Γιάννης Κτενάς «Η πολυθεΐα των αξιών στην πανδημία», εκδόσεις Πόλις, 2023
Το δοκίμιο του Γιάννη Κτενά «Η πολυθεΐα των αξιών στην πανδημία» προσκαλεί την αναγνώστρια και τον αναγνώστη να αναστοχαστούν τους όρους τόσο του πολιτικού αγώνα όσο και της επιστημονικής γνώσης στην εποχή μας, με επίκεντρο την πρόσφατη πανδημία του κορονοϊού. Το πανδημικό συμβάν λειτουργεί για τον συγγραφέα διττά: αναδεικνύει την κρίση της πολιτικής και επιστημολογικής γνώσης, καθώς και παρακινεί στην αναζήτηση πιθανών διόδων ανανέωσής των τελευταίων. Κομβικό θεωρητικό εργαλείο στο εγχείρημά του Κτενά είναι η βεμπεριανή «πολυθεΐα των αξιών»: οι δυνατότητές, ο εμπλουτισμός της, η διαστρέβλωσή, αλλά και η τυχόν απόρριψή της. Πρόκειται για ένα ευανάγνωστο έργο, το οποίο διαλέγεται με ένα σύνολο θεωρητικών παραδόσεων, με πυρήνα τη βεμπεριανή επιστημολογία, έχοντας ως στόχο να παρέμβει στην πανδημική διαμάχη, ασκώντας τόσο πολεμική όσο και προχωρώντας σε προτάσεις.
Το βιβλίο διαρθρώνεται σε δύο μέρη, όπου στο πρώτο ερωτάται «Τι πρέπει να γίνει;» και στο δεύτερο «Υφίσταται ο ιός;», ανακαλώντας τις δύο περίφημες βεμπεριανές διαλέξεις για την επιστήμη και την πολιτική ως επάγγελμα (1917 και 1919), οι οποίες δόθηκαν από τον γερμανό κοινωνιολόγο στο πανεπιστήμιο του Μονάχου, σε μια περίοδο έντονης αμφισβήτησης του πολιτεύματος της Βαϊμάρης, αλλά και των δυνατοτήτων της ορθολογικής γνώσης.
Το πρώτο μέρος, που αφορά την Πολιτική στην πανδημία, εκκινεί από τη βεμπεριανή θέση της πολιτικής ως διαμάχης αξιών για την αναζήτηση συλλογικού νοήματος. Όπως επισημαίνει ο Κτενάς και στην προηγούμενή του μονογραφία για Το πρόβλημα της θεμελίωσης των αξιών (Πόλις, 2022), οι αξίες διακρίνονται από «πολυσχιδία και ανεξάντλητη πολλαπλότητα», είναι ενδεχομενικές και δίχως απόλυτο θεμέλιο, ενώ ταυτόχρονα πολιτικοποιούνται. Ταυτόχρονα όμως, καμία αξία δεν συνιστά το «μοναδικό ή προνομιακό σημείο θέασης από όπου μπορούμε να ξεκλειδώσουμε το νόημα της ιστορίας». Στην ανάγνωση του Κτενά, η πολιτική δεν συνιστά την πραγμάτωση μιας a priori αξίας που έχει μια υπερβατική εξουσία πάνω μας, αλλά τουναντίον αποτελεί το πεδίο όπου διατυπώνονται αξίες, οι οποίες εμπλέκονται σε ανταγωνισμούς και μετασχηματισμούς (σε αυτήν την κατεύθυνση και παρά την αντίρρηση του συγγραφέα πιστεύω πως θα μπορούσε να συμβάλει και η αξιοποίηση μερίδας της Κριτικής Θεωρίας). Μάλιστα, έχει ιδιαίτερη σημασία ότι το έργο του Κτενά, καθώς αναδεικνύει τον πολιτικό Βέμπερ της συγκρουσιακότητας, απομακρύνεται από μία, μέχρι πρόσφατα απολίτικη, πρόσληψη του γερμανού κοινωνικού θεωρητικού, ως θεμελιωτή της «αξιολογικής ουδετερότητας».
Συγκρότηση πολιτικών λόγων
Από την άλλη, η πανδημική κρίση αποτελεί για τον συγγραφέα εκείνο το αποκαλυπτικό συμβάν της σύγχρονης ανόδου λόγων, που βραχυκυκλώνουν τη βεμπεριανή «πολυθεΐα των αξιών», ακυρώνοντας εν τέλει την ίδια την πολιτική ως πεδίο αγώνα μεταξύ διαφορετικών αξιακών τοποθετήσεων. Ο Κτενάς προχωράει σε μια επίμονη σχετική σταχυολόγηση: αναφέρει στο δοκίμιό του πολιτικές συλλογικότητες, διανοουμένους και επιδραστικούς καλλιτέχνες, που κατά την κρίση του κορονοϊού καλλιέργησαν συστηματικά τη συνωμοσιολογία, μέσα από μη συνεκτικούς και αντιφατικούς συλλογισμούς «ως προς τις λογικές απολήξεις των αξιακών τους τοποθετήσεων». Πρόκειται για λόγους, οι οποίοι καθιστούν αδύνατο τον οποιοδήποτε αντίλογο και έλεγχο, ενώ στα ακραία τους όρια συγκλίνουν με αντιδημοκρατικές δυνάμεις, απορρίπτοντας την πολιτειακή κατεύθυνση της κοινωνικής δικαιοσύνης και της συμπερίληψης και προωθώντας ενεργά μια σειρά από αποκλεισμούς (έμφυλους, φυλετικούς, εθνοτικούς).
Ο συγγραφέας, αναζητώντας τις προϋποθέσεις για τη συγκρότηση πολιτικών λόγων, οι οποίοι ενισχύουν την πολυθεΐα των αξιών και υπερβαίνουν την κρίση, συμπληρώνει και επεκτείνει τη βεμπεριανή οπτική μέσα από ένα πρωτότυπο διάλογο με ετερογενή θεωρητικά ρεύματα. Αρχικά, επικαλείται τα αξιώματα που θέτει η Χάνα Άρεντ για την επικοινωνιακή πράξη εντός της πολιτικής κοινότητας. Είναι οι τρεις όροι της κοινής αίσθησης για την εγκυρότητα της πολιτικής κρίσης (τους οποίους αντλεί από τον Καντ): να σκέφτεσαι για τον εαυτό σου, να βάζεις τον εαυτό σου νοερά στη θέση κάθε άλλου και να σκέφτεσαι πάντα σε συμφωνία με τον εαυτό σου. Για τον Κτενά, η τήρηση των συγκεκριμένων όρων δεν οδηγεί σε «μια ενιαία και διαφωτισμένη ανθρωπότητα», αλλά σε κρίσεις που είναι ταυτόχρονα έγκυρες και αντιτιθέμενες και σε πολιτικές κοινότητες που διαφωνούν, καθόσον εκκινούν από διαφορετικές αξιακές αφετηρίες. Το δεύτερο στοιχείο που προστίθεται στην αξιακή πολυθεΐα, είναι η πειστικότητα μιας θέσης στον βαθμό που μπορεί να καθολικευτεί με λογική συνοχή. Για τον συγγραφέα πάντως η καθολικευσιμότητα αποτελεί ένα διαρκές διακύβευμα για τη συγκρουσιακή κοινωνική πραγματικότητα, για το «οποίο δεν υπάρχει ποτέ, μία και μόνο απάντηση». Ένας τρίτος παράγοντας, που εμπλουτίζει την πολιτική μέσα από την αξιακή πολυθεΐα, είναι η λήψη υπόψη της ιστορικής εμπειρίας (π.χ. φεμινιστικό κίνημα), η οποία αναδιατάσσει τους όρους της διαμάχης των αξιών και της καθολικευσιμότητας τους.
Ιστορική διάσταση και διαμεσολάβηση από αξίες
Στο δεύτερο μέρος, με τίτλο Επιστημολογία της Πανδημίας, o Κτενάς εκκινεί πάλι από τη βεμπεριανή προσέγγιση της αξιακής πολυθεΐας, η οποία σχετικοποιεί την επιστημονική γνώση αναδεικνύοντας την ιστορική της διάσταση και τη συνακόλουθη διαμεσολάβηση της από αξίες που επηρεάζουν (θέλοντας και μη) τον ερευνητή. Ενώ όμως ο στόχος της βεμπεριανής πολυθεΐας είναι ο συνεχής αναστοχασμός πάνω στις προϋποθέσεις σχηματισμού της γνώσης και όχι η κατάρριψη της τελευταίας, ο συγγραφέας διαπιστώνει πως στην περίοδο του κορονοϊού βρήκαν ευήκοα ώτα, λόγοι επιστημολογικού σχετικισμού, που ταύτιζαν την επιστημονική γνώση με την αυθαιρεσία της εξουσίας και ορισμένοι από αυτούς έφταναν να αρνούνται το ίδιο τον ιό. Σε αυτό το σημείο, όπως και στο αντίστοιχο της πολιτικής κρίσης, ο Κτενάς πρωτοτυπεί προτείνοντας μια συμπλήρωση της βεμπεριανής επιστημολογίας μέσα από τον διάλογο με άλλα θεωρητικά ρεύματα. Στη θέση των θεωρήσεων κοινωνικής κατασκευασιοκρατίας, που συλλαμβάνουν την αλήθεια ως εύπλαστη επινόηση λόγων και πρακτικών, οι οποίες δεν συναντούν κάποια αντίσταση έξω από αυτές, προτείνει τον «μεταφυσικό ρεαλισμό» και την καστοριαδική πρώτη στιβάδα: η επιστημονική γνώση οφείλει να λαμβάνει υπόψη της και να συντονίζεται με «τη φυσική και βιολογική πραγματικότητα», όπου βρίσκεται το υπόστρωμα της, επομένως και τα όρια της. Έπειτα, αναφέρεται στη λακανική ψυχανάλυση, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε μια ενδελεχή επεξεργασία των τυχόν προσωπικών κινήτρων με τα οποία επενδύεται η γνώση. Τέλος, ο συγγραφέας κάνει λόγο και για την ανάγκη διαχωρισμού των επιστημών που κάνουν «διαπλαστικές παρεμβάσεις» από τις «προγνωστικές» και τις «περιγραφικές»: οι πρώτες επιδιώκοντας «άμεσες και βίαιες» αλλαγές στο κοινωνικό σώμα, εμπλέκονται στην πολιτική διαμάχη, καθώς δίνουν προτεραιότητα σε μια αξία έναντι κάποιας άλλης.
Εν κατακλείδι, το δοκίμιο του Γιάννη Κτενά αποτελεί μια σημαντική συμβολή σύγχρονης πολιτικής θεωρίας με αφορμή την κρίση της πανδημίας, αξιοποιώντας μια πλούσια θεωρητική παράδοση, με πυρήνα τον Βέμπερ, στην κατεύθυνση της αποκατάστασης τόσο της πολιτικής με την έννοια του αγώνα όσο και της επιστημονικής γνώσης. Η έκδοση είναι εξαιρετικά επιμελημένη (Κ. Λαμπρινού), με εξώφυλλο μια λεπτομέρεια από πίνακα του Πίτερ Μπρίγκελ [Peter Bruegel] που αναπαριστά σκηνή από την πιο θανατηφόρα πανδημία στην Ευρώπη (την πανώλη του 14ου αιώνα).