Σκέψεις με αφορμή την Παγκόσμια Ημέρα της Γυναίκας
Μετά από σχεδόν τρεις δεκαετίες, αποφάσισα για προσωπικούς λόγους να γυρίσω Ελλάδα. Το πολιτιστικό (και πολιτικό) σοκ μεγάλο και πολυδιάστατο, αλλά ειδικά σε σχέση με θέματα ισότητας και φύλου, πολύ μεγαλύτερο από ό,τι περίμενα. Πέρα από το νομικό και θεσμικό πλαίσιο που ανήκει σε άλλο αιώνα, αυτό που με θυμώνει είναι το πόσο πλατιά αφομοιωμένος είναι ο μισογυνισμός και οι πατριαρχικές αντιλήψεις σε κάθε έκφραση της καθημερινότητας, και πως πολλές γυναίκες της ηλικίας μου που ανήκουν στον προοδευτικό χώρο (και αυτοπροσδιορίζονται ως φεμινίστριες) δεν φαίνεται να αντιλαμβάνονται ότι έχουν γίνει οι ίδιες φορείς αυτών των αντιλήψεων.
Ένα από τα «ευτελή» (ίσως και όχι τόσο) ζητήματα που δεν είχα φανταστεί ποτέ ότι θα απασχολούσε πολλές φίλες και γνωστές (όπως και άντρες φίλους, αλλά εδώ θέλω να μιλήσω για τις γυναίκες μιας και αυτό με σοκάρει πολύ περισσότερο) είναι τα λευκά μου μαλλιά και η άρνηση μου να μπω στη διαδικασία να τα βάψω. Διαδικασία που χρειάζεται ένα βαθμό αφοσίωσης μιας και επαναλαμβάνεται κάθε 4-8 βδομάδες, κοστίζει, ειδικά όταν γίνεται σε κομμωτήριο (ή οδηγεί σε μια επιπρόσθετη ώρα καθαριότητας του μπάνιου αν γίνεται στο σπίτι). Για να είμαι ειλικρινής, στην δική μου περίπτωση υπάρχουν και άλλοι λόγοι: αποφεύγω τα χημικά στα ήδη πολύ αδύναμα μαλλιά μου και επίσης με πιάνει και μια μανία να αρχίσω να τρέχω με το που κάθομαι στην καρέκλα του κομμωτηρίου. Η χαλάρωση και η υπομονή δεν είναι μια αρετή που με διακρίνει, το ομολογώ.
Αφού λοιπόν άκουσα πολλές φορές (και χωρίς να έχω ανοίξει τη συζήτηση) τι πρέπει να κάνω για να κρύψω τα λευκά μου μαλλιά (και κατ’ επέκταση την ηλικία μου), άρχισα να αναρωτιέμαι τι πραγματικά θέλουν να μου πουν οι φίλες μου. Η πρόθεσή τους πιστεύω, είναι να με προστατέψουν από την περιθωριοποίηση που βιώνουν καθημερινά γυναίκες της ηλικίας μας, όταν ο μισογυνισμός και ο ηλικιακός ρατσισμός συναντιούνται. Και τις ευχαριστώ για αυτό. Μόνο που ποτέ δεν πίστεψα ότι το να εσωτερικεύεις και να αυτοπειθαρχείς στις κοινωνικές νόρμες (μιας κοινωνίας βαθιά πατριαρχικής και συντηρητικής όπως η ελληνική) είναι η απάντηση. Το ίδιο ισχύει για όλα τα πρότυπα θηλυκότητας, ωραιότητας και νεαρότητας που επικρατούν σε διάφορες κοινωνίες και χρονικές περιόδους. Και εδώ ακόμα η Ελλάδα φαίνεται να υιοθετεί επαρχιακές και παρωχημένες αντιλήψεις σε σύγκριση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες με ισχυρά φεμινιστικά κινήματα.
Ελπίζω ότι τις τελευταίες δεκαετίες τα πράγματα έχουν αρχίσει να αλλάζουν και οι νεότερες αδελφές μου φαίνεται να είναι πιο συνειδητοποιημένες. Όχι μόνο επειδή γράφουν και ερευνούν αυτά τα θέματα, όχι μόνο γιατί υπάρχουν περισσότερες συλλογικότητες, αλλά γιατί σε καθημερινή βάση δείχνουν μεγαλύτερη αλληλεγγύη η μια στην άλλη. Όταν έφυγα από την Ελλάδα το να δήλωνες φεμινίστρια ήταν ούτε λίγο ούτε πολύ έναυσμα για κοροϊδία (και πάλι μιλάω για τον χώρο αριστερά του κέντρου). Τουλάχιστον αυτή ήταν η δική μου εμπειρία και για αυτό τον λόγο δεν δήλωσα ποτέ φεμινίστρια. Για να μπορέσω να συμμετέχω στα κοινά, υιοθέτησα (ασυνείδητα πάντα) «αρσενικά» χαρακτηριστικά (μιλάω δυνατά, χρησιμοποιώ «μάτσο» αργκό, πράγμα που μου επισημαίνουν-και καλά κάνουν-νεότερες φεμινίστριες) και για να πω την αλήθεια, δεν έχω πρόβλημα με αυτή την οικειοποίηση. Εγώ με την φίλη μου μπορούμε να αποκαλούμε “bitch” η μια την άλλη. Η ίδια φίλη (από την Μεγάλη Βρετανία) βέβαια σήκωσε τα χέρια ψηλά με έλληνα αριστερό, καθώς παρά τις πολλές ώρες συζήτησης δεν κατάφερε να του εξηγήσει γιατί όταν το έλεγε εκείνος δεν ήταν το ίδιο.
Υπάρχει βέβαια και ένα άλλος λόγος που δεν δηλώνω φεμινίστρια: Δεν θεωρώ ότι έχω κάνει αρκετά σε αυτό το ζήτημα και θα ντρεπόμουν πραγματικά να προσδιοριστώ έτσι μπροστά σε ευρωπαίες φίλες μου που αγωνίζονται από τις δεκαετίες του 1960- 70 και στις οποίες οφείλουμε όλες πολλά. Αυτό βέβαια θα αλλάξει τώρα που γύρισα στα πάτρια εδάφη. Δεν ξέρω πώς θα το δεχτούν κάποιες από τις εδώ αριστερές φεμινίστριες. Μια εκ των οποίων, μετά από γνωριμία πέντε λεπτών, φρόντισε να με περάσει από σαράντα κύματα σε κοινούς γνωστούς ενώ έχει υιοθετήσει γενικότερα την πρακτική να μειώνει σε πολιτικό και γνωστικό επίπεδο άλλες γυναίκες.
Σε πολλές περιπτώσεις αυτό είναι εκδήλωση ταξικής «ανωτερότητας» και τα ζητήματα φύλου τέμνονται με τα ταξικά: γυναίκες που δεν αντέχουν άλλες γυναίκες που είναι «λαϊκές», λιγότερο «μορφωμένες», δεν «ξέρουν να ντύνονται» και γενικά δεν έχουν το πολιτισμικό κεφάλαιο που έχουν οι ιδίες. Σε άλλες, είναι η αφομοίωση του πατριαρχικού ανταγωνισμού, αυταρχισμού και απαξίωσης ως υπέρτατες αξίες.
Όλα αυτά ίσως είναι ψιλά γράμματα σε μια χώρα που κατατάσσεται στην εικοστή τέταρτη θέση της ΕΕ στον Δείκτη Ισότητας των Φύλων, οι γυναικοκτονίες είναι εβδομαδιαίο φαινόμενο και οι οργανωτές πολιτικών και πανεπιστημιακών πάνελ δεν προβληματίζονται όταν οι συμμετέχοντες είναι όλοι άντρες. Εξαρτάται από το αν πραγματικά πιστεύουμε ότι το προσωπικό είναι πολιτικό.