Συχνά όταν μιλούμε για ποίηση έχουμε στο μυαλό μας σύνθετα λεκτικά σχήματα, λυρικές εξάρσεις, πολύπλοκες συνθέσεις. Πιο πολύ μια δουλειά των αγγέλων, παρά των ανθρώπων. Στις κοινωνίες των γρήγορων συμπερασμάτων και των ταχυφαγικών αναλύσεων, η ποίηση αντιμετωπίζεται ως μια ερμητική διαδικασία, περίπου ως το αρχετυπικό αντίθετο της απλότητας. Είναι όμως έτσι;
Στην πραγματικότητα η βιαστική αυτή κρίση προκύπτει από μια παρανόηση. Το γεγονός πως η ποίηση ξεκινά από τη σύνθεση. Η ποίηση δεν ξεκινά από εκεί αλλά από την αντίληψη. Είναι ένας τρόπος θέασης των πραγμάτων και όχι ένας τρόπος ανασύνθεσης, ανακατασκευής ή ακόμη και αντικατάστασης. Η ποίηση υπάρχει πρωτίστως στο βλέμμα και όχι στα δάχτυλα. Ψάχνοντας κανείς παραδείγματα που να επιβεβαιώνουν και μαζί να περιγράφουν αυτή την αντίληψη για την ποίηση πέφτει πάνω στην εμβληματική μορφή του Αμερικανού ποιητή William Carlos Williams και στο ποίημα του The red Wheelbarrow. Θα παραθέσω το ποίημα χωρίς σχολιασμό (η μετάφραση δική μου). Με μόνη διευκρίνηση πως η λέξη Wheelbarrow η οποία μεταφράζεται ως καρότσι αναφέρεται στο καρότσι μεταφοράς πραγμάτων και όχι σε ένα παιδικό ή άλλο καρότσι. Το ποίημα λοιπόν:
Τόσα πολλά εξαρτώνται
από
ένα κόκκινο
καροτσάκι
λουσμένο με βρόχινο
νερό
δίπλα στα λευκά
κοτόπουλα.
Αυτό ήταν όλο. Και τώρα καλούμε τον αναγνώστη μας να διαβάσει ξανά το ποίημα. Και ύστερα μια τρίτη φορά. Αυτή τη φορά όμως αργά. Όσο πιο αργά γίνεται. Να φτιάξει την εικόνα στο μυαλό του και να την αφήσει εκεί. Να μείνει μαζί της όσο περισσότερο γίνεται.
Στόχος του Ουίλλιαμς δεν είναι να συνθέσει έναν κρυπτικό γρίφο. Στην πραγματικότητα ο στόχος του είναι ακριβώς το αντίθετο. Επιλέγοντας να εστιάσει στη λεπτομέρεια την αναδεικνύει. Και καλεί τον αναγνώστη να κάνει το ίδιο. Να διαβάσει πιο αργά, να εστιάσει, να στοχαστεί πάνω στην απλή χειρονομία και μαζί πάνω στην απλότητά της ίδιας της χειρονομίας. Η τεχνοτροπία του Ουίλιαμς -σε αυτό και σε άλλα ποιήματα- θυμίζει τα ready made του Μαρσέλ Ντυσάν. Με τον ίδιο τρόπο που η τέχνη του Ντυσάν δεν εξαρτάται από την αισθητική αρτιότητα της λεκάνης του αποχωρητηρίου αλλά στην πράξη της τοποθέτησής της σε έναν εκθεσιακό χώρο και στις συμπαραδηλώσεις που μια τέτοια πράξη κουβαλά, έτσι και εδώ η ποίηση δεν βρίσκεται απλά στους στίχους αλλά κυρίως στην πρόθεση του ποιητή να εστιάσει και μαζί να μας τραβήξει και μας σε αυτή την εστίαση σε αυτόν ρυθμό όχι της ποίησης αλλά της ίδιας της ζωής.
Εδώ το ποίημα δεν μας δίνει στοιχεία ώστε να το ερμηνεύσουμε. Η ίδια η αντίληψη του ποιητή είναι η ποίηση, άρα ο ποιητικός πυρήνας προηγείται του ποιήματος. Ο ποιητικός πυρήνας βρίσκεται έξω από το ποίημα στην ποιητική στάση του ποιητή, στην καταγραφή της ποιητικής θέασης και τελικά στην επαναμάγευση του κόσμου με ποιητικούς όρους. Ως εκτέλεση μέσω του συγκεκριμένου ποιήματος αλλά μαζί και ως πρόταση θέασης. Εδώ ο ποιητικός πυρήνας είναι εκτός ποιήματος και είναι το ποίημα ταυτόχρονα.
Το ποίημα δημοσιεύτηκε το 1923. Σε μεγάλο βαθμό μοιάζει με μια αντίδραση στον φορτωμένο και μπαρόκ μοντερνισμό που επέβαλε η «Έρημη Χώρα» του Έλιοτ στα ποιητικά πράγματα έναν χρόνο πριν. Περισσότερο από πρόταση σχετικά με την ποίηση, το ποίημα γίνεται πρόταση σχετικά με τη ζωή. Ο ποιητής καλεί τον αναγνώστη να δει τη ζωή στις λεπτομέρειές της, να ψάξει την ποίηση που βρίσκεται στο προφανές, στην επιφάνεια των πραγμάτων, να απολαύσει τη στιγμή. Το ποίημα παύει να είναι μια πρόσκληση σε ανάγνωση στίχων. Γίνεται κάλεσμα για ανάγνωση της ίδιας της ζωής.
Ώστε τελικά μαζί με αυτόν να νιώσουμε πως όντως, τόσα πολλά εξαρτώνται από ένα κόκκινο καροτσάκι.