Στη σκηνή του Θεάτρου Εν Αθήναις ζωντανεύει για τρίτη συνεχόμενη χρονιά, μία από τις καλύτερες ίσως θεατρικές παραστάσεις του σύγχρονου θεάτρου της τελευταίας δεκαετίας. «Η μάνα αυτουνού… Έλλη Ζάχου Ταχτσή» της Κικής Μαυρίδου σε σκηνοθεσία Βαγγέλη Λάσκαρη, με τη Ράνια Σχίζα στον ομώνυμο ρόλο, που ξεκίνησε το ταξίδι της πριν από τρία χρόνια στον Πολυχώρο Vault, μεταφέρθηκε στο Θέατρο Εν Αθήναις (Ιάκχου 19, Γκάζι), όπου παρουσιάζεται σημειώνοντας απανωτά sold out κάθε Σάββατο στις 6μμ και Κυριακή στις 9.15μμ, ενώ από 9 Μαΐου αναμένεται να παρουσιαστεί στη Θεσσαλονίκη στο Θέατρο Αμαλία για περιορισμένο αριθμό παραστάσεων.
Ο μονόλογος βασίζεται στη ζωή της μητέρας του Κώστα Ταχτσή. Η Ράνια Σχίζα καταφέρνει να μεταμορφωθεί στην Έλλη Ζάχου Ταχτσή και με μοναδική μαεστρία να μεταφέρει τη ζωή και τα πάθη της στον 21ο αιώνα. Μέσα από την ιστορία της, η Έλλη Ζάχου Ταχτσή θίγει ζητήματα που αφορούν και τη σημερινή κοινωνία, όπως η θέση της γυναίκας και οι ρόλοι της, ζητήματα αποδοχής της διαφορετικότητας, ο κάθε είδους ρατσισμός, ενώ ταυτόχρονα ρίχνει φως σε άγνωστες πτυχές της ζωής του Κώστα Ταχτσή.
Ωστόσο, ποια είναι τα στοιχεία του έργου που κέντρισαν περισσότερο το ενδιαφέρον στην ηθοποιό, Ράνια Σχίζα: «Είναι μεγάλη πρόκληση να υποδύεσαι ένα υπαρκτό πρόσωπο. Έχει μεγάλη ευθύνη. Έχει ένα γλυκό βάρος. Ωστόσο, μου είναι πάρα πολύ δύσκολο να απομονώσω κάτι. Διάβασα απνευστί το έργο. Στην αρχή σκέφτηκα ότι είναι μια προσωπικότητα που δεν προκαλεί και τα καλύτερα συναισθήματα, αλλά δεν ισχύει αυτό τελικά. Όλοι οι άνθρωποι ερχόμαστε από το ίδιο σημείο και εν δυνάμει είμαστε τα πάντα. Η Έλλη Ζάχου Ταχτσή με έβαλε στη διαδικασία να γυρίσω πίσω στις δικές μου ρίζες. Η μία γιαγιά μου, η Κρητικιά, ήταν αρκετά σκληρή γυναίκα, αλλά την λάτρευα. Με τον ρόλο αυτόν μπήκα και σε δικά μου σκοτάδια. Ο καθένας μας, ανάλογα με τις συνθήκες που θα βρεθεί, μπορεί να δείξει τον καλύτερο και τον χειρότερο εαυτό του».
Η Έλλη Ζάχου Ταχτσή, μητέρα του σπουδαίου μεταπολεμικού λογοτέχνη, υπήρξε μια ανυπόταχτη γυναίκα, που το μόνο που ήθελε, ήταν να ζήσει ελεύθερη και να αγαπηθεί. Όμως, ατύχησε και στους δύο τομείς, γεγονός που την οδήγησε να υποκύψει στη σκληρότητα της εποχής της και να γίνει πιο σκληρή από αυτήν.
«Η Έλλη παντρεύτηκε στα 16 της με προξενιό έναν άντρα 20 χρόνια μεγαλύτερό της σαν αντίδραση στη μητριά της. Εκεί νομίζω ήταν περισσότερο παρόρμηση. Όταν είσαι 16 ετών, δεν μπορεί να είναι συνειδητή απόφαση. Από εκεί και πέρα, πέρασε πολύ δύσκολα. Την βλέπουμε κυριολεκτικά από τα παπλώματα στα σανίδια. Επειδή ήταν ένας πολύ έντονος και ακραίος άνθρωπος, αυτό που την καθοδηγούσε νομίζω ότι ήταν η συναισθηματική της κατάσταση την κάθε στιγμή. Για παράδειγμα, όταν ήταν καλά στα ερωτικά της, ήταν πάρα πολύ καλή και με τα παιδιά της. Το ερωτικό κομμάτι ήταν κάτι που καθόριζε πάρα πολύ και τη συμπεριφορά της απέναντι στα παιδιά της. Αυτό το κορίτσι δεν μεγάλωσε με χάδι. Δυστυχώς, όταν μεγαλώνεις με τόση βία, θα μεταφέρεις αυτή τη βία, ίσως και με χειρότερο τρόπο στους επόμενους. Και ιδίως όταν δεν έχεις κάποιον δίπλα σου και οι συνθήκες της κοινωνίας δεν είναι τέτοιες που να σε κάνουν να μπεις σε διαδικασία να δεις το γιατί», εξηγεί η Ρ. Σχίζα και συνεχίζει: «Όσον αφορά τον Κώστα, νομίζω ότι δεν τον ήθελε γιατί ήταν εσωτερικευμένη η πατριαρχία μέσα της, ενώ βλέπεις ότι ήταν μια γυναίκα αγκάθι για την εποχή της, μια φεμινίστρια».
«Η μάνα αυτουνού», προσφώνηση απαξιωτική, ειρωνική, σαρκαστική, μα τόσο οικεία, τόσο γνώριμη. Ειπωμένη υπαινικτικά και πάντοτε χαμηλόφωνα. Σχεδόν ψιθυριστά. Από αυτούς τους ψίθυρους που είναι μαχαιριές στην καρδιά. Που καμιά φορά όμως γίνονται και φονικά. «Ο γιος αυτηνής», ο Κώστας Ταχτσής, δολοφονήθηκε. Όπως «δολοφονείται» σ’ αυτόν τον κόσμο, ότι απειλεί να ξεσκεπάσει την υποκρισία του. Η Έλλη Ζάχου Ταχτσή επί της ουσίας δεν αποδέχθηκε ποτέ τον γιο της. «Η εγγονή της Έλλης, μου έχει αφηγηθεί τις στιγμές που περιγράφονται στο έργο, όταν ο Κώστας Ταχτσής πήγαινε για φαγητό στο σπίτι τους και κατέληγαν να τσακωθούν με τη μάνα του. Έμπαινε και η αδερφή του στη μέση. Ο γαμπρός του προσπαθούσε να τους ηρεμήσει. Η Έλλη ούρλιαζε και έκλαιγε και ο Κώστας έφευγε σαν τρελός. Αλλά, όταν μου μίλησε για τη σχέση μάνας και γιου, η εγγονή της Έλλης μου είπε ότι αυτό που υπήρχε μεταξύ τους ήταν έρωτας. Έμοιαζαν τόσο πολύ. Δύο άνθρωποι τόσο έντονοι και με τόση αγάπη και πάθος μέσα τους, που δεν μπόρεσαν να το δώσει ο ένας στον άλλο», αφηγείται στην Εποχή η Ράνια Σχίζα.
«Για μένα η Έλλη Ζάχου Ταχτσή κάνει μια εξομολόγηση, να πει τον πόνο της, να ανοίξει την ψυχή της, να ζητήσει συγχώρεση γνωρίζοντας ότι είναι πολύ αργά πια και αυτό είναι που με συγκλονίζει. Κάθε βράδυ για εμένα όλος αυτός ο μονόλογος είναι έκθεση απέναντι στον κόσμο που είναι κάτω, απέναντι σε ένα δικαστήριο, σε ενόρκους. Αυτή η γυναίκα έχει τη γενναιοδωρία να εκθέσει, να αποκαλύψει πραγματικά, να γδυθεί μπροστά τους, να δείξει όλη της τη σκληρότητα, όλα όσα έκανε και παράλληλα και όλη αυτή τη γλύκα που έχει. Είναι ένα χρέος απέναντι σε αυτό το μεγάλο λάθος που έκανε, το να δώσει το παιδί της στα 7 του και να του στερήσει την αγκαλιά της», αναφέρει η Ράνια Σχίζα.
Βλέποντας τη «Μάνα αυτουνού», ο θεατής μεταφέρεται στο παρελθόν της Έλλης Ζάχου Ταχτσή για να φτάσει κάποια στιγμή στο μέλλον μιας κοινωνίας, που σήμερα συνεχίζει να αποδεικνύεται σκληρή, αλλά όχι μη αναστρέψιμη. Η Ράνια Σχίζα και όλοι οι συντελεστές της παράστασης μας αποδεικνύουν τι σημαίνει να βλέπεις καλό θέατρο.
Συγγραφέας: Κική Μαυρίδου, σκηνοθεσία: Βαγγέλης Λάσκαρης, πρωτότυπη μουσική σύνθεση: Μάνος Αντωνιάδης, σκηνικό / κοστούμι: Γιώργος Λιντζέρης, κατασκευή κοστουμιού: Ειρήνη Αβζίδου, σχεδιασμός φωτισμών: Βαγγέλης Μούντριχας, φωτογραφίες παράστασης: Χριστίνα Φυλακτοπούλου.
Στο ρόλο της Έλλης Ζάχου Ταχτσή η Ράνια Σχίζα. Την φωνή του χαρίζει στον ρόλο του Κώστα Ταχτσή ο Νίκος Καραθάνος.