Το 2023 ήταν το έτος με τον μεγαλύτερο αριθμό πολεμικών συγκρούσεων από το τέλος του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου. Τα ενεργά ηφαίστεια στη Γάζα και την Ουκρανία προεξοφλούν ότι το 2024 δεν θα διαφέρει. Το τίμημα πληρώνουν οι πιο ευάλωτοι πληθυσμοί. Στη Γάζα σε λιγότερο από έξι μήνες έχουν σκοτωθεί 13.200 παιδιά, περισσότερα απ’ όσα σε όλες τις εμπόλεμες ζώνες από το 2019. Στην Ουκρανία οι άμαχοι νεκροί στα δύο χρόνια της ρωσικής εισβολής ξεπερνούν τις 10.000. Συνέπειες της ανάδυσης δύο ανταγωνιστικών γεωπολιτικών μπλοκ σε έναν πολυπολικό πλέον κόσμο, όπου η ρωσική εισβολή είναι ένα μόνο επεισόδιο.
Με ορατό το αδιέξοδο στην Ουκρανία, πληθαίνουν οι φωνές που μιλούν για την ανάγκη άμεσης διαπραγμάτευσης Μόσχας – Κιέβου. Την θεωρούν μονόδρομο, παρά την ψυχρή παραδοχή ότι δεν πρόκειται να επικεντρωθεί στο πόσα εδάφη θα χάσει η Ουκρανία, αλλά στο ποιες από τις διασφαλίσεις που ζητά η Μόσχα για την ουδετερότητα και τη μερική αποστρατιωτικοποίηση του Κιέβου θα ικανοποιηθούν. Η εισβολή της Ρωσίας συνιστά ωμή παραβίαση του διεθνούς δικαίου και δεν μπορεί να παραγραφεί. Η αποδοχή από την Ουκρανία ενός καθεστώτος προστατευόμενης ουδετερότητας με τη εγγύηση της διεθνούς κοινότητας είναι ένα σημαντικό βήμα ειρήνευσης και δεν πρέπει να αποκλειστεί.
Η παρέμβαση του πάπα Φραγκίσκο είναι από τις πιο ηχηρές. Ο αργεντινός προκαθήμενος της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας έχει αναφερθεί επανειλημμένα στην ανάγκη διαπραγμάτευσης. Την επαύριο κιόλας της ρωσικής εισβολής είχε μεταβεί πεζός από το Palazzo Apostoliko στη ρωσική πρεσβεία στο Βατικανό για να ζητήσει από τον πρέσβη να σταματήσει η εισβολή. Χωρίς περιστροφές. Στην άμεση γλώσσα που χρησιμοποίησε και στη συνέντευξή του το περασμένο Σάββατο (9/3) στην ελβετική ραδιοτηλεόραση, όταν ρωτήθηκε για τον ρωσο-ουκρανικό πόλεμο: «Θεωρώ», απάντησε, «ότι πραγματικά ισχυρός είναι αυτός που βλέπει την πραγματικότητα, που σκέφτεται τον λαό, που έχει το θάρρος να ‘‘σηκώσει λευκή σημαία’’, να διαπραγματευτεί. Η λέξη διαπραγμάτευση δηλώνει θάρρος, όχι ταπείνωση. Με πόσους ακόμη νεκρούς θα τελειώσει αυτό το κακό;».
Σε απάντηση στη «λευκή σημαία» της διαπραγμάτευσης, το Κίεβο ύψωσε τη σημαία της αδιαλλαξίας. «Η σημαία μας είναι κίτρινη και μπλε», αντέδρασε με μήνυμά του στο διαδίκτυο ο υπουργός Εξωτερικών της Ουκρανίας, Ντμίτρο Κουλέμπα. «Με αυτή τη σημαία ζούμε, πεθαίνουμε, νικούμε. Δεν θα σηκώσουμε ποτέ άλλες σημαίες». Και συμπλήρωσε, αναφερόμενος προφανώς στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και στην ανοχή που επέδειξε η Αγία Έδρα στον φασισμό και τους ναζί: «Η λευκή σημαία παραπέμπει στη στρατηγική του Βατικανού το πρώτο μισό του 20ού αιώνα…».
Ο εκπρόσωπος Τύπου του Βατικανού απάντησε δηλώνοντας ότι με την έκφραση «λευκή σημαία» ο Ποντίφικας δεν υπονόησε την παράδοση στον αντίπαλο, αλλά την εκεχειρία ως προϋπόθεση της διαπραγμάτευσης.
Το Βατικανό θα μπορούσε, υψώνοντας τη «σημαία της καταλλαγής», να υπενθυμίσει ότι ο Ποντίφικας έχει τονίσει επανειλημμένα πως «με τους πολέμους πλουτίζουν μόνο οι έμποροι και οι βιομηχανίες όπλων» και πως «πάντα κάποια γεωγραφική ή ιστορική αιτία προκαλεί τον πόλεμο, όμως πίσω από έναν πόλεμο υπάρχει πάντα η πολεμική βιομηχανία, το χρήμα». Δεν το έκανε, κρίνοντας ίσως ότι αρκούσε η δήλωση του πάπα στα δύο χρόνια από τη ρωσική εισβολή: «Προσεύχομαι να βρεθεί λίγη ανθρωπιά που θα μας επιτρέψει να δημιουργήσουμε τις προϋποθέσεις για μια διπλωματική λύση σε αναζήτηση μιας δίκαιης και διαρκούς ειρήνης».
Η ψυχρή, απροκατάληπτη προσέγγιση θυμάται ότι στη συνέντευξή του στην ελβετική ραδιοτηλεόραση ο πάπας δεν παρέλειψε να αναφερθεί στα όσα τραγικά συμβαίνουν στη Γάζα και να εγκαλέσει και τους δύο αντιμαχόμενους, χωρίς διάκριση στην αναζήτηση μιας ανθρώπινης λύσης.
Όπως επίσης βλέπει καθαρά ότι οι παρεμβάσεις του πάπα Φραγκίσκου δεν υπαγορεύονται απλά από το πνεύμα ενός υπερβατικού χριστιανικού προτάγματος, αλλά ότι συνιστούν μια γειωμένη απάντηση της καθολικής εκκλησίας στις προκλήσεις του 21ου αιώνα, ότι προεικάζουν τον ρόλο που επιφυλάσσει στον εαυτό της στα επίγεια η Αγία Έδρα. Ρόλο γεωπολιτικής συνιστώσας πολύ λιγότερο συναινετικής προς τη Δύση από ό,τι στο παρελθόν, ξεκινώντας από την κριτική για την ανθρωποβόρα τροφοδοσία της Ουκρανίας από τις βιομηχανίες όπλων και φτάνοντας μέχρι τους υπαινιγμούς για τις ευθύνες που αναλογούν στο ΝΑΤΟ για την εισβολή.
Πρόκειται για σημαντική παρέκκλιση από την επιλογή του Βατικανού επί αιώνες να συμμορφώνεται με την υπερδύναμη. Χαρακτηριστική περίπτωση ο πάπας Πίος ΙΒ΄(1939-1958), βουβός συνένοχος του ναζιστικού Ολοκαυτώματος, που μεταπολεμικά τού προσάφθηκε ο χαρακτηρισμός «εφημέριος του ΝΑΤΟ»· και ο πολωνός πάπας Ιωάννης Παύλος Β΄ (1978-2005), κατά κόσμον Κάρολ Βοϊτίλα, που, με την ανοιχτή υποστήριξη της Δύσης, πρωτοστάτησε στην ανατροπή του καθεστώτος Γιαρουζέλσκι, προσδίδοντας παπικό κύρος στις μαζικές κινητοποιήσεις της εργατικής Αλληλεγγύης που οδήγησαν τελικά να αποσπαστεί η Βαρσοβία από τον εναγκαλισμό της Μόσχας.
Οι κινήσεις του αργεντινού πάπα δεν ερμηνεύονται με βάση τα αντιθετικά ζεύγη «Αριστερά–Δεξιά» ή «Ανατολή–Δύση», αλλά με βάση τη διάκριση «Βορράς έναντι Νότου». Και σχετίζονται σε σημαντικό βαθμό με το ότι το ποίμνιο της ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας ζει στην πλειονότητά του σε χώρες εκτός του λεγόμενου ευρω-αμερικανικού Βορρά.
Στις αρχές του 20ού αιώνα στον κόσμο υπήρχαν περίπου 267 εκατομμύρια καθολικοί, από τους οποίους τα 200 εκατομμύρια κατοικούσαν στην Ευρώπη και στη Βόρεια Αμερική.
Το 2000 ο καθολικισμός αριθμούσε 1,1 δισεκατομμύρια πιστούς, από τους οποίους Ευρωπαίοι και Βορειοαμερικανοί ήταν μόνο 350 εκατομμύρια. Η συντριπτική πλειονότητα ήταν Λατινοαμερικανοί, Αφρικανοί και Ασιάτες, κάτοικοι αυτού που γεωπολιτικά ορίζεται ως παγκόσμιος Νότος, επί αιώνες υποκείμενο βάναυσης εκμετάλλευσης από τον παγκόσμιο Βορρά.
Το 2025 αυτή η διαφορά αναμένεται μεγαλύτερη. Στη θετική ανταπόκριση αυτού του κόσμου προσβλέπει σε πρώτη φάση το μήνυμα που εξέπεμψε σηκώνοντας τη «λευκή σημαία» της διαπραγμάτευσης ο Φραγκίσκος: Το Βατικανό θα έχει διακριτό ρόλο στα εγκόσμια του 21ου αιώνα.