Στο προηγούμενο φύλλο της «Εποχής» παρουσιάστηκε η έρευνα του Ινστιτούτου Εναλλακτικών Πολιτικών ΕΝΑ, την οποία εκπόνησε σε συνεργασία με την Prorata. Τα στοιχεία που αφορούν στις στάσεις και τις αντιλήψεις για το αριστερό ημισφαίριο της ελληνικής κοινωνίας πυροδότησαν γόνιμες συζητήσεις, στις οποίες επιθυμούμε να συνεισφέρουμε και εμείς. Με αφορμή, λοιπόν, το πολύπλοκο τοπίο που καταγράφεται, και που προσφέρει τόσο πολιτικές ευκαιρίες για τα κόμματα της (κεντρο)Αριστεράς όσο και πολιτικές απειλές προερχόμενες κυρίως από τη δυναμική άνοδο της Ακροδεξιάς, δημοσιεύσουμε σήμερα μια σειρά από σύντομες συμβολές εξαίρετων πολιτικών επιστημόνων.
Η Ομάδα των Παρεμβάσεων
Η Ακροδεξιά και η εργατική τάξη
Στις τριάντα ημέρες που προηγήθηκαν των πρώτων εθνικών εκλογών του 2023, ο τότε πρόεδρος του ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ, Αλέξης Τσίπρας, αναφέρθηκε στο Facebook 215 φορές στη μεσαία τάξη. Η εν λόγω επιλογή συμβαδίζει με τη διεθνή τάση σημαντικής υποχώρησης του ενδιαφέροντος πολιτικών κομμάτων, ακαδημαϊκών και δημοσιογράφων για την εργατική τάξη και αυξημένης απόδοσης σημασίας στα μεσαία κοινωνικά στρώματα1. Μολονότι στην πρόσφατη έρευνα του ΕΝΑ δεν καταγράφεται η ταξική θέση των συμμετεχόντων, η ανάγνωση των δεδομένων στη βάση των μεταβλητών του εισοδήματος και του μορφωτικού επιπέδου αναδεικνύει δυο προκλήσεις στις οποίες η Αριστερά οφείλει να ανταποκριθεί:
-
Οι πολιτισμικές στάσεις και αντιλήψεις όσων διαθέτουν χαμηλό εισόδημα βρίσκονται ιδιαίτερα κοντά στις θέσεις της Ακροδεξιάς σε ό,τι αφορά τα θέματα της μετανάστευσης, του διαχωρισμού κράτους-εκκλησίας και των δικαιωμάτων των ΛΟΑΤΚΙ+ ανθρώπων, καταδεικνύοντας ότι τα κόμματα του συγκεκριμένου φάσματος διεκδικούν να εκπροσωπήσουν τα λαϊκά στρώματα στο πολιτικό τοπίο.
-
Παρά το γεγονός ότι η τάση συνεχούς όξυνσης των ανισοτήτων της περιόδου των μνημονίων αντιστράφηκε το διάστημα 2015-2019, μόνο το 18% όσων διαθέτουν ετήσιο εισόδημα έως 7.000 ευρώ, 20% της εισοδηματικής κατηγορίας 7.001–16.000 και μόλις 16% όσων δεν διαθέτουν πανεπιστημιακή μόρφωση αξιολογούν τη διακυβέρνηση της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ θετικά.
Με άλλα λόγια, στον πολιτισμικό άξονα τα λαϊκά στρώματα διατηρούν μεγάλες αποστάσεις από τα κόμματα του αριστερού ημισφαιρίου. Ενώ στον άξονα της οικονομίας, όπου υπάρχει σημαντικά μεγαλύτερη εγγύτητα με τις θέσεις της Αριστεράς, τα πεπραγμένα των κυβερνήσεων Τσίπρα δεν επαρκούν για να θεμελιώσουν μια προνομιακή σχέση πολιτικής εκπροσώπησης. Ως εκ τούτου, είναι αμφίβολο εάν οι δηλώσεις υπερηφάνειας για τα επιτεύγματα της διακυβέρνησης της χώρας από τον ΣΥΡΙΖΑ εξυπηρετούν τον επιδιωκόμενο (και) από στελέχη της Νέας Αριστεράς στόχο πολιτικής εκπροσώπησης της εργατικής τάξης.
Η στροφή του κόσμου της εργασίας προς τα κόμματα της Ακροδεξιάς δεν συνιστά ελληνική πρωτοτυπία. Αντιθέτως, η μελέτη έξι χωρών της Δυτικής Ευρώπης όπου τα κόμματα της Ακροδεξιάς σε εκλογικές αναμετρήσεις έχουν συγκεντρώσει τουλάχιστον 12% αναδεικνύει ότι η εργατική τάξη είναι καθοριστική δεξαμενή ψήφων για την Ακροδεξιά, εφόσον περίπου το 50% των ψηφοφόρων τους ανήκουν στην εργατική τάξη. Το 31% των βιομηχανικών εργατών/τριών και το 23% των τμημάτων της εργατικής τάξης που απασχολούνται στον τομέα των υπηρεσιών ψήφισε κόμματα της Ακροδεξιάς, ενώ ένα ακόμα 23% όσων απείχαν από τις εκλογές είναι μέλη της εργατικής τάξης.2
Αντιμέτωπες με λαϊκά στρώματα με το αξιακό φορτίο της Ακροδεξιάς (τουλάχιστον στον πολιτισμικό άξονα), ορισμένες προερχόμενες από την Αριστερά δυνάμεις, όπως το κόμμα της Σάρα Βαγκενκνέχτ, έχουν επιχειρήσει να γεφυρώσουν το χάσμα, υποχωρώντας από βασικές διεκδικήσεις στο επίπεδο της έμφυλης ισότητας, αλλά και του αντιρατσισμού. Κατά την άποψη μας, η περαιτέρω κανονικοποιήση του συντηρητισμού και της μισαλλοδοξίας τροφοδοτεί περαιτέρω τον ακροδεξιό κίνδυνο.
Αντ’ αυτού πρέπει να αναζητηθούν νέες πολιτικές πρωτοβουλίες και να δημιουργηθούν οργανωτικές προϋποθέσεις επαναπροσέγγισης της εργατικής τάξης –όχι ως δεξαμενής ψήφων, αλλά ως πρωταγωνιστικής δύναμης διεκδίκησης και διαμόρφωσης πολιτικής.
Χάρις Τριανταφυλλίδου,
πολιτική επιστήμονας
Σημειώσεις:
1. Oesch Daniel (2022), Contemporary Class Analysis, 2022, 1-27.
2. Oesch, Daniel & Rennwald, Line. (2018). Electoral competition in Europe's new tripolar political space: Class voting for the left, centre-right and radical right. European Journal of Political Research.
Προοπτικές και περιορισμοί
για το μέλλον της (κεντρο)Αριστεράς
Μετά τις διπλές κάλπες του 2023, το (κεντρο)αριστερό ημισφαίριο βρίσκεται ομολογουμένως σε συνθήκη κρίσης. Οι εκλογές οδήγησαν σε ένα κομματικό σύστημα κυρίαρχου κόμματος, με πολλούς να συνδέουν τη συντριπτική επικράτηση της ΝΔ με την οικοδόμηση μιας κοινωνικής ηγεμονίας ή με μια συντηρητική στροφή της ελληνικής κοινωνίας.
Η πρόσφατη έρευνα του Ινστιτούτου ΕΝΑ δείχνει ότι η συνολική εικόνα είναι περισσότερο πολύπλοκη. Ο κυβερνητικός λόγος είναι σίγουρα κυρίαρχος, αλλά όχι ηγεμονικός, και η συντηρητική στροφή μπορεί να εντοπίζεται σε συγκεκριμένα πεδία, με ενδεικτικότερο όλων το μεταναστευτικό ζήτημα, αλλά μια τέτοια εκτίμηση δεν αντικατοπτρίζει την κοινωνική πραγματικότητα σε όλο της το εύρος. Μεγάλο μέρος των ερωτώμενων φαίνεται να υιοθετεί στάσεις και απόψεις που θεωρούνται παραδοσιακά «αριστερές» ή «προοδευτικές».
Η αίσθηση της δεξιάς κυριαρχίας εξηγείται και από τη δυσχερή θέση στην οποία βρίσκονται οι λεγόμενες προοδευτικές δυνάμεις συνολικά. Ο ΣΥΡΙΖΑ-ΠΣ βιώνει την περιδίνηση μιας ιδεολογικής και ταυτοτικής κρίσης που οξύνθηκε με την ήττα και την αποχώρηση Τσίπρα. Το ΠΑΣΟΚ αδυνατεί να αναπτύξει δυναμική. Το ΚΚΕ παρουσιάζεται ως καταφύγιο συνέπειας, αλλά συναντά τα όρια των συντηρητικών του θέσεων σε σειρά μετα-υλιστικών ζητημάτων. Η Νέα Αριστερά αναζητά βηματισμό για να χαράξει έναν διακριτό και αυτόνομο πολιτικό δρόμο. Το ΜέΡΑ25 βρίσκεται σε υπαρξιακή καμπή.
Στα (κεντρο)αριστερά του πολιτικού φάσματος εντοπίζεται ένα κενό πολιτικής εκπροσώπησης, με κίνδυνο χιλιάδες πολίτες να συνεχίσουν να οδηγούνται στην αποχή και την κομματική ή/και πολιτική αποξένωση. Δυστοκία, διαλυτικές συνθήκες, κατακερματισμός. Υπάρχει κάποια αισιόδοξη προοπτική;
Μια απάντηση μπορεί να βρεθεί στην έρευνα του Ινστιτούτου ΕΝΑ. Η συντριπτική πλειοψηφία του κοινωνικού σώματος πιστεύει ότι η κοινωνία είναι διαιρεμένη σε κοινωνικές τάξεις, πως υπάρχουν συγκρουόμενα συμφέροντα και πως οι λίγοι εκμεταλλεύονται τους πολλούς. Η συντριπτική πλειοψηφία είναι υπέρ του διαχωρισμού εκκλησίας και κράτους. Πλειοψηφίες διαφορετικής κλίμακας (64%-88%) πιστεύουν πως το κράτος πρέπει να έχει την ευθύνη για τις υποδομές, την ενέργεια, την εκπαίδευσης, την υγεία και το νερό. Αν μάλιστα έπρεπε να διαλέξουν, προτιμούν την κρατική μέριμνα (56%) από την ιδιωτική πρωτοβουλία (39%). Η πλειοψηφία επιθυμεί την υψηλότερη φορολογία των πλουσίων.
Αν αυτά ισχύουν, γιατί οι δυνάμεις που εκφράζουν παρόμοιες θέσεις δεν ανταμείβονται εκλογικά; Γιατί, την ίδια στιγμή, ο ρόλος του κράτους στον μισό αιώνα Μεταπολίτευσης αποτιμάται αρνητικά; Αμφιθυμία φαίνεται να επικρατεί και σχετικά με την εφαρμοσιμότητα των ιδεών της Αριστεράς. Μόνο 1 στους 5 κρίνει ως θετική τη διακυβέρνηση της χώρας από την κυβέρνηση συνεργασίας ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ, την τελευταία κυβέρνηση με βασικό κορμό ένα κόμμα της (κεντρο)Αριστεράς. Οι τομείς που αναγνωρίζεται θετικό έργο είναι η πρόνοια, η υγεία και τα δικαιώματα.
Τα παραπάνω είναι μερικά μόνο από τα ευρήματα της έρευνας και ήδη προσφέρουν στοιχεία για αναστοχασμό και ανασχεδιασμό της στρατηγικής των κομμάτων της (κεντρο)Αριστεράς. Ζητούμενο δεν είναι ούτε να ικανοποιήσεις μια «κοινή λογική», ούτε να απομονωθείς, αλλά να παρέμβεις στο πεδίο του δημοσίου λόγου με στόχο τη συνδιαμόρφωση αυτής της «κοινής λογικής».
Με την προοπτική της διακυβέρνησης να φαίνεται μακρινή, τα κόμματα του (κεντρο)αριστερού ημισφαιρίου δίνουν έμφαση στην αντιπροσώπευση, και αυτό εμφανίζεται στον κυρίαρχο ιδεολογικό αυτοπροσδιορισμό των ψηφοφόρων κάθε κόμματος. Η στρατηγική αυτή είναι εύλογη για την περίοδο της κρίσης που βιώνει ο χώρος, αλλά ανεπαρκής στη μακρά διάρκεια. Μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνο ως προπαρασκευαστικό στάδιο.
Για το επόμενο βήμα χρειάζεται ορθή ανάγνωση της συγκυρίας, επαφή και κατανόηση των διεργασιών στη βάση της κοινωνίας, διαμόρφωση συνεκτικού, αλλά όχι μονολιθικού αφηγήματος που να απευθύνεται στη λογική και το συναίσθημα. Χρειάζονται πρόσωπα και πολιτικά σχήματα που να εκπέμπουν αξιοπιστία και να εμπνέουν. Απαιτεί, ταυτόχρονα, πρόταση ξεκάθαρης κυβερνητικής εναλλακτικής και εμπλοκή στον ιδεολογικό αγώνα.
Αντώνης Γαλανόπουλος,
υποψήφιος διδάκτορας ΑΠΘ
Η ανασύνθεση της Αριστεράς
και το ζητούμενο του εναλλακτικού αφηγήματος
Το 2015, ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε στην κυβέρνηση στην κορύφωση μιας πρωτόγνωρης κρίσης πολιτικής εκπροσώπησης, έχοντας καταστεί βασικός εκφραστής της μαζικής δυσαρέσκειας απέναντι στις πολιτικές της σκληρής λιτότητας. Η συγκυρία των μνημονίων έπαιξε καταλυτικό ρόλο, ωστόσο σημαντική ήταν και η προηγούμενη περίοδος. Από το 2004 στον χώρο της ευρύτερης Ανανεωτικής και Ριζοσπαστικής Αριστεράς είχε αναπτυχθεί μια σειρά πρωτοβουλιών δικτύωσης και σύμπτυξης συμμαχιών, που ευνόησαν τη σταδιακή διαμόρφωση μιας νέας ταυτότητας για τον χώρο. Ως αποτέλεσμα αυτών των διεργασιών, ήδη πριν την εκδήλωση της κρίσης χρέους, ο ΣΥΡΙΖΑ είχε καταφέρει να τοποθετηθεί ως πολιτική δύναμη απέναντι στα δύο έως τότε κυρίαρχα κόμματα της Μεταπολίτευσης, ΠΑΣΟΚ και ΝΔ, πλασάροντας ένα νεανικό δυναμικό προφίλ, στον αντίποδα μιας κουρασμένης συναίνεσης στο «Κέντρο». Μέσα στη ρευστότητα του διπλού εκλογικού σεισμού του 2012, ο ΣΥΡΙΖΑ εδραιώθηκε ως εναλλακτική, ως κάτι το «νέο», το διαφορετικό σε σχέση με ό,τι άλλο είχε δοκιμαστεί στην κυβέρνηση έως τότε, συναντώντας μια κοινωνική ζήτηση που έψαχνε ακριβώς αυτό.
Η έκφραση της αντιμνημονιακής δυναμικής συναντήθηκε με ένα πλέγμα θετικών προταγμάτων, που, πέρα από την αντιστροφή των μέτρων λιτότητας, έθεταν στο επίκεντρο μια σειρά αιτημάτων και προγραμματικών στόχων σοσιαλδημοκρατικής κατεύθυνσης, με έμφαση σε ζητήματα δημοκρατικής λειτουργίας του κράτους και δικαιωμάτων. Η «ελπίδα» έγινε το κεντρικό σημείο αυτής της στρατηγικής στην τελική ευθεία προς την άνοδο στην εξουσία.
Η αποδοχή του τρίτου μνημονίου δημιούργησε μια ριζική ασυμφωνία μεταξύ ασκούμενης πολιτικής και αφηγήματος που είχε πλάσει έως τότε ο ΣΥΡΙΖΑ. Ωστόσο, αυτό δεν έφερε μια άμεση αποστοίχιση από το κόμμα. Ένα σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος επέλεξε να δώσει μια δεύτερη (Σεπτέμβριος 2015) και τελικά μια τρίτη ευκαιρία στον ΣΥΡΙΖΑ. Γιατί ως τρίτη ευκαιρία μπορεί να διαβαστεί η διατήρηση ποσοστού της τάξης άνω του 30% στις εκλογές του 2019. Η μαζική απογοήτευση ήρθε αμέσως μετά για μια σειρά από λόγους, αλλά κυρίως γιατί, όπως το έθεσε ο Γεράσιμος Μοσχονάς, «ο ΣΥΡΙΖΑ απέτυχε στην αντιπολίτευση και ως αντιπολίτευση».
Κατά την κυβερνητική του θητεία, αλλά και έπειτα στην αντιπολίτευση, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατέβαλε μια συντεταγμένη προσπάθεια διαμόρφωσης ενός νέου αφηγήματος, το οποίο να ενσωματώνει την επιλογή της εφαρμογής του τρίτου μνημονίου, αλλά και να προχωρά πέρα από αυτή, διαμορφώνοντας ένα συνεκτικό πολιτικό σχέδιο με σαφείς προγραμματικές αιχμές και στόχους για τη μέση και τη μακρά διάρκεια. Το μεσοπρόθεσμο, η σύγκρουση γύρω από ευκαιριακά ζητήματα συγκυρίας, έδειχνε να συγκεντρώνει την προσοχή του κόμματος εις βάρος ενός αυτοδύναμου λόγου που μπορεί να οργανώνει την εμπειρία των υποκειμένων σε ήδη διαμορφωμένα και αξιόπιστα πλαίσια αναφοράς (π.χ. η ανάδειξη του σκανδάλου της Novartis αναλώθηκε συχνά σε ηθικολογικές καταγγελίες εναντίον πολιτικών αντιπάλων, αντί να λειτουργήσει ως αφορμή για τη διαμόρφωση ενός διαφορετικού και αξιόπιστου θεσμικού πλαισίου για την αποτελεσματική λειτουργία του κράτους και την ενίσχυση της διαφάνειας, ενώ η ορθή στη βάση της κριτική απέναντι στο καθεστώς λειτουργίας των ιδιωτικών τηλεοπτικών σταθμών επισκιάστηκε από την αντιπαράθεση με ιδιοκτήτες ΜΜΕ και κατέρρευσε τελικά κάτω από το βάρος της πρόχειρης και αντισυνταγματικής νομοθέτησης).
Στην αντιπολίτευση, ο ΣΥΡΙΖΑ δεν κατάφερε να αρθεί πάνω από έναν κυρίως αρνητικό, καταγγελτικό λόγο. Ελλείψει θετικών προταγμάτων, αδυνατούσε να αποκτήσει την «ιδιοκτησία» προνομιακών θεμάτων για την Αριστερά (π.χ. κράτος πρόνοιας, υγεία), με αποτέλεσμα να ετεροπροσδιορίζεται διαρκώς από θέση άμυνας, να μην δημιουργεί θέματα και γεγονότα, αλλά να αντιδρά κυρίως στις πρωτοβουλίες του πολιτικού αντιπάλου. Η δε διαρκής επιμονή στη διαφύλαξη κεκτημένων, μπροστά σε μια κοινωνία που χαρακτηρίζεται από δυσφορία για τη λειτουργία του κράτους σε πλείστους τομείς, χωρίς την ταυτόχρονη πρόταξη ενός θετικού μεταρρυθμιστικού σχεδίου, έκανε τον ΣΥΡΙΖΑ να εμφανίζεται στα μάτια των ψηφοφόρων περίπου ως δύναμη συντήρησης απέναντι σε μια κυβέρνηση που χαρακτηρίζεται από μεταρρυθμιστική ορμή. Επιπλέον, ενδιαφέρον παρουσιάζει η επιμονή του ΣΥΡΙΖΑ να ανταγωνιστεί τη ΝΔ του Κυριάκου Μητσοτάκη στο πεδίο της «αριστείας», ήδη στις εκλογές του 2023 και πιο έντονα πλέον υπό την ηγεσία του Στέφανου Κασσελάκη. Στη μελέτη των πολιτικών κομμάτων και της εκλογικής συμπεριφοράς, όμως, γνωρίζουμε ότι όταν ένας πολιτικός χώρος επιχειρεί να απευθυνθεί στο εκλογικό ακροατήριο χρησιμοποιώντας πλαίσια αναφοράς για τα οποία έχει ήδη αναγνωριστεί κάποιος άλλος στην πολιτική σκηνή ως προνομιακός εκπρόσωπος (ή «ιδιοκτήτης»), είναι ο τελευταίος που έχει τις περισσότερες πιθανότητες να ευνοηθεί.
Για να κλείσω το σύντομο σημείωμα, κάθε συζήτηση για τις προοπτικές ανασύνθεσης της Αριστεράς σε συνθήκες υποχώρησης, πρέπει να λάβει σοβαρά υπόψη τα προβλήματα και τις ανεπάρκειες της προηγούμενης ημέρας. Σε ένα περιβάλλον ανόδου στα (άκρα) δεξιά του πολιτικού φάσματος, οποιοσδήποτε πολιτικός χώρος αξιώνει να αναδειχθεί σε βιώσιμη εναλλακτική, οφείλει να επιστρέψει στο αφετηριακό ζητούμενο της σύμπηξης μιας διακριτής ταυτότητας, στην κοπιώδη δουλειά ανάπτυξης ενός εναλλακτικού σχεδίου που θα συναρθρώνει συγκεκριμένες θεσμικές παρεμβάσεις και πολιτικές με την ανάδειξη ενός αυτοδύναμου και θελκτικού οράματος για την επόμενη μέρα.
Γιώργος Κατσαμπέκης,
πολιτικός επιστήμονας
Μπορεί η ατζέντα της Αριστεράς
να είναι πλειοψηφική;
Η Αριστερά είναι μία δυναμική έννοια, το περιεχόμενο της οποίας μετασχηματίζεται μέσα στα χρόνια. Μετασχηματίζεται, όμως, και το πολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο γειώνονται οι ιδεολογίες και οι ταυτότητες. Το ερώτημα είναι κατά πόσο, σήμερα, η ατζέντα της Αριστεράς διατηρεί την αγκύρωσή της στις πολιτικές ταυτότητες, ακόμα και αν έχει χάσει τη δυναμική της στην εκλογική αρένα. Μπορεί η Αριστερά να συστήσει μία διακριτή πολιτική ταυτότητα προγραμματική, η οποία να είναι πλειοψηφική; Η έρευνα που δημοσιεύθηκε πρόσφατα από το Ινστιτούτο Εναλλακτικών Πολιτικών (ΕΝΑ, https://www.enainstitute.org/publication) μας δίνει τη δυνατότητα να διατυπώσουμε ορισμένες σκέψεις σχετικά με το παραπάνω ερώτημα.
Δύο είναι τα ενδιαφέροντα ευρήματα. Το πρώτο εύρημα αφορά στο ότι θέσεις που συγκροτούν τον προγραμματικό πυρήνα της Αριστεράς είναι πλειοψηφικές στην κοινωνία. Πλειοψηφεί στον γενικό πληθυσμό η προτίμηση για τον αποκλειστικό ρόλο του κράτους στην διαχείριση βασικών συλλογικών αγαθών όπως το νερό (88%), η ενέργεια (69%), η υγεία (80%), η εκπαίδευση (73%), οι υποδομές μεταφορών (83%), καθώς και η άποψη ότι η οικονομία θα πρέπει να λειτουργεί στην βάση μιας κεντρικά σχεδιασμένης μέριμνας του κράτους (64%). Οι απαντήσεις στον πληθυσμό των δυνητικών ψηφοφόρων της Κεντροαριστεράς/Αριστεράς είναι συντριπτικά πλειοψηφικές, σε ποσοστά άνω του 80%. Πλειοψηφική είναι η διείσδυση στον γενικό πληθυσμό θέσεων που διατυπώνονται πλειοψηφικά και από την Αριστερά: η ταξικότητα της κοινωνίας (78% συμφωνεί ότι η κοινωνία είναι διαιρεμένη σε κοινωνικές τάξεις οι οποίες έχουν αντικρουόμενα συμφέροντα και 72% ότι το μεγαλύτερο πρόβλημα είναι ότι οι λίγοι εκμεταλλεύονται τους πολλούς), η σημασία της δημοκρατίας (64% επισημαίνει ότι δεν θα ανεχόταν τον περιορισμό της δημοκρατίας για ανάπτυξη και ευημερία), η μείωση του χρόνου εργασίας (60% επισημαίνει ότι πρέπει να μειωθεί ο χρόνος πλήρους απασχόλησης από 40 σε 30 ώρες την εβδομάδα), η αποτελεσματικότητα των διαδηλώσεων (53% επισημαίνει ότι οι διαδηλώσεις και οι κινητοποιήσεις συμβάλλουν σε μεγάλο και μέτριο βαθμό στην επίτευξη των στόχων όσων διαμαρτύρονται) και ο χωρισμός εκκλησίας και κράτους (72% συμφωνεί ότι πρέπει να υπάρξει χωρισμός εκκλησίας και κράτους).
Το δεύτερο εύρημα είναι ότι υπάρχουν και άλλα θέματα αριστερής ατζέντας, τα οποία δεν είναι πλειοψηφικά στον γενικό πληθυσμό. Κλιματική κρίση, μεταναστευτικό και ορισμένες θεματικές πολιτισμικού φιλελευθερισμού δείχνουν σημάδια κοινωνικής πόλωσης, παρόλο που οι δυνητικοί ψηφοφόροι της Κεντροαριστεράς/Αριστεράς δίνουν πλειοψηφικές απαντήσεις, ακόμα και αν υπάρχουν εσωτερικές διαφοροποιήσεις μεταξύ τους.
Θα αντιπαραβάλλουμε τα δύο σώματα, τον γενικό πληθυσμό και τους δυνητικούς ψηφοφόρους της Κεντροαριστεράς/Αριστεράς. 57% του γενικού πληθυσμού διαφωνεί με την άποψη ότι οι μετανάστες και οι πρόσφυγες δεν αποτελούν απειλή για την ασφάλεια της χώρας, ενώ 67% των δυνητικών ψηφοφόρων της Κεντροαριστεράς/Αριστεράς συμφωνεί. 67,3% του γενικού πληθυσμού διαφωνεί στο ότι «η Ελλάδα πρέπει να είναι μια χώρα ανοικτών και όχι κλειστών συνόρων, ενώ 54% της Κεντροαριστεράς/Αριστεράς συμφωνεί. 47% του γενικού πληθυσμού διαφωνεί με τη θέση ότι «η αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης πρέπει να τεθεί πιο πάνω από οποιαδήποτε άλλη πολιτική προτεραιότητα», ενώ 54% της Κεντροαριστεράς/Αριστεράς συμφωνεί. 52% του γενικού πληθυσμού διαφωνεί με τη θέση ότι «δεν έχει σημασία το φύλο των γονέων για να είναι τα παιδιά ευτυχισμένα», ενώ 70% της Κεντροαριστεράς/Αριστεράς συμφωνεί.
Διαφαίνεται από την έρευνα ότι υπάρχει η κοινωνική ζήτηση για ιδέες που εκφράζονται προνομιακά από τα κεντροαριστερά και αριστερά κόμματα. Η ζήτηση αυτή δεν αφορά στο σύνολο των θεμάτων. Ωστόσο, ακόμα και θέματα τα οποία διαιρούν παρά ενώνουν, εμφανίζουν μία δυναμική πλειοψηφική μεταξύ των δυνητικών ψηφοφόρων της Κεντροαριστεράς/Αριστεράς.
Φανή Μ. Κουντούρη,
αναπλ. καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης και Πολιτικής Επικοινωνίας,
τμήμα Πολιτικής Επιστήμης και Ιστορίας, Πάντειο Πανεπιστήμιο