Από τα δημοσιεύματα στον Τύπο, τη συνάντηση ΟΕΝΓΕ – υπουργού Υγείας (15.2.2024), τη συνέντευξη Τύπου Γεωργιάδη και Θρασυβούλου (19.2.2024) και τις 15 ερωταποκρίσεις του υπουργείου για την Ενιαία Λίστα Χειρουργείων (20.2.2024), γνωρίζουμε ήδη όσα χρειάζεται για το γράμμα και το πνεύμα της επικείμενης υπουργικής απόφασης για τα απογευματινά χειρουργεία. Περιμένοντας τις λεπτομέρειες, έχει αξία να σταθούμε περισσότερο στη «φιλοσοφία» της κυβερνητικής παρέμβασης.
Οι διακηρυγμένοι στόχοι της είναι α) να αντιμετωπιστεί η τεράστια αναμονή στα χειρουργεία του ΕΣΥ και β) να εξαλειφθεί η διαφθορά στο σύστημα υγείας – ό,τι κομψά λέμε «άτυπες» πληρωμές» («φακελάκι»).
Αντιμετώπιση της αναμονής;
Ως προς τον πρώτο στόχο, στο τέλος του 2023 οι πολίτες σε αναμονή χειρουργείου ήταν 102.000: περισσότεροι από τους μισούς (57%) περιμένουν πάνω από 4 μήνες (οι 14.060 στη Βόρεια Ελλάδα), ενώ το 26% πάνω από ένα χρόνο. Μπροστά σε αυτή την επικίνδυνη κατάσταση, η κυβέρνηση προτείνει δύο λύσεις: Η πρώτη είναι να λειτουργήσουν τώρα επί πληρωμή τα «απογευματινά», ώστε να μειωθεί η λίστα, χάρη σε όσους θα έχουν να πληρώσουν. Οι υπόλοιποι (δεύτερη λύση) θα περιμένουν ενάμιση μήνα ακόμα για να χειρουργηθούν δωρεάν, με πόρους του Ταμείου Ανάκαμψης που θα διατεθούν σε 50.000 ασθενείς εν αναμονή, με κριτήριο το χρόνο αναμονής τους. Σε δύο περιπτώσεις, το οικονομικό κριτήριο επιβάλλεται πάνω στη ζωή: αν έχεις, χειρουργείσαι τώρα στα «απογευματινά» – αν όχι, θα χειρουργηθείς αργότερα, όχι με βάση την ανάγκη (ο χρόνος δεν μετρά το ίδιο για όλους τους ασθενείς), αλλά με ένα σχεδόν «τυφλό» κριτήριο κατανομής των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης. Παρατήρηση πρώτη: αν το θέμα είναι πράγματι η «έκτακτη ανάγκη», να σωθούν δηλαδή ζωές, αν «σκοπός δεν είναι ούτε η ιδιωτικοποίηση, ούτε η αποδυνάμωση του Εθνικού Συστήματος Υγείας. Το ακριβώς αντίθετο. Σκοπός μας είναι η ισχυροποίησή του και η διατήρηση του δημόσιου χαρακτήρα του» (Α. Γεωργιάδης, 19.2.2024), τότε γιατί δεν επιτάσσονται ιδιωτικά νοσοκομεία; Παρατήρηση δεύτερη: αν ο λόγος είναι πράγματι η «έκτακτη» συνθήκη, γιατί αυτή αντιμετωπίζεται με ένα μέτρο μόνιμου χαρακτήρα, όπως η νομοθέτηση επί πληρωμή χειρουργείων; Παρατήρηση τρίτη: γιατί η αντιμετώπιση της αναμονής περνά από την αμοιβή γιατρών και νοσηλευτών κατά πράξη (ανάληψη του κινδύνου για την υγεία καθενός σε ατομική βάση), αντί της αύξησης χρηματοδότησης και στελέχωσης από φορολογία (συλλογική ανάληψη των κινδύνων για τη δημόσια υγεία);
Αντιμετώπιση των «άτυπων» ιδιωτικών πληρωμών;
Ως προς τον δεύτερο στόχο, η Έκθεση για την Κατάσταση της Υγείας στην ΕΕ το 2023, αναφέρει ότι το 13% των αποκριθέντων σε σχετική έρευνα ανέφεραν ότι έπρεπε να δώσουν επιπλέον πληρωμή ή δώρο αξίας σε νοσηλευτή ή γιατρό, ή να προσφέρουν δωρεά σε νοσοκομείο. Όμως η έκθεση αυτή αναφέρει τις άτυπες πληρωμές ως μέρος των ιδιωτικών άμεσων πληρωμών για υπηρεσίες υγείας, που στην Ελλάδα αποτελούν το 33% των δαπανών υγείας – το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό στην ΕΕ μετά τη Βουλγαρία, και υπερδιπλάσιο σε σχέση με τον ενωσιακό μέσο όρο (15%) (βλ. ΟΟΣΑ & Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο Συστημάτων και Πολιτικών Υγείας, Ελλάδα Προφίλ Υγείας 2023 shorturl.at/ABFUW). Νομιμοποιώντας τις άτυπες πληρωμές, η κυβέρνηση δεν αντιμετωπίζει την ιδιωτικοποίηση του συστήματος υγείας στο σκέλος της χρηματοδότησης: την παγιώνει. Κι αυτό, ενώ οι ανικανοποίητες ανάγκες υγείας μέσα και μετά την COVID-19 πληθαίνουν (4 στους 10 αναβάλλει επίσκεψη σε γιατρό λόγο ανέχειας, σύμφωνα με το ΙΜΕ-ΓΣΕΒΕΕ).
Στόχοι και μέσα
Όσο και αν το υπουργείο αποτάσσεται στα λόγια την ιδιωτικοποίηση, με την επικείμενη υπουργική απόφαση ιδιωτικοποιεί τον δημόσιο τομέα υγείας με τους εξής τρόπους:
α) παγιώνει τις ιδιωτικές πληρωμές, ξορκίζοντας το άτυπο «φακελάκι» ως ζήτημα ηθικής, αλλά παγιώνοντάς το διά νόμου ως άμεση ιδιωτική πληρωμή·
β) υποχρεώνει τα δημόσια νοσοκομεία να αναζητούν τα ίδια πόρους για την επιβίωσή τους, θεσπίζοντας χειρουργεία (και, γιατί όχι, ιατρεία) επί πληρωμή, να λειτουργούν δηλαδή ως οιονεί επιχειρήσεις που θα πωλούν εμπορεύματα σε μια αγορά υπηρεσιών υγείας: στο όνομα της ελευθερίας επιλογής και της ποιότητας, με την Ενιαία Λίστα Χειρουργείου εκθέτει στον ανταγωνισμό (για το ποιες θα έχουν μικρότερη αναμονή) τις χειρουργικές κλινικές του δημόσιου τομέα μεταξύ τους, και οξύνει τον ανταγωνισμό που υφίστανται από τον ιδιωτικό τομέα ούτως ή άλλως. Ως προς τον ανταγωνισμό των δημόσιων κλινικών μεταξύ τους, τον παραδέχεται ρητά ο υπουργός: «θα είναι οι συμπολίτες μας με απόλυτη διαφάνεια, να μπορούν να βλέπουν εάν επιλέξουν να πάνε στην Α ή στη Β χειρουργική κλινική πόσο μέσο χρόνο αναμονής θα πρέπει να αναμένουν για την διενέργεια του τακτικού τους χειρουργείου. Πιστεύω ότι αυτό θα βάλει και σε ένα καθεστώς ευγενούς άμιλλας τις χειρουργικές κλινικές και ενδεχομένως σε ένα κάποιο βαθμό να λύσει και προβλήματα που αποτελούν χρόνιες παθογένειες του Εθνικού Συστήματος Υγείας». Για τους νεοφιλελεύθερους, το πρόβλημα του ΕΣΥ δεν είναι η υποχρηματοδότηση, η υποστελέχωση, η άνιση κατανομή και η εξάντληση των επαγγελματιών υγείας του ΕΣΥ (κι εδώ θα χρειαστεί να επανέλθουμε): είναι η κακή ποιότητα, που οφείλεται στην ανεπαρκή ως τώρα έκθεση στον ανταγωνισμό, η οποία θα υποχρέωνε το σύστημα να βελτιωθεί, επί ποινή εξαφάνισης. Τέλος,
γ) ωθεί τους γιατρούς του δημόσιου τομέα να λειτουργούν ως επιχειρηματίες, αναζητώντας ευκαιρίες πλουτισμού στον ιδιωτικό τομέα υγείας, παράλληλα (και σε βάρος) της εργασίας στο Δημόσιο (επαναφορά Άρθρου 10 του ν. 4999/2022 [«νόμος Γκάγκα»]). Με τον τρόπο αυτό, και πάντα για να «ενισχύσει» το ΕΣΥ, η κυβέρνηση ομογενοποιεί τη λειτουργία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, όπως υπαγορεύει από δεκαετίες η Σχολή της Δημόσιας Επιλογής: και οι δύο θα πωλούν υπηρεσίες υγείας, και οι δύο θα αναζητούν ιδιωτικούς πόρους για να επιβιώσουν στον μεταξύ τους ανταγωνισμό, και οι δύο απασχολούν επαγγελματίες από τον άλλο τομέα, ανταγωνιζόμενοι μεταξύ άλλων και για ανθρώπινο δυναμικό. Ποιος θα επιβιώσει στον ανταγωνισμό αυτό θα το αποφασίζουν με κριτήρια ποιότητας οι ασθενείς-πελάτες –οικονομική συνθήκη που θα ορίζει την άλλοτε σχέση γιατρού-ασθενή, δηλαδή έναν βασικό όρο της ποιοτικής φροντίδας υγείας–, μένοντας στο κατά πόσο γιατροί, νοσηλευτές και νοσοκομεία αποκρίνονται στις ιδιαίτερες ανάγκες τους, και αδιαφορώντας για τις προϋποθέσεις της παροχής υπηρεσιών, όπως η στελέχωση και η χρηματοδότηση. Για την κυβέρνηση, οι πόροι για την υγεία είναι αυτονόητα σπάνιοι: «Ο διπλασιασμός των λειτουργικών του ΕΣΥ θα σήμαινε να θεσπίσουμε ένα επιπλέον ΕΝΦΙΑ τουλάχιστον, και κάτι ακόμα, για όλους τους Έλληνες» (Γεωργιάδης 19.2.2024). Κι όμως, μόλις την περασμένη εβδομάδα ανακοινώθηκε η πρόσληψη 1.213 μόνιμων στη δημοτική αστυνομία, ενώ οι εξαγγελθείσες προσλήψεις ειδικών γιατρών και νοσηλευτών παραμένουν απλά μη συγκρίσιμες με τις κενές θέσεις…
Με ποιες συμμαχίες;
Τέσσερα νοσοκομεία ανακοίνωσαν ήδη τη λειτουργία απογευματινών χειρουργείων (Ευαγγελισμός «Γ. Γεννηματάς» και «Αττικόν» στην Αθήνα, «Παπαγεωργίου» στη Θεσσαλονίκη), ενώ γιατροί και νοσηλευτές «αναμένουν να αποσαφηνιστεί το ύψος των αμοιβών για την απογευματινή λειτουργία των χειρουργείων για να σταθμίσουν πώς θα κινηθούν». Ακόμα και ο φιλοκυβερνητικός Τύπος δείχνει προβληματισμένος. Ο Πανελλήνιος Ιατρικός Σύλλογος αντιτίθεται ρητά στο Άρθρο 10 του «Νόμου Γκάγκα» που επαναφέρει η υπουργική απόφαση και προσφεύγει στην ΕΕ για την εξουθένωση των επαγγελματιών υγείας. Οι κινητοποιήσεις των νοσοκομειακών γιατρών –με σπουδαία στιγμή το πανυγειονομικό συλλαλητήριο στο Ρέθυμνο, στις 22 Φεβρουαρίου– είναι σήμα κινδύνου στο όνομα μιας κοινωνίας που αντιμετωπίζεται ως περιττός πληθυσμός. Είμαστε μέρος της.