Νικόλας Σεβαστάκης «Πολιτική χειραφέτηση και κοινωνική κριτική», εκδόσεις Πόλις, 2024
Στο πιο πρόσφατο δοκίμιό του «Πολιτική χειραφέτηση και κοινωνική κριτική», το οποίο κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πόλις, ο καθηγητής Πολιτικών Επιστημών του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης Νικόλας Σεβαστάκης, ισορροπώντας υποδειγματικά ανάμεσα στην επιστημονική ορθολογικότητα και στην πιο λογοτεχνική χρήση της γλώσσας, αναζητά μια σύγχρονη ρεπουμπλικανική απόκριση στις πολλαπλές κρίσεις που μαστίζουν τη (νεο)φιλελεύθερη (μετα)δημοκρατία της ιδιώτευσης και της εξατομίκευσης.
Ο συγγραφέας εκκινεί από την προερμηνευτική επιλογή ότι «οι δημόσιες εξουσίες δεν παραπέμπουν μόνο σε μορφές κυριαρχίας αλλά συγκροτούν, επίσης, συστήματα κοινωνικής συνεργασίας» (σελ. 8), επιχειρώντας όχι να αναιρέσει, αλλά να εμπλουτίσει την πολύτιμη κληρονομιά του πολιτικού φιλελευθερισμού. Όπως επισημαίνει ο ίδιος, «αν η νεωτερική φιλελεύθερη εμπειρία εγγυήθηκε ένα πολύτιμο δικαίωμα στην απόσταση των ατόμων και στην προστασία τους από τις κρατικές αυθαιρεσίες, η ζωή στην εποχή των συνεχών κρίσεων επιτάσσει να αποτραπεί η απόσχιση των πολιτών από τις πολιτικές τους κοινότητες και τις δημόσιες ευθύνες τους» (σελ. 15).
Το βιβλίο δομείται γύρω από δύο κεντρικούς θεματικούς άξονες. Στο πρώτο, πιο εκτεταμένο μέρος, ο Ν. Σεβαστάκης περιηγείται με ακριβολογία και, συνάμα, δημιουργική ελευθεριότητα στη σκέψη ετερόκλητων στοχαστών ιδίως του 19ου αιώνα. Επιχειρεί, αφενός, να αναδείξει τις αντιφάσεις και τους κινδύνους που εγκυμονεί μια εγωιστική σύλληψη κι εφαρμογή της φιλελεύθερης εξαγγελίας περί αυτονομίας. Αφετέρου, επιδιώκει να προβάλλει ένα διαχρονικό και επίκαιρο θετικό αφήγημα, το οποίο διασυνδέει τις κορυφαίες ηθικοπολιτικές αξίες της νεοτερικότητας, ήτοι την ελευθερία, την ισότητα και την αλληλεγγύη, τόσο μεταξύ τους όσο και με την απτή εμπειρία των ατόμων-πολιτών-μελών του κοινωνικού συνόλου. Στο δεύτερο μέρος, εκθέτει με συνοπτικό τρόπο ένα πανόραμα των -επίσης ετερόκλητων- σχεδιασμάτων αναβίωσης του ρεπουμπλικανικού προτάγματος για το -διαπροσωπικό και συλλογικό- ευ ζην σε καιρούς όξυνσης των κοινωνικοοικονομικών ανισοτήτων, δομικών κρίσεων της φιλελεύθερης δημοκρατίας και υπαρξιακής απειλής της βιόσφαιρας.
Προκειμένου να παρουσιάσει τα προβλήματα που ενσκήπτουν ήδη από τον 19ο αιώνα στις αστικές, εμπορευματικές κοινωνίες εξαιτίας της ατομιστικής πρόσληψης του προσώπου, προσφεύγει στη σκέψη του Karl Marx, του Alexis de Toqueville και του Friedrich Nietzsche.
Από τον θεμελιωτή του επιστημονικού σοσιαλισμού και οραματιστή της αταξικής (κομμουνιστικής) επαγγελίας αντλεί τη δριμεία κριτική προς μια μεταφυσική-ανιστορική σύλληψη του κράτους, όταν αυτό νοηματοδοτείται με αμιγώς πολιτικούς όρους, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη η ταξική διάρθρωση της κοινωνίας των ιδιωτών. Κατά τον Marx, η πολιτική διάνοια, η οποία εξαντλείται στο discourse περί κράτους και διεξάγεται εντός του κράτους, αντικαθιστά το θεοκρατικό δόγμα με μια εκκοσμικευμένη δεισιδαιμονία, ευνουχίζοντας διά της εμμονής στο «πολιτικό» τα εργαλεία της κοινωνικής κριτικής, εξασθενίζοντας κατά συνέπεια το εγχείρημα της κοινωνικής χειραφέτησης. Μέσα από την πολύ ενδιαφέρουσα ματιά του συγγραφέα, «Ο Μαρξ θέτει τελικά μερικά απαιτητικά ερωτήματα σε όσους υποστηρίζουμε τη σημασία των πολιτικών θεσμών της συνταγματικής δημοκρατίας. Δεν θα εγείρει απλώς το ζήτημα του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής –δηλαδή όλα τα θέματα τα σχετικά με τον χαρακτήρα του ευρύτερου κοινωνικού και οικονομικού συστήματος- αλλά και το ερώτημα για την τύχη της πολιτικής θέσμισης σε εκείνες τις συνθήκες όπου το κοινό ζην ως οργανωμένη πολιτική κοινότητα είναι μια σκιά του ευ ζην μιας πιο «αυθεντικής» ανθρώπινης ένωσης» (σελ. 32-33).
Το πλούσιο έργο του φιλελεύθερου Toqueville, καταρχήν διαμετρικά αντίθετου προς τη μαρξική θεώρηση του κόσμου, είναι γνωστό κυρίως για την έμφαση που δίνει στον κίνδυνο εκτροπής της φιλελεύθερης δημοκρατίας σε τυραννία της πλειοψηφίας και στην -ολοκληρωτικής υφής- ομογενοποίηση των διακριτών προσώπων. Πράγματι, ο Toqueville είναι βαθιά επιφυλακτικός απέναντι σε κάθε -κρατικά ή κοινωνικά εκπορευόμενη- εξουσία, και, πάνω απ’ όλα, απέναντι στην έκταση της ισχύος που ο εκάστοτε φορέας της εν λόγω εξουσίας κατέχει. Έχει παραγνωριστεί, όμως, το γεγονός ότι δείχνει ευαισθησία και απέναντι στο αντίθετο ενδεχόμενο, δηλαδή να εκδηλωθεί ο ατομικισμός με τόσο αλόγιστη δύναμη που θα υποσκάψει τα κοινωνικά και αξιακά θεμέλια της αστικής κοινωνίας. Δίχως, ασφαλώς, να τάσσεται υπέρ της επιστροφής στους -ιεραρχικά δομημένους- προνεοτερικούς κοινωνικούς δεσμούς, εκφράζει τον έντονο προβληματισμό του για την απόσυρση των πολιτών από την ανεύρεση και πραγμάτωση του κοινού καλού.
Διαλέγοντας μέσα από τις πολυδιάστατες και συχνά αντιθετικές αναγνώσεις του έργου του Nietzsche, ο συγγραφέας εστιάζει στην αποστροφή, την οποία εκδηλώνει ο εμβληματικός Γερμανός φιλόσοφος του 19ου αιώνα προς τις ηθικές εκπτώσεις που συνοδεύουν κάθε πολιτική δράση. Ειδικότερα, αξιοποιεί τον φόβο για την εκδήλωση μιας κυριαρχίας, τύποις δημοκρατικά νομιμοποιημένης, κατ’ ουσίαν, όμως, έρμαιο της πολιτιστικής οπισθοδρόμησης και χειραγωγημένης από σχέσεις οικονομικής εκμετάλλευσης. Όπως προσλαμβάνεται ο Nietzsche μέσα από το βλέμμα του Ν. Σεβαστάκη, «η πολιτική ως δραστηριότητα και ως σκέψη είναι κατώτερης σημασίας ενασχόληση και ξόδεμα δυνάμεων … Ο κόσμος της δημοκρατικής πολιτικής μεταφράζεται σε μια πορεία συρρίκνωσης και εξασθένισης των δυνάμεων. Και οι δύο προοπτικές του μέλλοντος, αφενός η κατάρρευση του κράτους και αφετέρου η ανάδυση τρομερών σχηματισμών ισχύος από νέες κάστες του πλούτου, της γνώσης και της δύναμης, δεν είναι προοπτικές που αποκλείουν η μία την άλλη» (σελ. 67).
Στο πρώτο μέρος του βιβλίου ο συγγραφέας δεν αρκείται στην τεκμηριωμένη αποδόμηση των πιο ατομιστικών πτυχών του φιλελευθερισμού μέσα από την πρωτότυπη (ανα)σύνθεση αποσπασμάτων από το έργο μειζόνων στοχαστών του 19ου αιώνα. Επιπροσθέτως, επιθυμεί να ανιχνεύσει μια πιο θετική προοπτική για τη συλλογική μας αυτονομία εντός θεσμικά οργανωμένων πολιτικών κοινοτήτων. Έτσι, περιδιαβαίνει στο έργο δύο «ελασσόνων», παραγνωρισμένων μορφών της γαλλικής διανόησης και πολιτικής πρακτικής, του Pierre Leroux και του Jules Barni.
Από τη -θεολογικά επηρεασμένη- σκοπιά του Leroux διατηρεί την προσήλωση στην οικοδόμηση δεσμών αλληλεγγύης με ανθρωπολογικούς όρους μέσα από τη διαμόρφωση ενός κόμβου σχέσεων στον καθημερινό βίο των προσώπων. Η μεν ανθρωπότητα αποσυνδέεται από τις μυστικιστικές της συνυποδηλώσεις (Ανθρωπότητα) και «αποκτά αλήθεια μέσα στις προσπάθειες των ανθρώπων να συγκροτήσουν μια πιο αλληλέγγυα κοινωνία» (σελ. 84). Η δε αλληλεγγύη δεν προσεγγίζεται ως ιδέα-συμπλήρωμα στο περιθώριο των άλλων δύο κορυφαίων νεωτερικών αξιών (ελευθερία, ισότητα), αλλά ως «αυτή η κατάσταση συναισθηματικής αμοιβαιότητας που αποτρέπει την παραφθορά της ισότητας σε εξαναγκαστική, καταπιεστική ομοιομορφία και την εκτροπή της ελευθερίας σε ωμό ατομικισμό» (σελ. 89), εντέλει ως « … αξιακός ρυθμιστής και οργανωτική αρχή της νέας κοινωνίας και του πολιτισμού» (σελ. 95).
Ο Barni, με τη σειρά του, επιχειρεί να συνδέσει τις θεωρητικές προκείμενες της δημοκρατίας με τις πραγματικές συνθήκες λειτουργίας της, εμπλουτίζοντας έτσι το αφηρημένο ιδεώδες με ηθικές, κοινωνικές και πολιτικές παραμέτρους. Προκειμένου να επιτύχει αυτή τη σύζευξη, ενδυναμώνοντας τη δημόσια εξουσία απέναντι στις «θηριώδεις δυνάμεις της οικονομίας, του απολυταρχισμού και της θρησκείας» (σελ. 104), διεξάγει μέσα από τα γραπτά και την πολιτική του στράτευση έναν «… διμέτωπο αγώνα εναντίον των δογμάτων της οικονομικής ιδεολογίας αλλά και εναντίον των επαναστατικών ορέξεων που αναζητούν μοντέλα ταξικής δικτατορίας δίχως στέρεες εγγυήσεις για τους δημοκρατικούς θεσμούς και τις ατομικές ελευθερίες» (σελ. 103). Από τον ηθικό-παιδαγωγικό ρεπουμπλικανισμό του Barni, ο συγγραφέας εστιάζει, αφενός, στο αίτημα για μια πιο προωθημένη σύνθεση της ελευθερίας με την ισότητα μέσα από την απομείωση των εστιών αυθαίρετης κυριάρχησης και, αφετέρου, στην αναζήτηση του αναγκαίου ηθικού (όχι ηθικιστικού) υποβάθρου της δημοκρατικής πολιτικής.
Μετά την αναδίφηση του παρελθόντος, μέσα από την κριτική επισκόπηση επιλεκτικών όψεων της πρώιμα φιλελεύθερης πολιτικής κοινωνίας και την αδρομερή παρουσίαση πτυχών της ρεπουμπλικανικής παράδοσης, ο Ν. Σεβαστάκης συνεχίζει με το δεύτερο μέρος του βιβλίου. Εκεί αναζητά ψηφίδες αναγέννησης ενός -εξισωτικά φιλελεύθερου- ρεπουμπλικανισμού μες στη συνθήκη των συνεχών κρίσεων που δοκιμάζουν άνισα την εγωιστική κοινωνία (το άθροισμα-συνονθύλευμα ατόμων) της ύστερης νεωτερικότητας. Σε αυτήν ακριβώς τη μετάβαση από το πρώτο (παρελθοντικό) στο δεύτερο (παροντικό και εν μέρει μελλοντικό) μέρος εντοπίζεται, κατά την ταπεινή μου γνώμη, και το μοναδικό άξιο αναφοράς μειονέκτημα του βιβλίου. Τούτο διότι απουσιάζει ένα κεφάλαιο-γέφυρα, προκειμένου να διαφανεί σαφέστερα με ποιον -μεθοδολογικά συνεπή- τρόπο θα αξιοποιηθούν τα πορίσματα από τον κριτικό αναστοχασμό επί των αντιφάσεων της αστικής κοινωνίας του 19ου αιώνα (την εποχή της υπέρμετρα αισιόδοξης πίστης στη γραμμικότητα της προόδου) στην (ανα)διαμόρφωση της ρεπουμπλικανικής ιδέας στον 21ο αιώνα, δηλαδή σε καιρούς εξαιρετικά χαμηλών προσδοκιών για την υπαρκτή φιλελεύθερη δημοκρατία.
Ο νεορεπουμπλικανισμός, στην αγγλοσαξονική εκδοχή του πολιτικού φιλοσόφου Philip Pettit, θέτει επί τάπητος το πρόβλημα της εκδήλωσης κυριαρχίας επί προσώπων είτε από αυθαίρετα κρατικά όργανα είτε από ανέλεγκτες ιδιωτικές εξουσίες, και μεριμνά για την άρση ή, έστω, άμβλυνση των ποικίλων ανισοτήτων που διαπερνούν τον διαπροσωπικό και συλλογικό βίο.
Κατ’ ουσίαν, το βιβλίο σκιαγραφεί το πεδίο της ρεπουμπλικανικής σκέψης εν είδει διάφορων σχεδιασμάτων γύρω από το «κοινό αγαθό» της res publica. Συνεπώς, είναι ορθότερο να μιλήσουμε όχι για έναν, ενιαίο και αδιαίρετο ρεπουμπλικανισμό, αλλά για πολλούς, άλλοτε αλληλοσυμπληρούμενους κι άλλοτε αλληλοαποκλειόμενους, ρεπουμπλικανισμούς. Εξάλλου, όλες οι εκδοχές του σύγχρονου ρεπουμπλικανισμού συμμερίζονται το αποφατικό σκέλος (ελευθερία ως μη κυριαρχία), διαφωνώντας, ωστόσο, στο θετικό πρόταγμα, δηλαδή αναφορικά με την έκταση των παρεμβάσεων στους δημόσιους θεσμούς και τις κοινωνικές σχέσεις για τη διασφάλιση όρων συλλογικής αυτονομίας.
Υπό αυτό το πρίσμα, ο συγγραφέας εντοπίζει και διακρίνει τρεις βασικές κατηγοριοποιήσεις της ρεπουμπλικανικής ιδέας στον σύγχρονο κόσμο: «Ο ρεπουμπλικανισμός Ι ενδιαφέρεται για το κράτος του νόμου και κάποιες πολύτιμες αξίες που τις θεωρεί ικανές να στηρίξουν ηθικά τους αποπροσανατολισμένους πολίτες της σύγχρονης Δύσης. Ο ρεπουμπλικανισμός ΙΙ μεριμνά για τις δημόσιες εξουσίες και τον τρόπο με τον οποίο αυτές χρειάζεται να ελέγχονται πολιτικά και συγχρόνως να ελέγχουν αποτελεσματικά και αυστηρά τα ιδιωτικά πλέγματα κυριαρχίας συνδράμοντας την κοινωνία των πολιτών με τα απαραίτητα μέσα ώστε οι άνθρωποι να στέκονται στα πόδια τους και να μπορούν να αναπτύξουν τις ικανότητές τους. Όσο για τον ρεπουμπλικανισμό ΙΙΙ, αυτός επενδύει στη συλλογική χειραφέτηση των πολιτών-εργαζομένων από τις δυναστικές και εκμεταλλευτικές δομές εν συνόλω. Σε ορισμένους συγγραφείς αυτής της τάσης, προτάσσεται μια ρεπουμπλικανική κριτική του καπιταλισμού ή άλλων γενικών συστημάτων, όπως η πατριαρχία. Αντίπαλος δεν είναι ο ένας ή άλλος κυρίαρχος φορέας δράσης (master), αλλά η συνθήκη της κυριαρχικής σχέσης ως τέτοιας (mastery)» (σελ. 176).
Προκειμένου να δικαιολογήσει την υποστήριξή του προς τη δεύτερη εκδοχή της ανωτέρω τριμερούς κατηγοριοποίησης, αξιοποιεί συνδυαστικά την ηθική της αναγνώρισης και τη θεωρία της κοινωνικής ελευθερίας του Axel Honneth (σελ. 146-147), την προστασία της ατομικής και πολιτικής ελευθερίας με διασφάλιση των υλικών όρων της αυτονομίας, όπως τονίζεται στο έργο του Jean-Fabien Spitz (σελ. 160), και την ένταξή μας ως προσώπων σε μια «διευρυμένη πολιτική κοινότητα ανθρώπινων υποκειμένων, έμβιων όντων και της ανόργανης φύσης» μέσα από την οικο-ρεπουμπλικανική σκοπιά του Serge Audier (σελ. 169). Συγκεκριμένα, υπερασπίζεται εκείνη την οπτική ρεπουμπλικανισμού που στρέφει το βλέμμα προς «το πρόβλημα των αυθαίρετων μορφών κυριαρχίας και στους υλικούς και κοινωνικούς όρους που έχει ανάγκη μια ζωντανή δημοκρατία» (σελ. 175). Με τη δική του επιλογική διατύπωση: «Η νέα ρεπουμπλικανική οπτική έρχεται πλέον να διασώσει σημαντικές πλευρές της φιλελεύθερης και σοσιαλιστικής επαγγελίας μέσα από την εμβάθυνση στην ιδέα και στο βίωμα της πολιτικής κοινότητας που φέρνει κοντά την ελευθερία με το αίσθημα δικαιοσύνης και την απόρριψη των καταχρηστικών μορφών κυριαρχίας. Κατ’ αυτή την έννοια, ενσαρκώνει μια εμπειρία πολιτικής χειραφέτησης που είναι εξ ορισμού ανοιχτή στην κοινωνική ελευθερία και σε αλλαγές στη σχέση των ανθρώπων με τα άλλα έμβια όντα και το φυσικό περιβάλλον» (σελ. 180).
Εν κατακλείδι, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το εν λόγω δοκίμιο συγκεντρώνει τρεις αξιοσημείωτες αρετές.
Πρώτον, από άποψη ύφους, παρά την εγγενή δυσχέρεια του εξεταζόμενου αντικειμένου και την αναπόφευκτη αδυναμία άρθρωσης ενός «καθαρού» συμπεράσματος, ρέει ευχάριστα όχι μόνο για τα μέλη της ακαδημαϊκής κοινότητας αλλά και για αναγνώστες χωρίς ιδιαίτερη τριβή με το συχνά-πυκνά στρυφνό πεδίο των πολιτικών ιδεών.
Δεύτερον, συσχετίζει αρμονικά τις αφηρημένες ιδέες της νεωτερικότητας (φιλελευθερισμός, σοσιαλισμός, ρεπουμπλικανισμός) με την καθημερινή ζωή των ατόμων-πολιτών, ήτοι με τους όρους διαμόρφωσης και εξυπηρέτησης του κοινού καλού μέσα σε ένα σύνθετο πλέγμα -αυτόνομων και καταπιεστικών, ισότιμων κι ανισότιμων, αλληλέγγυων κι ανταγωνιστικών- ανθρώπινων σχέσεων.
Τρίτον, η -εξ ορισμού ατελής- αποτύπωση ενός σχεδιάσματος σύγχρονης ρεπουμπλικανικής σκέψης-πολιτικής δράσης, θα μπορούσε κάλλιστα να αποτελέσει αφορμή για έναν ζωντανό διάλογο στη δημόσια σφαίρα γύρω από επίκαιρα ζητήματα, όπως παραδείγματος χάριν σχετικά με το βασικό εισόδημα ως αναγκαίο υλικό όρο διαφύλαξης της ανθρώπινης αξιοπρέπειας και οικοδόμησης μιας πιο συμπεριληπτικής-αλληλέγγυας πολιτικής κοινωνίας και, φυσικά, ως προς την επιτακτική ανάγκη για πιο ριζικές και αποτελεσματικές παρεμβάσεις, σε τοπικό, εθνικό και διεθνές επίπεδο, με στόχο την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης, του πιο επείγοντος, υπαρξιακής φύσεως, ζητήματος του 21ου αιώνα.