Φαίνεται πως κάτι αλλάζει. Στις δυναμικές κινητοποιήσεις των αγροτών, που μόνο σε όσους παρατηρούν την επιφάνεια θύμιζαν τις κινητοποιήσεις προηγούμενων χρόνων, προστέθηκαν οι καταλήψεις και οι μαζικές διαδηλώσεις των φοιτητών για την προάσπιση του δημόσιου πανεπιστήμιου. Η απάντηση στην επίθεση διάλυσης του ΕΣΥ δεν περιορίστηκε στις αντιδράσεις νοσηλευτών και γιατρών, σε αρκετές πόλεις μεταφράστηκε σε μαζικές λαϊκές συγκεντρώσεις υπεράσπισης του καθολικού και δημόσιου χαρακτήρα του αγαθού της υγείας. Πριν από λίγες μέρες, η ορθή επιλογή να συνδεθεί η τραγική επέτειος του εγκλήματος –ακόμα χωρίς τιμωρία– των Τεμπών με την πανελλαδική απεργιακή κινητοποίηση των εργαζομένων, οδήγησε στη μαχητική κινητοποίηση εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών.
Βήματα σε νέο έδαφος
Παρά την άνετη κοινοβουλευτική πλειοψηφία και την πολιτική κυριαρχία της χάρη στην ανυπαρξία αντίστοιχης με τις κοινωνικές ανάγκες αντιπολίτευσης, η κυβέρνηση δεν κρύβει την ανησυχία της. Είναι αυτή η τελευταία που την αναγκάζει μπροστά σε αυτό το κύμα διαμαρτυρίας και αντίστασης να μην επιλέγει τη γνωστή αυταρχική κινητοποίηση του κατασταλτικού μηχανισμού, παρά τις απόπειρες που έκανε αρχικά, ιδίως στα πανεπιστήμια. Ζυγίζει τις αντιδράσεις, βολεύεται από την αδυναμία της αντιπολίτευσης και ανιχνεύει το νέο έδαφος στο οποίο είναι υποχρεωμένη να βαδίσει στη δεύτερη τετραετία της.
Η πρώτη τετραετία της, παρά τις έκτακτες καταστάσεις, αποδείχτηκε πιο βατή για την ίδια. Αξιοποιώντας ακριβώς τις έκτακτες συνθήκες, ανέπτυξε με σχετική επιτυχία την επιχειρηματολογία των εισαγόμενων κρίσεων και υπερπρόβαλε με κάθε μέσο τη διαχειριστική ικανότητά της στην αντιμετώπισή τους. Μείωσε με αυτό τον τρόπο στο ελάχιστο τις αντιδράσεις και το πολιτικό κόστος, τη στιγμή που προωθούσε συστηματικά την εφαρμογή του νεοφιλελεύθερου αντιλαϊκού προγράμματός της.
Η δεύτερη τετραετία, παρά την εκλογική κατίσχυση της ΝΔ, άρχισε σε πολύ διαφορετικό κλίμα. Το επιχείρημα των εισαγόμενων προβλημάτων χάνει την πειστικότητά του, ακόμα και στο τελευταίο οχυρό, την «εισαγόμενη» ακρίβεια. Το ίδιο και το επιχείρημα της δημοσιονομικής στενότητας, που έρχεται σαν συνέχεια της επιλογής της ΝΔ να συμπεριφέρεται, από το 2019 ήδη, σαν να μην υπήρξε έξοδος από τα μνημόνια. Και σαν να μην υπάρχουν τεράστια φορολογικά υπερέσοδα και τεράστια αφορολόγητα ουρανοκατέβατα κέρδη από τον πληθωρισμό της απληστίας.
Αυτό που κάνει τη διαφορά
Αυτό που κάνει τη διαφορά, είναι ότι γίνεται πια αισθητό σε ευρύτερα λαϊκά στρώματα ότι είναι εφικτό οι αγωνιστικές διεκδικήσεις να έχουν αποτέλεσμα. Δεν προσκρούουν σε αντικειμενικά ή κατασκευασμένα εξωγενή εμπόδια, αλλά κυρίως στις πολιτικές επιλογές της κυβέρνησης. Αν αποκτήσουν, συνεπώς, πολιτική έκφραση και διέξοδο, θα έχουν αίσια έκβαση.
Αν είναι βάσιμη μια τέτοια εκτίμηση, τότε, με δεδομένες τις ανάγκες που μένουν ανικανοποίητες για μεγάλο διάστημα, η κοινωνική πίεση θα ενταθεί και η κυβέρνηση θα τη νιώσει πολύ εντονότερα. Επίσης, η άποψη ότι δεν γίνεται να υπάρξουν ουσιαστικές νίκες στο δεδομένο νεοφιλελεύθερο ευρωπαϊκό πλαίσιο θα υποχωρήσει αισθητά. Οι συσσωρευμένες κοινωνικές ανάγκες, μαζί με τις υποχρεώσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης που εγείρουν την απαίτηση για κοινωνικά δίκαιη μετάβαση, αλλά και η αγανάκτηση που προκαλεί η ένταση των ανισοτήτων, η βραδυπορία της απονομής δικαιοσύνης, τα τεράστια ελλείμματα κράτους δικαίου και δημοκρατίας, θα αναζητούν πιεστικά διέξοδο στις νέες συνθήκες.
Και, το κυριότερο, θα διεκδικούν πολιτική έκφραση. Σε ένα πολιτικό πεδίο όπου η Aριστερά παραμένει τεμαχισμένη, τμήματά της μάλιστα μετακινούνται προς το Kέντρο μεταλλασσόμενα και διακηρύσσοντας τη θεωρία ότι εκεί θα δρέψουν τους καρπούς της κυβερνησιμότητας, παρά το γεγονός ότι στο Kέντρο κατοικοεδρεύουν και το διεκδικούν και άλλοι. Και το χειρότερο είναι ότι με τον τρόπο αυτό μετακινούν μεγάλο μέρος του αντιπολιτευτικού τόξου δεξιότερα, σε συντηρητικότερες θέσεις, ενδίδοντας ταυτόχρονα σε έναν συντηρητικό λαϊκιστικό λόγο. Διαμορφώνουν έτσι ένα πολιτικό σκηνικό που, παρά τους τακτικούς ελιγμούς ή και τις αντιπολιτευτικές κορόνες, εμπνέει όλο και λιγότερο εμπιστοσύνη, ιδίως στο τμήμα εκείνο του εκλογικού σώματος που απέχει και αδρανεί μέχρι στιγμής. Ό,τι πρέπει, δηλαδή, για να διαμορφωθούν συνθήκες πρόσφορες, ώστε να διεκδικήσει την πολιτική έκφραση της κοινωνικής πίεσης η άκρα Δεξιά.
Αντίφαση που ζητάει λύση
Αν εντοπίζετε αντίφαση ανάμεσα στην αισιοδοξία της εναρκτήριας παραγράφου και στην απαισιοδοξία της καταληκτικής, είναι ορθή η παρατήρησή σας. Δεν είναι, όμως, αντίφαση του συλλογισμού, είναι της ίδιας της πραγματικότητας. Διαμορφώνονται, όπως φαίνεται, οι όροι μιας νέας περιόδου αμφισβήτησης της νεοφιλελεύθερης κυριαρχίας, της λιτότητας και της παράδοσης των πάντων στην αγορά, αλλά απουσιάζει η πολιτική συγκρότηση εκείνου του μπλοκ δυνάμεων, που θα εκφράσει αυτή την αμφισβήτηση και θα τη μετατρέψει σε σχέδιο και πρόγραμμα αλλαγής των συσχετισμών για την εφαρμογή μιας αντίπαλης εναλλακτικής πολιτικής. Όσοι ελπίζουν, μετά τις θλιβερές εξελίξεις στον ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και τους τακτικούς ακροβατισμούς και τις ανισορροπίες του ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, ότι μπορεί σε αυτούς τους σχηματισμούς να αναζητηθεί ο καταλύτης μιας προοδευτικής διεξόδου, μάλλον κινούνται εκτός πραγματικότητας.
Μια αριστερά ενωτική, πληθυντική, ριζοσπαστική, δημοκρατική, αναγεννημένη, που δεν πάσχει από αυτοαναφορικότητα και δεν νιώθει αυτάρκης, με συναίσθηση του ιστορικού ρόλου της και της συγκυρίας, σε οργανική σχέση με τα κοινωνικά κινήματα, με ενσωματωμένη στη στρατηγική της την πολιτική των συμμαχιών μπορεί να διεκδικήσει αυτό τον ρόλο. Θα είμαστε πολύ τυχεροί, αν αυτό το σαββατοκύριακο χαραχτούν τα πρώτα της βήματα σ’ έναν τέτοιο οδικό χάρτη.