Ο καλλιτέχνης σε αναζήτηση διαρκώς της ταυτότητάς του.
«Στη χρήση του σώματος ως γλώσσα ανατρέχουν όλο και περισσότεροι σύγχρονοι ζωγράφοι και γλύπτες ανόμοιας προέλευσης και διαφορετικής τεχνικής και καλλιτεχνικών τάσεων. Ωστόσο συναντάμε και κοινά χαρακτηριστικά που αποτελούν τον κοινό παρονομαστή αυτού του τρόπου να κάνεις τέχνη, όπως: Την απώλεια της ταυτότητας. Την άρνηση των καλλιτεχνών να επιτρέπουν η αίσθηση της πραγματικότητας να εισβάλει και να ρυθμίζει τη σφαίρα των συναισθημάτων. Τη ρομαντική επανάσταση ενάντια στην απαίτηση των άλλων να εξαρτάσαι από ανθρώπους και υλικά αγαθά. Η τέχνη [...] των καλλιτεχνών που παρουσιάζονται σε αυτό το βιβλίο δεν είναι παρά η τέχνη των διανοούμενων αστών που καταφέρονται ενάντια στην αστική τάξη», γράφει η Lea Vergine στο βιβλίο της «Il corpo come linguaggio»[1], όπου για πρώτη φορά προβάλλονται εξήντα καλλιτέχνες που χρησιμοποιούν το σώμα τους ως μοναδικό εργαλείο έκφρασης.
Ανάμεσά τους η σπουδαία Gina Pane, η Ρεμπέκα Χορν, ο Urs Luthi, οι Γκίλμπερτ και Τζορτζ, που δουλειά τους έχουμε δει και στην Αθήνα, η Ketty La Rocca που έχουμε παρουσιάσει και στην Εποχή και βέβαια ο Λουκάς Σαμαράς, όπου στο κεφάλαιο που τον αφορά παρουσιάζεται ίσως η πιο χαρακτηριστική δουλειά του, αυτή με τις φωτογραφίες πολαρόιντ.
Από τους πιο αυθεντικούς και ιδιότυπους καλλιτέχνες της γενιάς του, ο γεννημένος στην Καστοριά, το 1936, ελληνοαμερικανός Λουκάς Σαμαράς αφήνει πίσω του ένα πλούσιο σύνολο έργων που περιλαμβάνει κατασκευές, περιβάλλοντα, ασαμπλάζ[2], και κυρίως τις πολαρόιντ αυτοπροσωπογραφίες του που βρίσκονται στο κέντρο της δημιουργικότητάς του. Το έργο του είναι άρρηκτα συνδεδεμένο με τις πρωτοπορίες και τα κινήματα των δεκαετιών από το ’60 και μετά και που διαμόρφωσαν το αμερικανικό καλλιτεχνικό τοπίο. Ως φωτογράφος, γλύπτης, ζωγράφος, σχεδιαστής και καλλιτέχνης περφόρμανς, υιοθέτησε στοιχεία από τον μινιμαλισμό, τον εξπρεσιονισμό, τον σουρεαλισμό και βέβαια την body art και τη φωτογραφία. Η εξερεύνηση των ταμπού, η αντισυμβατική του χρήση υλικών και αντικειμένων, έχει ασκήσει επιρροή σε πολλούς καλλιτέχνες. Ο Σαμαράς είχε σπουδάσει τέχνη στο Πανεπιστήμιο Rutgers, όπου γνωρίστηκε και συνδέθηκε με καλλιτέχνες όπως ο Άλαν Κάπροου, ο οποίος προέτρεπε τους καλλιτέχνες να εγκαταλείψουν την «κλασική αντίληψη περί δεξιοτεχνίας και διαχρονικότητας του έργου τέχνης, και να υιοθετήσουν “αναλώσιμα μέσα”». Αλλά και με τον γλύπτη Τζορτζ Σίγκαλ, όπως και με τον Ρόι Λιχτενστάιν, από τους πρωταγωνιστές της ποπ αρτ, ο οποίος, για τα θέματά του, χρησιμοποιούσε κοινής χρήσης αντικείμενα της καταναλωτικής κοινωνίας, ενώ δημιουργούσε και παρωδίες διάσημων έργων ή μεγεθυμένες εικόνες από καρτούν και κόμικς. Ο Σαμαράς συνέχισε τις σπουδές του στην ιστορία της τέχνης στο Κολούμπια με καθηγητή τον Μέγιερ Σαπίρο, σημαντικό κριτικό τέχνης και θεωρητικό αλλά, παραδόξως, και στο Actors Studio με τη Stella Adler που αντιπροσώπευαν τη νατουραλιστική σχολή. Διάσημα, χαρακτηριστικά του έργα είναι τα «Βoxes», τα περίφημα Κουτιά του[3]: Με την έκθεση σε αυτά, προσωπικών ή τυχαία ευρεθέντων αντικειμένων του (objets trouvés), ή χειροποίητων αυτοπροσωπογραφιών, τα οποία μερικές φορές προστατεύονταν εξωτερικά με κολλημένες καρφίτσες, ξυράφια ή σπασμένα γυαλιά, ο καλλιτέχνης προσκαλούσε τους θεατές να εμβαθύνουν στο θέμα του εαυτού προσφέροντάς τους πρόσβαση στο μυαλό του καλλιτέχνη. Ενώ, σε πολλά έργα, η χρήση πολύχρωμων εξαρτημάτων ή κατασκευών εξ ολοκλήρου από κοτετσόσυρμα, αποτελούν παραμορφώσεις της όψης του ίδιου του κουτιού.
Σημαντικό έργο του είναι οι «Μεταμορφώσεις», ένας διάφανος κύβος που εμπεριέχει δώδεκα κουτιά. Για κάθε έργο της σειράς, επέλεξε ένα κοινό αντικείμενο, όπως μια καρέκλα, γυαλιά ή ένα πιάτο φαγητού. Στη συνέχεια υπέβαλε το αντικείμενο σε μια σειρά από μεταλλάξεις και αλλοιώσεις, απεικονίζοντας τις πολλές μεταμορφώσεις που ήταν δυνατές, χωρίς να εξαλείφουν όμως τελείως το αρχικό αντικείμενο. Ο Σαμαράς χρησιμοποιεί συχνά το κουτί, στη δουλειά του και το μετασχηματίζει: Τα κουτιά δείχνουν πώς ένα απλό αντικείμενο μπορεί να μεταμορφωθεί ριζικά, διατηρώντας ταυτόχρονα τον θεμελιώδη χαρακτήρα του.
Το 1966, στο «Mirrored Room», ένα από τα πρώτα του έργα εγκατάστασης, ο καλλιτέχνης ενθάρρυνε τους θεατές να εισέλθουν σε αυτό (μόνο ανά δυο) αντί να το παρατηρήσουν παθητικά. Ο κύβος αποτελείται από καθρέφτες στο εσωτερικό, το εξωτερικό, την οροφή, το πάτωμα και τα έπιπλα. Η αντικριστή επιφάνεια προσφέρει μια αλυσίδα από ατελείωτες αντανακλάσεις, όπου ο χώρος του κύβου μετατρέπεται σε ένα χώρο όπου οι θεατές είναι σε θέση ν’ αλληλεπιδράσουν με το έργο και να βιώσουν τη δική τους εικόνα, αναδημιουργώντας έτσι τον εαυτό τους ως αντικείμενο προς μελέτη.
Όμως, οι αυτοπροσωπογραφίες με την πολαρόιντ, που του έδινε τη δυνατότητα να πειραματιστεί με τον εαυτό του, είναι η πιο γνωστή και χαρακτηριστική δουλειά του, αφού μπορούσε να παρέμβει κατά τη διάρκεια της εμφάνισης της φωτογραφίας με τη χρήση γαλακτωμάτων ή και υλικών κολάζ, δημιουργώντας έτσι σουρεαλιστικές και ψυχεδελικές εικόνες. Όχι άδικα οι New York Τimes τον αποχαιρέτησαν με τον τίτλο «Ο καλλιτέχνης που ήταν ο καμβάς του εαυτού του»[3]. Το 2009, στη 53η Biennale της Βενετίας, εκπροσώπησε τη Ελλάδα με την εγκατάσταση «Paraxena», παρουσιάζοντας μια σειρά από φωτογραφίες και βίντεο της περιόδου 2005-2009, από τις περιπλανήσεις του στη Ν. Υόρκη, αλλά και κάποια γλυπτά του της δεκαετίας του ’60, προβάλλοντας μια ψευδαισθησιακή αστική ανάπτυξη της πόλης.
Σημειώσεις:
-
Lea Vergine, Il corpo come linguaggio (La Body-art e storie simili), Giampaolo Prearo Editore, 1974
-
Ανάλογη με το κολάζ διαδικασία αποτελούμενη από τρισδιάστατα ετερόκλητα αντικείμενα.
-
youtu.be/H7zPDY_GKgA?si=ptsOgX9f_eGUIV4m
-
www.nytimes Lucas Samaras, Artist Who Was His Own Canvas, dies at 87