Παρακολουθώντας πριν από μερικές μέρες έναν περισπούδαστο νομικό αναλυτή στην αρμόδια επιτροπή της Βουλής να μας εξηγεί επί ώρα, με πλούσια, περίτεχνη και κοπιώδη νομοτεχνική επιχειρηματολογία, πόσο αναχρονιστικό και ασύμβατο με το ενωσιακό δίκαιο είναι το άρθρο 16 του ελληνικού συντάγματος, εύλογα αναρωτιόταν κανείς γιατί δεν αναθεωρήθηκε η επικατάρατη συνταγματική διάταξη στην τόσο πρόσφατη αναθεώρηση του καταστατικού μας χάρτη.

 

Η απάντηση είναι πολιτική

 

Όσο και να ψάξουμε, απάντηση νομική δεν θα βρούμε. Νομικίστικα προσχήματα υπάρχουν αρκετά, η απάντηση, όμως, είναι πολιτική και όχι νομική. Μια ψευδεπίγραφα (νεο)φιλελεύθερη κυβέρνηση αποφεύγει συστηματικά να πλησιάζει με τις επιλογές της τις κακοτοπιές της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Τη θυμάται και την αξιοποιεί προσχηματικά, προκειμένου να αποκτήσει τεχνητά την κοινοβουλευτική πλειοψηφία, με τη βοήθεια καλπονοθευτικών συστημάτων ενισχυμένης (μη)αναλογικής. Και ασκεί, εν ονόματι αυτής της αρχής, εντελώς καταχρηστικά, τη νομοθετική εξουσία που πηγάζει από αυτήν, αποφεύγοντας τις αυστηρότερες διαδικασίες της συνταγματικής αναθεώρησης.

Η άσκηση της συντακτικής/αναθεωρητικής εξουσίας είναι πρακτικά και νομικά η πιο κοντινή στην αρχή της λαϊκής κυριαρχίας διαδικασία στις συνθήκες της σύγχρονης αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας. Πραγματοποιείται με σαφή και συγκεκριμένη εντολή, που παρέχεται σε δύο στάδια, με δύο διαδοχικές διαδικασίες εθνικών εκλογών, που δεσμεύουν στον μεγαλύτερο δυνατό βαθμό τους αποδέκτες της λαϊκής εντολής. Απέχει παρασάγγες από την τακτική νομοθετική διαδικασία, που στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού έχει συρρικνωθεί σε μια ρουτίνα άσκησης «κομματικής πειθαρχίας».

 

Το ιδεολογικό βάρος της παραβίασης

 

Η πολιτική απάντηση στο εύλογο ερώτημα, συνεπώς, είναι ότι η κρατούσα νεοφιλελεύθερη αρχή είναι «όσο μακρύτερα από την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας, τόσο καλύτερα». Αυτό είναι που καθιστά την παραβίαση του σαφέστατου άρθρου 16 του ελληνικού συντάγματος τεράστιο ζήτημα δημοκρατίας, το οποίο δεν αντιμετωπίζεται μόνο με μια ένσταση αντισυνταγματικότητας με τη γνωστή κατάληξη χάρη στην αναμενόμενη ομοφωνία-αφωνία της αντίθετης με την αρχή της λαϊκής κυριαρχίας κατασκευασμένης απόλυτης κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας. Ενώ έχουν τη νομική δυνατότητα και υποχρέωση να αναθεωρήσουν ένα άρθρο που καταγγέλλουν ως αναχρονιστικό και αντίθετο με το ενωσιακό δίκαιο, δεν το επιχειρούν, προτιμούν να το παραβιάσουν. Γεγονός που έχει και ιδεολογική σημασία, καθώς εισάγει ως κανονικότητα του νεοφιλελεύθερου αυταρχισμού, μια κατάφωρη και τσαμπουκαλίδικη –παρά την πλούσια και εξεζητημένη νομικίστικη επιχειρηματολογία– παραβίαση της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας. Η θεωρία και πρακτική του «συντάγματος λάστιχο» αποβλέπει στην ακύρωσή του και στον ευτελισμό της δημοκρατικής λειτουργίας.

Πρόκειται, δηλαδή, για ζήτημα που δεν αντιμετωπίζεται μόνο με μια ψηφοφορία επί της συνταγματικότητας/αντισυνταγματικότητας, αλλά με μια εκτεταμένη συζήτηση και αντιπαράθεση για τη νομιμοποίηση/ μη νομιμοποίηση μιας κυβέρνησης, η οποία γράφει στα παλιότερα υποδήματά της κάθε δημοκρατικό εμπόδιο που συναντάει στη διαδρομή της.

 

Ζήτημα δημοκρατίας

 

Ήταν ευτυχής συγκυρία που το συγκεκριμένο ζήτημα ήρθε να συμπέσει χρονικά με τις εξελίξεις στο αυτάδελφο –από τη σκοπιά της δημοκρατίας– σκάνδαλο των υποκλοπών: η καταδίκη και η επιβολή μεγάλου προστίμου σε βάρος της Intellexa στις ΗΠΑ –και για παραβιάσεις της νομοθεσίας περί κακόβουλων λογισμικών που διαπράχθηκαν στην Ελλάδα– αναδεικνύει άλλη μία πτυχή του τεράστιου προβλήματος δημοκρατίας που σέρνει μαζί της για δεύτερη τετραετία η κυβέρνηση της ΝΔ. Και της ξεκάθαρης πρόθεσής της να κρατήσει όσο μπορεί στο σκοτάδι την οποιαδήποτε έρευνα για πολιτικές ευθύνες και ποινικές εμπλοκές σ’ αυτή την υπόθεση του καθεστωτικού ζόφου.

Και, βέβαια, καθιστά διπλά προβληματική την άρνηση του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ και τη σιωπή άλλων στην πρόσκληση να συμβάλουν με την υπογραφή των βουλευτών τους στην κατάθεση πρότασης δυσπιστίας, με ασθενή και μη πολιτικά επιχειρήματα. Πρόσκληση που έχει κάνει δημόσια η Νέα Αριστερά προς όλα τα κόμματα της δημοκρατικής αντιπολίτευσης. Γιατί αν είναι μία φορά απαράδεκτη ως προς το περιεχόμενο η νομοθετική ρύθμιση για τα ιδιωτικά τριτοβάθμια ιδρύματα, είναι δύο και τρεις φορές ο αντισυνταγματικός και αντιδημοκρατικός ο τρόπος με τον οποίο επιχειρεί να το επιβάλει.

 

Σαν υστερόγραφο

 

Με πρόσχημα τη νομική θέση ότι το ενωσιακό δίκαιο υπερέχει και επικρατεί ακόμα και των συνταγματικών διατάξεων των κρατών μελών της ΕΕ, η κυβέρνηση της ΝΔ, και όσοι ζηλεύουν τη δόξα των αλήστου μνήμης νομικών συμβούλων του στέμματος, επιχειρεί να επιβάλει έναν αδιανόητο αυτοματισμό νομοθετικών ρυθμίσεων στο εσωτερικό των κρατών μελών.

Αν υποθέταμε καταχρηστικά ότι αυτό θα μπορούσε να νοηθεί νομικά στην τρέχουσα νομοθετική πρακτική, στο πεδίο των συνταγματικών διατάξεων δεν είναι αυτονόητο ότι ισχύει το ίδιο. Σύνταγμα της ΕΕ δεν υπάρχει που να αντικαθιστά τα συντάγματα των κρατών μελών. Δεν έχει εφαρμοστεί η νομιμοποιητική αρχή της λαϊκής κυριαρχίας με τη μορφή της συντακτικής εξουσίας, η οποία μπορεί να παράσχει νομικό και πολιτικό κύρος σε μια τέτοια διαδικασία. Δεν υπάρχει, δεν συγκροτείται νομικά και πολιτικά ευρωπαϊκός λαός, στο όνομα του οποίου θα μπορούσε να γίνει επίκληση της λαϊκής κυριαρχίας.

Αντίθετα, η απόπειρα κατασκευής ευρωσυντάγματος χωρίς τη συγκρότηση ευρωπαϊκού λαού πριν από χρόνια, αποκρούστηκε με την εφαρμογή της αρχής της λαϊκής κυριαρχίας μέσω δημοψηφισμάτων στο εσωτερικό κρατών μελών της ΕΕ. Υποδεικνύοντας την επικράτησή της έναντι της παραδοχής του αυτοματισμού της υπεροχής του ενωσιακού δικαίου αδιακρίτως και κατά το δοκούν.

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet