Σε άρθρο που είχε δημοσιευτεί στις Ιδέες[1] της «Εποχής», δύο μήνες πριν, είχαμε εισαγάγει στη συζήτηση τον ρόλο των συναισθημάτων στην πολιτική. Αφορμή για αυτό το άρθρο είχε σταθεί η προετοιμασία του στρατηγικού πολιτικού σεμιναρίου του Transform Europe! σε συνδιοργάνωση με το ίδρυμα Ρόζα Λούξεμπουργκ. Το σεμινάριο[2] πραγματοποιήθηκε στις 23-24 Φεβρουαρίου στη Βιέννη και στο παρόν σημείωμα θέλουμε να μοιραστούμε κάποιες από τις ιδέες που αναπτύχθηκαν.

 

Η πολιτική συναισθηματικότητα

 

Τα συναισθήματα δεν αποτελούν μόνο το παράγωγο πολιτικών αποφάσεων, αλλά επενεργούν ήδη στο πώς διαχειριζόμαστε μια πρωταρχική γνώση. Επηρεάζουν τον ίδιο τον τρόπο με τον οποίο αναζητούμε πληροφορίες/ειδήσεις, τον τρόπο που τις διαβάζουμε και τις επεξεργαζόμαστε. Μια πρώτη σημαντική παραδοχή είναι πως, από κοινού, θετικά και αρνητικά σημαντικά έχουν τη θέση τους στην πολιτική συμπεριφορά και καθένα κινητοποιεί με διαφορετική τροπικότητα και διαφορετική χρονικότητα. Γνωρίζουμε πως η οργή κινητοποιεί καθώς καταδεικνύει/ονοματίζει τον υπαίτιο, ωστόσο, περιορίζει τον αναστοχασμό και την επανεκτίμηση, η οποία συμβάλλει στην αλλαγή πολιτικής στρατηγικής. Στην πολιτική συναισθηματικότητα ένα κρίσιμο ερώτημα είναι πως μεταφερόμαστε από μια ομάδα συναισθημάτων (οργή, φόβος, καταγγελία–παράπονο κτλ) σε μια άλλη (ελπίδα, ενθουσιασμός κτλ). Τα αρνητικά συναισθήματα μπορούν, πράγματι, να κινητοποιούν, είτε μιλάμε για το επίπεδο της εκλογικής συμπεριφοράς, είτε για αυτό της συγκρουσιακής πολιτικής, ωστόσο, τα θετικά συναισθήματα είναι αυτά που χτίζουν εμπιστοσύνη και αφοσίωση σε ένα σκοπό/μια ιδέα/μια ομάδα. Παράλληλα, τα πολιτικά συναισθήματα μπορούν να διαφέρουν ανάλογα με το πολιτισμικό και εθνικό πλαίσιο. Ένα x συναίσθημα μπορεί να θεωρείται αποδεκτό σε ένα συγκεκριμένο πολιτισμικό συγκείμενο και μη αποδεκτό σε κάποιο άλλο. Στοιχεία[3] δείχνουν πως υπάρχουν πολιτισμικές διάφορές στη χρήση των συναισθημάτων στις εκλογικές καμπάνιες από χώρα σε χώρα, τόσο ως προς την ένταση της αξιοποίησης συναισθημάτων, όσο και ως προς τον τύπο των συναισθημάτων που χρησιμοποιούνται.

Ένα σημαντικό πλαίσιο της σύγχρονης εποχής διαμορφώνει σημαντικά τη σχέση των συναισθημάτων με την πολιτική, η εξατομίκευση. Η εξατομίκευση επηρεάζει έντονα την πολιτική συναισθηματικότητα και οφείλουμε να την εξετάζουμε πέρα από ένα πλαίσιο κανονιστικών συζητήσεων. Όσο μπορεί να περιέχει αρνητικές εξωτερικές εκφράσεις (απομάκρυνση από συλλογικές ταυτότητες, υποχώρηση της σημασίας της κοινότητας κτλ), άλλο τόσο δύναται να περιέχει και θετικές εσωτερικές εκφράσεις (αυτονομία του υποκειμένου, ενδυνάμωσή του κτλ). Ως προς τις θετικές εσωτερικές εκφράσεις και την συνεπακόλουθη επίδραση που έχουν στην πολιτική συμπεριφορά, αξίζει να έχουμε κατά νου τη διάκριση μεταξύ ταυτότητας και εαυτού, κάτι που συχνά παραγνωρίζουν οι κοινωνικοί ψυχολόγοι. Η ταυτότητα αναφέρεται στην εικόνα που οι άλλοι έχουν για εμάς, ενώ ο εαυτός στην εικόνα που έχουμε εμείς οι ίδιοι για εμάς. Η διάκριση αυτή έχει εξέχουσα σημασία στο πλαίσιο της καταγγελτικής πολιτικής – πολιτικής της διαμαρτυρίας (grievance politics), καθώς η ενίσχυση των συλλογικών δυνατοτήτων να μετασχηματιστεί η καταγγελτική πολιτική σε μια πολιτική που να επενδύει στη φροντίδα και στη διατομική και κοινωνική σύνδεση, δεν μπορεί παρά να περνάει μέσα από την ενδυνάμωση της ατομικής δυνατότητας του καθενός και της καθεμίας από εμάς. Με αυτόν τον τρόπο μπορούμε να αντιπαρατεθούμε, επίσης, με το πρότυπο αξιοκρατικής εξατομίκευσης του νεοφιλελευθερισμού.

 

Συλλογικοποίηση των συναισθημάτων

 

Αναφερθήκαμε παραπάνω στην κρισιμότητα του περάσματος από ένα σύνολο συναισθημάτων σε ένα άλλο. Η αλλαγή αυτή συντελείται, κυρίαρχα, μέσω της συλλογικοποίησης των νέων συναισθημάτων. Δύο μεγάλοι συναισθηματικοί μηχανισμοί βρίσκονται σε αντιπαράθεση, αυτός της ρεσαντιμάν[4] (ressentiment) και αυτός του κοινωνικού μοιράσματος. Το κοινωνικό μοίρασμα μετατρέπει αυτό που ήταν ατομικά επιθυμητό, μα άπιαστο, σε ένα κοινό στόχο, ο οποίος μπορεί να επιτευχθεί μέσω της συλλογικής δράσης με όμορους άλλους. Παράλληλα, οι κοινωνικοί δεσμοί που αναπτύσσονται γεννούν αλληλεγγύη και κοινά συλλογικά συναισθήματα, ενώ στη περίπτωση της ρεσαντιμάν οι άνθρωποι τείνουν να βλέπουν την ατομική ευθύνη πίσω από συλλογικές εμπειρίες επισφάλειας, κρίσης κτλ.

Η δημοκρατία είναι ένα πολιτικό και ψυχολογικό επίτευγμα. Η δημοκρατική «ευγνωμοσύνη», η συνεπακόλουθη φροντίδα και έγνοια για τους άλλους, η ανεκτικότητα απέναντι στην αμφιθυμία ή/και την αναποφασιστικότητα του άλλου λειτουργούν ως αντίδοτο στα συναισθήματα που περιβάλλουν την καταγγελτική πολιτική. Παράλληλα, μόνο εντός της δημοκρατικής πολιτικής μπορεί να παραχθούν καθολικές πολιτικές (universalistic social policies), αλλά και να πλαισιωθούν με καθολικότητα πολιτικές που μπορεί να ερεθίζουν ένα κοινωνικό ακροατήριο έναντι ενός άλλου και να πυροδοτούν κοινωνική μνησικακία.

Το πεδίο αυτό είναι ιδιαίτερα πλούσιο και η Αριστερά μπορεί να διδαχτεί πολλά από τις συζητήσεις και τα συμπεράσματα που παράγονται εντός του. Σύντομα θα κυκλοφορήσει ηλεκτρονικα[5] η έκδοση που περιλαμβάνει τις εισηγήσεις από το σεμινάριο «Ο ρόλος των συναισθημάτων στην πολιτική» και εμείς θα συνεχίσουμε να δουλεύουμε πάνω σε αυτό το θέμα και να εμπλουτίζουμε την αριστερή προοπτική με την γνώση που μας προσφέρει.

 

Σημειώσεις:

1. Αγγελίνα Γιαννοπούλου, Τα συναισθήματα στην πολιτική, www.epohi.gr/article/48554/ta-synaisthhmata-sthn-politikh, 16 Δεκεμβρίου 2024.

2. Strategic Seminar 2024 “The Role of Emotions in Politics”, Transform Europe! & Rosa Luxemburg Stiftung, transform-network.net/event/strategy-seminar-2024-the-role-of-emotions-in-politics

3. García Hípola, Giselle & Antón-Merino, Javier & Pérez Castaños, Sergio. (2021). The use of emotions in 2019 European Elections campaign materials. Rocznik Integracji Europejskiej. 53-69.)

4. Μια ψυχολογική κατάσταση που προκύπτει από καταπιεσμένα συναισθήματα ζήλιας και μίσους που δεν μπορούν να ικανοποιηθούν. Το αίσθημα εχθρότητας προς ένα αντικείμενο που ο κάποιος αναγνωρίζει ως αίτιο της απογοήτευσής του, δηλαδή, μια ανάθεση ευθύνης για την απογοήτευσή του. Το αίσθημα αδυναμίας ή το συναίσθημα ανωτερότητας, και ίσως ακόμα ζήλια, μπροστά στο «αίτιο» δημιουργεί ένα απορριπτικό/δικαιολογητικό σύστημα αξιών (ή μια ηθική), το οποίο επιτίθεται ή αρνείται την αντιληπτή πηγή της απογοήτευσης. Ο όρος εγκαινιάστηκε από τον Νίτσε και αποτέλεσε, επίσης, αντικείμενο έρευνας από τον Max Scheler. Θεωρείται μια επιδραστική δύναμη για τη δημιουργία ταυτοτήτων, ηθικών πλαισίων και συστημάτων αξιών. Ωστόσο, υπάρχει συζήτηση για την εγκυρότητα αυτών των συστημάτων αξιών και σε ποιο βαθμό είναι μη προσαρμοστικά και καταστροφικά. Ο όρος πρέπει να διακρίνεται από το «resentment».

5. Στην ιστοσελίδα του Transform! Europe, transform-network.net/publication

Αγγελίνα Γιαννοπούλου Η Αγγελίνα Γιαννοπούλου είναι πολιτική επιστήμονας. Περισσότερα Άρθρα
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet