οι εκσυγχρονισμοί δεν αφορούν μόνο το σήμερα, αλλά και τις επόμενες δεκαετίες, και αγγίζουν, αναλογικά, κάθε τομέα της δημόσιας ζωής. Αγγίζουν τη διασφάλιση της κυριαρχίας της χώρας, την τσέπη του φορολογούμενου, την υγεία, την παιδεία κ.λπ. Το θέμα πρέπει να εξετασθεί ολιστικά. Η Αριστερά ως σύνολο έδειξε τη βούλησή της σε όλους τους αγώνες για την υπεράσπιση της κυριαρχίας της χώρας, από το 1940 και την Εθνική Αντίσταση μέχρι σήμερα.
Νίκος Τόσκας, πρώην υπουργός και υποστράτηγος ε.α.
Η στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης όμηρος του ατλαντισμού
Δεν θα ήταν υπερβολή να ισχυριστεί κανείς ότι, αν υπάρχει κάτι που φοβίζει τους ευρωπαίους ηγέτες περισσότερο και από μια στρατιωτική νίκη του Πούτιν στην Ουκρανία, αυτό είναι η (διαφαινόμενη) επιστροφή του Τραμπ στον Λευκό Οίκο και η συνακόλουθη μείωση του στρατιωτικού αποτυπώματος των ΗΠΑ στην Ευρώπη. Αυτός είναι ένας από τους παράγοντες που έχουν πυροδοτήσει μια συζήτηση στα ευρωπαϊκά κέντρα εξουσίας για την «άμεση ανάγκη» ενίσχυσης της ευρωπαϊκής αμυντικής βιομηχανίας. Μάλιστα, η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν συνδύασε την ανακοίνωση της υποψηφιότητάς της για μια δεύτερη θητεία στην προεδρία της Ευρωπαϊκής Επιτροπής με μια δέσμη σχετικών προτάσεων, συμπεριλαμβανομένης της θέσπισης θέσης επιτρόπου με αυτό το χαρτοφυλάκιο.
Η ολοκληρωμένη πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και του Ύπατου Εκπροσώπου Εξωτερικών Υποθέσεων και Ασφάλειας για τη «νέα» Βιομηχανική Στρατηγική για την Ευρωπαϊκή Άμυνα αναμένεται να παρουσιαστεί στα κράτη-μέλη προς διαβούλευση, τροποποίηση και έγκριση εντός του Μαρτίου. Μεταξύ των ιδεών που συζητούνται είναι οι χώρες της ΕΕ να αντλήσουν από κοινού χρήματα από τις διεθνείς χρηματαγορές δια της έκδοσης αμυντικών ευρωομολόγων, ακολουθώντας το μοντέλο του Ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης, να ανακατευθυνθούν προς τις αμυντικές δαπάνες δάνεια που παραμένουν αχρησιμοποίητα από το ίδιο το Ευρωπαϊκό Ταμείο Ανάκαμψης, να χρησιμοποιηθούν τα Διαρθρωτικά Ταμεία, και να δοθεί στην Ευρωπαϊκή Τράπεζα Επενδύσεων η εξουσία να χρησιμοποιήσει την οικονομική της δύναμη επενδύοντας σε εξοπλιστικά προγράμματα.
Προφανώς, πολλές από τις παραπάνω προτάσεις είναι πρόχειρες, δείχνουν βιασύνη και θα αντιμετωπίσουν, εκτός από σοβαρά νομικά κωλύματα, σημαντικές αντιστάσεις από πολλά κράτη-μέλη, κυρίως όμως από τις ήδη αγανακτισμένες ευρωπαϊκές κοινωνίες, οι οποίες δεν είναι διατεθειμένες να ανεχθούν περαιτέρω καθίζηση του βιοτικού τους επιπέδου, ενώ εξοργίζονται από την ευκολία με την οποία οι ευρωπαϊκές ηγεσίες βρίσκουν ευφάνταστους τρόπους χρηματοδότησης πολεμικών εξοπλισμών, αλλά όχι των κοινωνικών αναγκών.
Πέρα, όμως, από τις νομικές δυσκολίες και τις κοινωνικές αντιδράσεις, οι Ευρωπαίοι, σε καθαρά στρατιωτικό επίπεδο, αδυνατούν να αναπληρώσουν το κενό που θα άφηνε πίσω της έστω και μια μερική αναδίπλωση των ΗΠΑ από την Ευρώπη. Η οποία, άλλωστε, σε καμία περίπτωση δεν θα συνεπαγόταν και προθυμία του υπερατλαντικού επικυρίαρχου να επιτρέψει την ανάδυση μιας όντως αυτόνομης (από τον ίδιο) ευρωπαϊκής δύναμης. Άρα, οποιαδήποτε συζήτηση για την ευρωπαϊκή άμυνα διεξάγεται αυστηρά εντός του πλαισίου του ΝΑΤΟ, το οποίο είναι ένα πολιτικό και διπλωματικό όργανο υπό τον αδιαμφισβήτητο έλεγχο των ΗΠΑ, κάτι που δεν πρόκειται να αλλάξει με τον κ. Τραμπ στην εξουσία. Δηλαδή, γίνεται λόγος για ενίσχυση του ευρωπαϊκού πυλώνα της Συμμαχίας, για μεγαλύτερη συνεισφορά των Ευρωπαίων σε υλικό, μονάδες και εξοπλισμό -με αντίστοιχη μείωση της αμερικανικής πλευράς-, αλλά πάντα στο πλαίσιο της εξυπηρέτησης των στρατηγικών σχεδίων και των προτεραιοτήτων του ΝΑΤΟ (δηλαδή, των ΗΠΑ). Έτσι, ο φαινομενικός «εξευρωπαϊσμός» του ΝΑΤΟ δύναται να διαβαστεί και αντιστρόφως: ως η «ΝΑΤΟποίηση» της Ευρώπης.
Είναι μια ειρωνεία, από αυτές που αρέσκεται να εφευρίσκει η Ιστορία, το ότι ο επανεξοπλισμός της ηπείρου λαμβάνει χώρα υπό τις φτερούγες του βορειοατλαντικού αετού και ότι η ΕΕ, αντί να ανεξαρτητοποιείται, μετεξελίσσεται ταχύτατα σε κάτι που μοιάζει υπερβολικά με τον πολιτικό βραχίονα του ΝΑΤΟ.
Γιάννης Γούναρης, επιστημονικός συνεργάτης Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, διδάκτορας Νομικής ΕΚΠΑ
Ελληνικό παράδοξο
Από την ένταξη της χώρας μας στο ΝΑΤΟ μαζί με την Τουρκία στις αρχές του 1952 μέχρι και σήμερα, υπάρχει μια διάσταση ανάμεσα στην επίσημη ρητορική και την πραγματικότητα που προσδιορίζουν το δόγμα ασφαλείας της Αθήνας.
Στην πρώτη διεύρυνση του ΝΑΤΟ, με την ταυτόχρονη ένταξη Ελλάδας και Τουρκίας, δεν υπήρχε στα Βαλκάνια η αντιπαράθεση των δύο μπλοκ που εκτυλισσόταν στα σύνορα των δύο γερμανικών κρατών.
Η Γιουγκοσλαβία είχε έλθει σε ρήξη με τον Στάλιν το 1948, με συνέπεια τη γεωγραφική απομόνωση της Αλβανίας, ενώ στη Ρουμανία και τη Βουλγαρία δεν υπήρχαν σοβιετικές στρατιωτικές δυνάμεις.
Η Ελλάδα και η Τουρκία, από τότε μέχρι και σήμερα, αντιμετωπίζονται από τις ΗΠΑ ως ενιαίος αμυντικός χώρος, μια πραγματικότητα που όχι μόνον δεν σταθεροποίησε τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, αλλά μετά το 1974 το σύνολο σχεδόν των προβλημάτων ανάμεσα στις δύο χώρες είναι μια σύγκρουση στο εσωτερικό της Συμμαχίας.
Το ίδιο ισχύει και για την ενεργειακή αξιοποίηση της Ανατολικής Μεσογείου, με τις ΗΠΑ να θεωρούν ότι υπάρχει ρόλος για όλους τους εμπλεκομένους.
Έτσι το δόγμα ασφάλειας της Ελλάδας είναι σταθερά ετερόφωτο, καθώς η θεώρηση της Τουρκίας ως στρατηγικής απειλής προσδιορίζεται σε μεγάλο βαθμό από τις σχέσεις της Άγκυρας με την Ουάσιγκτον και τους συμμάχους της στη Μέση Ανατολή.
Ενιαίος Αμυντικός Χώρος και προσδιορισμός της τουρκικής απειλής σε σταθερή συνάρτηση με τις σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας διαμορφώνουν στην Αθήνα μια κατά κύριο λόγο τουρκοκεντρική θεώρηση των περιφερειακών εξελίξεων.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα, η γεωπολιτική φαντασίωση του Εast Med που απεδείχθη τακτικός ελιγμός άσκησης πίεσης των ΗΠΑ προς τον Ερντογάν, πριν επιστρέψουμε στην πεπατημένη της μεταφοράς της ενέργειας μέσω Τουρκίας.
Δόγμα άξιο του ονόματός του δεν διαμορφώθηκε ποτέ από το 1974 και μετά, που να ιεραρχεί μακροπρόθεσμους στόχους και να μην περιορίζεται σε απλουστεύσεις του τύπου «ο εχθρός του εχθρού μου είναι φίλος μου».
Όλα τα παραπάνω περιγράφουν, φωτίζουν και αναδεικνύουν περιορισμένα περιθώρια ελιγμών, με συνέπεια η Ελλάδα να αντιδρά σε ατζέντες που διαμορφώνονται ερήμην της.
Όταν το 1955 η εμπλοκή της Τουρκίας στο Κυπριακό έθεσε για πρώτη φορά σε δοκιμασία τη διμερή προσέγγιση που θεμελίωσαν το 1929-1930 οι Βενιζέλος και Κεμάλ, η εξέλιξη θεωρήθηκε απόκλιση από μια αδιαμφισβήτητη κανονικότητα στην οποία οι δύο χώρες όφειλαν να επιστρέψουν για να αντιμετωπίσουν τον «από Βορρά κίνδυνο».
Όταν στα τέλη του 1973 δημοσιεύθηκε στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως της Τουρκίας ο χάρτης των παραχωρήσεων για υποθαλάσσιες έρευνες πετρελαίου, κανείς δεν προέβλεψε ότι μετά από μισό αιώνα ένα μεγάλο μέρος των ελληνοτουρκικών διαφορών θα αφορούσε νατοϊκές ασκήσεις και όρια ευθύνης συμμαχικών στρατηγείων.
Σήμερα, βρισκόμαστε σε μια μεταβατική εποχή την οποία χαρακτηρίζει μια πρωτοφανής ρευστότητα και αβεβαιότητα.
Η έκβαση των δύο εν εξελίξει συγκρούσεων στην Ουκρανία και τη Μέση Ανατολή θα επηρεάσει σε μεγάλο βαθμό την ασφάλεια τόσο της Τουρκίας όσο και της Ελλάδας, με ζητούμενο το αν η συνύπαρξή τους θα εξακολουθήσει να είναι συγκρουσιακή.
Γιώργος Καπόπουλος, δημοσιογράφος