Ένας σκληρός κι απάνθρωπος μουσικός πόλεμος μαστίζει τα ελληνικά κοινωνικά δίκτυα τα τελευταία πέντε χρόνια. Ξέσπασε στο πεδίο της μάχης του “Mama?” του Sin Boy με τις βολές ηθικισμού από την άγρυπνη ταξιαρχία “Μίκης Θεοδωράκης” και τις κακές παρωδίες του τραγουδιού, προσβλητικές για την ίδια την ιδέα του χιούμορ. Σημαδεύτηκε από τη βάρβαρη απόβαση των στρατιών της ορθοφωνίας ενάντια στο mumble rap του “Selecao” της Ignes. Έζησε μια προσωρινή στιγμή ενοχικής πανεθνικής εκεχειρίας με τα “Κότερα” του Mad Clip, προτού κατέλθουν οι οργανωμένες δυνάμεις των γονέων να εγκωμιάσουν τον ΛΕΞ που είναι ευπρεπής και πολιτικοποιημένος σε αντίθεση με “τα άλλα σκουπίδια που ακούν τα παιδιά τους”. Χωρίς ποτέ να ρωτήσουν την άποψη του ίδιου του ΛΕΞ γι’ αυτά τα “σκουπίδια”, παρεμπιπτόντως.
Το νεότερο θερμό επεισόδιο της αδυσώπητης διαπάλης ηθικής και γούστου ξέσπασε πρόσφατα με αφορμή την ελληνική υποψηφιότητα στην Eurovision, το “Ζάρι” της Μαρίνας Σάττι. Έχει βέβαια καταστεί κοινοτοπία ότι οι αλγόριθμοι μάς ωθούν από την αρχιτεκτονική τους να τοποθετούμαστε για τα πάντα με ένα φευγαλέο και εφήμερο πάθος· αλλά το πρόβλημα με τις κοινοτοπίες είναι ότι συνηθίζουν να μας καθηλώνουν στην προφανή αλήθειά τους, όχι ότι δεν είναι αληθείς εξαρχής.
Δεν έχει όμως καμία σημασία να οικτίρουμε για μία εισέτι φορά την ψηφιακή απώλεια του αυτοελέγχου μας. Τουναντίον, αξίζει να παραδεχτούμε ότι ακόμα κι αυτό το πάθος που μπορεί να εξάψει ένα ποπ τραγούδι είναι απολύτως ειλικρινές. Ακόμα χειρότερα, είναι βαθύ, φαίνεται ηθελημένα ή ακούσια να χτυπάει σε μια ιδιαίτερα ευαίσθητη φλέβα στο εγχώριο ακροατήριο και να ξύνει τις πληγές τόσο της βιωμένης καθημερινότητας, όσο και της κλονισμένης ταυτότητάς του.
Και δεν ήταν το τραγούδι καθ’ εαυτό που εξήψε τα πάθη, τουλάχιστον όχι σε πρώτο επίπεδο, αλλά το βίντεο. Το ίδιο το τραγούδι αποτελεί μάλλον ό,τι πιο ευφάνταστο έχει πάει σε διαγωνισμό της Eurovision εδώ και πολλές δεκαετίες, ενώ ηχητικά έχει ενδιαφέρον το πώς θυμίζει το κομμάτι του παζλ μιας άλλης “παγκοσμιοποίησης”, καθώς παρά τα προφανή turbofolk χαρακτηριστικά που αντλεί από τους ήχους της Χερσονήσου του Αίμου, ταιριάζει σε μια παράδοξη ηχητική γέφυρα που ενώνει τη Μέση Ανατολή και τη Βόρεια Αφρική, με τη Λατινική Αμερική και την Καραϊβική.
Το ανόμημα των ζουρνάδων είναι ότι θίγουν τον εθνικό κόπο που έχουμε καταβάλει κάνοντας αέρα στα πανιά του νεοφιλελευθερισμού προκειμένου να αποκαλύψουμε τη μύχια γερμανική, λευκή και πούρα ευρωπαϊκή μας ταυτότητα κόντρα στον κακό “ανατολίτη” εαυτό μας. Ακόμα κι αυτή η δυσφορία ωχριά, ωστόσο, μπροστά στο πώς είδαν οι σχολιαστές την παρωδία του τουριστικού σποτ στο βίντεο που διαβάστηκε ευρέως ως κυριολεξία, ως εξωτισμός και υποτίμηση, ακόμα και ως επανάληψη του “χουντικού κιτς”.
Είναι εν μέρει λογικό σε μια χώρα που έχει ποδοπατηθεί από τον υπερτουρισμό στον βαθμό που δεν αφήνει να διασωθεί ούτε μία γωνιά της από την επέλασή του, οποιαδήποτε εύθυμη προβολή της τουριστικής αισθητικής να θολώνει την κρίση. Και δεν είναι μόνο τα προφανή κοινωνικά και οικονομικά προβλήματα που επιφέρει, από το στεγαστικό μέχρι την ανελέητη καταπάτηση των παραλιών· είναι ακόμα περισσότερο η μετατροπή της σε τόπο ανοίκειο, όπου οι μόνιμοι κάτοικοι καταλήγουν να νιώθουν παρείσακτοι.
Ωστόσο είναι εντυπωσιακό ότι κανείς δεν είδε το προφανές στο βίντεο: ότι αυτά που δείχνει, πια δεν υπάρχουν. Γιαγιάδες με τσεμπέρια δεν χορεύουν μπροστά σε μπουγάδες που έχουν απλώσει στην μπροστινή τους αυλή στο κέντρο της Αθήνας. Δεν υπάρχουν καφενεία με τέτοια χαλαρότητα όπου θα έκαιγε ατάραχη η φωτιά, όσο δύο μπαρμπάδες παίζουν τάβλι και τρείς κοπέλες χορεύουν. Κυκλικοί χοροί δεν στήνονται στην Ομόνοια. Τετ-α-κε στον Λυκαβηττό δεν γίνονται - τουλάχιστον πια.
Το βίντεο ταράζει επειδή παίρνει στοιχεία τα οποία μας είναι οικεία, αλλά έχουν πια εκλείψει. Η διάβρωση δεν έρχεται πια από τα Ξενία, τις περικεφαλαίες-σουβενίρ και το Greece is Syrtaki. Αυτό που πουλάει ο σύγχρονος τουρισμός είναι boutique hotels, μπραντσάδικα και υποδομές για ψηφιακούς νομάδες, το πακέτο των πόλεων από τις οποίες ξεκινούν οι τουρίστες με καλύτερο καιρό. Και παρά το εύθυμο ύφος, δύσκολα μπορεί να μην προσέξει κανείς ότι η κάμερα στο βίντεο που “σκανάρει” το πεδίο για σκηνές γραφικότητας σαν μεγεθυντικός φακός σε πίνακα του Μπος, είναι ταυτόχρονα και μια κάμερα επιτήρησης του χώρου.
Από την άλλη, το βίντεο εγκωμιάστηκε ακριβώς ως μια πράξη υπονόμευσης του τουριστικού μπράντινγκ της χώρας. Κι όσο θα ήταν πιο αναγκαία από ποτέ μια τέτοια πράξη υπονόμευσης του τουρισμού από ένα τέτοιο βήμα, αρκεί μια ματιά στα βίντεο αντιδράσεων για να δει κανείς ότι το σαμποτάζ είναι τζούφιο: όλοι λένε πώς τους θυμίζει την Ελλάδα. Μάλιστα, σε έναν Ισπανό άνοιξε και την όρεξη να φάει φέτα.