Το κείμενο που δημοσιεύουμε σήμερα, δύο ημέρες πριν από την επέτειο της 25ης Μαρτίου 1821, είναι δώρο στις Ιδέες του πιστού φίλου της Εποχής, προέδρου των ΑΣΚΙ, Βαγγέλη Καραμανωλάκη, που πρόσφατα εκλέχθηκε επαξίως στη βαθμίδα του καθηγητή Ιστορίας στο ΕΚΠΑ, ο οποίος το ζήτησε από την συγγραφέα του κ. Άννα Αθανασούλη, υποψήφια διδακτόρισσα Ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Κρήτης. Το πολύ ενδιαφέρον αυτό κείμενο παρουσιάστηκε στο 2ο διεθνές συνέδριο με τίτλο «Η Ελληνική Επανάσταση. Νέες προσεγγίσεις», που πραγματοποιήθηκε στο Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών στις 5 - 6 Ιουνίου 2022 από την Εταιρεία Μελέτης Νέου Ελληνισμού Μνήμων, και αποτελεί μέρος επιστημονικού άρθρου το οποίο θα δημοσιευτεί σύντομα στο ομώνυμο περιοδικό της εταιρείας. Να σημειώσουμε εδώ ότι η κ. Αθανασούλη, την οποία ευχαριστούμε ιδιαιτέρως για την προσφορά της στη στήλη μας, είναι συνεπιμελήτρια με την κ. Βάλλια Ράπτη και τον κ. Βαγγέλη Σαράφη του τόμου Εννέα Επεισόδια από την Επανάσταση του 1821 (Εταιρεία Μελέτης του Νέου Ελληνισμού Μνήμων, Δεκέμβριος 2023).

 

Χάρης Γολέμης

 

 

 

Την άνοιξη του 1822 τα νησιά του Αιγαίου ενσωματώθηκαν στον διοικητικό μηχανισμό του επαναστατικού κράτους. Σε αντίθεση με την ηπειρωτική εν επαναστάσει επικράτεια, στα απομακρυσμένα από τα κέντρα των χερσαίων πολεμικών επιχειρήσεων νησιά δεν είχαν συγκροτηθεί περιφερειακά πολιτικά και διοικητικά όργανα διαχείρισης των επαναστατικών πραγμάτων τον πρώτο χρόνο της Επανάστασης, αλλά οι νησιωτικές κοινωνίες εξακολουθούσαν να διοικούνται με βάση το κοινοτικό σύστημα όπως αυτό είχε διαμορφωθεί κατά την οθωμανική περίοδο.

 

Τα νησιά του Αιγαίου: οι «αδύναμοι κρίκοι»1 της Επαναστατικής Διοίκησης

 

Η είσοδος στην επανάσταση καθυστερούσε, ενώ σε αρκετές περιπτώσεις αποτέλεσε αφορμή σφοδρών ενδοκοινοτικών συγκρούσεων. Η ξεχωριστή αυτή διαδρομή μπορεί να συσχετιστεί με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά των νησιών όπως είναι, μεταξύ άλλων, η γεωγραφική τους θέση, η ανάπτυξη κατά την οθωμανική περίοδο ισχυρά αυτόνομων κοινοτικών θεσμών, η παρουσία στις Κυκλάδες καθολικών κοινοτήτων, οι οποίες αντιτέθηκαν στη συμμετοχή στην Επανάσταση και η έντονη παρουσία προξενικών υπαλλήλων των ευρωπαϊκών δυνάμεων στα νησιωτικά λιμάνια.

Η καταστροφή της Χίου (30 Μαρτίου 1822) κατέστησε με τον πιο επώδυνο τρόπο επείγουσα την αντιμετώπιση αυτών των αδυναμιών και την αξιοποίηση των προσόδων των νησιών για την εξασφάλιση του ετοιμοπόλεμου του ελληνικού στόλου· λειτούργησε καταλυτικά στην απόφαση του επαναστατικού κράτους να εισαγάγει, έναν μήνα αργότερα, τον «Οργανισμό των Ελληνικών Επαρχιών», ο οποίος προέβλεπε τη διαίρεση της επαναστατημένης επικράτειας  σε Επαρχίες και Αντεπαρχίες. Επικεφαλής ήταν οι έπαρχοι και αντέπαρχοι αντιστοίχως, στην εξουσία των οποίων θα υπάγονταν οι τοπικές κοινοτικές αρχές. Οι έπαρχοι διορίζονταν από την Διοίκηση και όχι από τις τοπικές πολιτικές ελίτ και δεν επιτρεπόταν να έχουν καταγωγή ή να είναι κάτοικοι της Επαρχίας την οποία καλούνταν να διοικήσουν.

Την ίδια περίοδο, συγκροτήθηκε ένα ιδιότυπο βραχύβιο όργανο χωρίς έδρα, η Αρμοστεία των Νήσων, προκειμένου να υπερκεραστούν «με τον ησυχώτερον τρόπον» οι αντιστάσεις των τοπικών κοινωνιών στην εισαγωγή του Οργανισμού. Οι αρμοστές  περιόδευαν στα νησιά, επόπτευαν την εφαρμογή του Οργανισμού και εισέπρατταν τις έκτακτες εισφορές και τις φορολογικές προσόδους των νησιών.

 

Η άφιξη του πρώτου έπαρχου στην Τήνο και η διαπραγμάτευση για τη φορολογία

 

Στην επαρχία της Τήνου, στην οποία υπήχθη η αντεπαρχία Μυκόνου και η αντεπαρχία Κέας και Θερμιών (Κύθνου), διορίστηκε έπαρχος στις 5 Μαΐου 1822 ο ρουμελιώτης Εμμανουήλ Σπυρίδωνος, ο οποίος εγκαταστάθηκε στο νησί στα τέλη του ίδιου μήνα. Από τις πρώτες μέρες της διαμονής του στη Χώρα του Αγίου Νικολάου διέκρινε την αμφιθυμία των νησιωτών απέναντι στις επαναστατικές αρχές και τους πολιτικούς φατριασμούς που προοικονομούσαν τις δυσκολίες που θα συναντούσε το έργο της Διοίκησης. Με αφορμή την άφιξη στο λιμάνι της Τήνου μιας γαλλικής γαβάρας2 που έφερε εντολή προς τους εφόρους του νησιού να μην βλαφθούν οι καθολικοί κάτοικοι, ο έπαρχος ενημέρωνε στις 31 Μαΐου τον Μινίστρο των Εσωτερικών Ιωάννη Κωλέττη, πως οι κάτοικοι είναι διαιρεμένοι σε φατρίες, άλλοι «τουρκοφρονούντες» και άλλοι «γαλλίζοντες».

Η είσπραξη των προσόδων και της έκτακτης εισφοράς αποδείχθηκε ιδιαίτερα δύσκολο εγχείρημα εξαιτίας της αταξίας που επικρατούσε στις Κυκλάδες. Προκειμένου να επιταχυνθεί η συγκέντρωση των χρημάτων οι Αρμοστές αποφάσισαν να παραμείνει προσωρινά ατελής η διοικητική οργάνωση των νησιών. Έτσι, διορίστηκαν στην Τήνο Επίτροποι εκ των «πλέον φρονίμων» κατοίκων για τη συγκρότηση του Επαρχιακού Συμβουλίου. Για την έγκρισή τους ο έπαρχος κάλεσε σε συνέλευση τους δημογέροντες της Τήνου, εκείνοι όμως φάνηκαν απρόθυμοι να δεχτούν Επιτρόπους που δεν είχαν εκλέξει οι ίδιοι. Οι αντιδράσεις κόπασαν ύστερα από διαβεβαίωση του έπαρχου ότι οι Επίτροποι ήταν προσωρινά διορισμένοι έως ότου ολοκληρωθεί το καίριας σημασίας έργο τους, δηλαδή η συγκέντρωση της δεκάτης, της έκτακτης εισφοράς ανά κάτοικο, των τελωνειακών προσόδων και των δανείων. Με γοργούς ρυθμούς αλλά όχι χωρίς προσκόμματα, ολοκληρώθηκε μέχρι τα μέσα του μήνα η εκλογή νέων δημογερόντων οι οποίοι επιφορτίστηκαν να συνδράμουν τους Επιτρόπους στο έργο της καταγραφής των κατοίκων προκειμένου να εισπραχθεί το «ψυχοδόσιμο» και η δεκάτη επί της παραγωγής.

Στο ζήτημα της δεκάτης ο έπαρχος φαίνεται πως ήταν διατεθειμένος να συμβιβαστεί με τη διατήρηση, κατά το δυνατόν, των τοπικών προεπαναστατικών φορολογικών εθίμων, γιατί πίστευε ότι αυτός ήταν ο μόνος τρόπος να εξασφαλίσει την συνεργασία των τοπικών αρχηγεσιών χωρίς να ζημιωθεί το Εθνικό Ταμείο. Έτσι, μολονότι οι οδηγίες που είχαν λάβει από τη Διοίκηση οι Αρμοστές περί της δεκάτης προέβλεπαν τη συγκέντρωσή της σε είδος και τη δημοπράτησή της, ο έπαρχος πρότεινε την είσπραξη ενός κατ’ αποκοπήν ποσού, το οποίο δεν θα υπερέβαινε κατά πολύ τα 32.000 γρόσια, ποσό που ισχυρίζονταν οι Τήνιοι ότι έδιναν στους Οθωμανούς και που ζητούσαν να καταβάλουν και στην ελληνική Διοίκηση.

Θα ήταν όμως άδικο, τόνιζε ο Σπυρίδωνος, και αιτία συγκρούσεων να επωμιστούν το σύνολο της φορολογικής απαίτησης οι ορθόδοξοι κάτοικοι, από τη στιγμή που οι καθολικοί συμπατριώτες τους αγνοούσαν τις εκκλήσεις της Διοίκησης και αρνούνταν να καταβάλουν το μερίδιό τους. Σημείωνε, επιπλέον, ότι οι καθολικοί κατείχαν τις πλέον εύκαρπες γαίες στο νησί. Ο ισχυρισμός του δεν είναι αβάσιμος· ο καθολικός πληθυσμός της Τήνου, ο οποίος υπολογίζεται ότι έφτανε περί τις 7.000 με 8.000 ψυχές, κατοικούσε στην πλειονότητά του στα εύφορα χωριά των Κάτω Μερών και διέθετε σημαντική έγγεια ιδιοκτησία.

Από τα διαθέσιμα οικονομικά στοιχεία γνωρίζουμε ότι η είσπραξη του αντιδέκατου της Τήνου έμεινε ατελής. Μέχρι τη λήξη του οικονομικού έτους τον Μάρτιο του 1823, το βεβαιωμένο εισπραχθέν ποσό από την τακτική φορολογία της Τήνου, συμπεριλαμβανομένης, πιθανόν, της τελωνειακής προσόδου, ανήλθε μόλις στα 16.668 γρόσια, ενώ για το επόμενο έτος η δημόσια πρόσοδος που εισπράχθηκε, χωρίς την τελωνειακή, ήταν 50.000 γρόσια, διαφορά η οποία συνιστά ένδειξη πληρέστερης φορολόγησης. Όπως θα δείξουμε στη συνέχεια, εκτός από τους καθολικούς, οι οποίοι την επόμενη χρονιά πλήρωσαν κανονικά τη δεκάτη, αρνήθηκαν να καταβάλουν τις φορολογικές απαιτήσεις της Διοίκησης και άλλα τμήματα των κατοίκων.

 

Διενέξεις Καθολικών και Ορθόδοξων

 

Τα αίτια της μη συμμετοχής των καθολικών του Αιγαίου στην Επανάσταση και η εξιστόρηση των γεγονότων των αντιπαραθέσεων που ξέσπασαν στα νησιά με μικτό πληθυσμό μεταξύ, από τη μια μεριά των απεσταλμένων της Διοίκησης και των ορθόδοξων υποστηρικτών της Επανάστασης και από την άλλη, της εκκλησιαστικής και τη πολιτικής ηγεσίας των Καθολικών, καθώς και ορισμένων υποπρόξενων των ευρωπαϊκών δυνάμεων, είναι ζητήματα που έχουν συζητηθεί τα τελευταία χρόνια. Επιγραμματικά, η ουδέτερη στάση που τήρησαν οι Καθολικοί των Κυκλάδων ήταν απόρροια σε μεγάλο βαθμό της πρόσδεσής τους στη γαλλική πολιτική λόγω της θρησκευτικής προστασίας που απολάμβαναν στο πλαίσιο των «Διομολογήσεων» που είχε υπογράψει η Γαλλία με την Πύλη από τα μέσα του 16ου αιώνα, αλλά  και στη στάση του Βατικανού απέναντι στην Επανάσταση. Επιπλέον, πέρα από αυτόν τον κοινό για όλο τον καθολικό πληθυσμό παρονομαστή, νομίζω ότι, για να γίνουν κατανοητές οι προστριβές μεταξύ Ορθόδοξων και Καθολικών στα χρόνια της Επανάστασης σε τοπικό επίπεδο, θα ήταν καλό να μην λογίζονται οι Καθολικοί του Αιγαίου αποκλειστικά ως μία ενιαία θρησκευτική κοινότητα, αλλά να λαμβάνονται επιπλέον υπόψη τα διαφορετικά κοινωνικά χαρακτηριστικά του καθολικού πληθυσμού του κάθε νησιού, όπως αυτά διαμορφώθηκαν προεπαναστατικά. Για παράδειγμα, οι ολιγάριθμοι καθολικοί κάτοικοι της Νάξου ανήκαν σε μεγάλο ποσοστό στην τάξη των «αρχόντων» του Κάστρου, ενώ οι καθολικοί της Τήνου αντιστοιχούσαν στο ένα τρίτο περίπου του συνολικού πληθυσμού του νησιού και κατοικούσαν στην συντριπτική πλειονότητά τους στα χωριά της νησιωτικής ενδοχώρας.  

Κατά τη διάρκεια της θητείας του πρώτου έπαρχου Τήνου σημειώθηκαν αρκετές μικρής κλίμακας διενέξεις μεταξύ των δύο δογματικών κοινοτήτων με διαφορετικές αφορμές,  συνήθως κλοπές ζώων ή χρημάτων, οι οποίες καταγράφονται τόσο στην επαρχιακή αλληλογραφία όσο και στο τοπικό καθολικό αρχείο. Σε ορισμένες περιπτώσεις η εξουσία του έπαρχου συγκρούστηκε με τη δικαιοδοσία που είχε παραδοσιακά ο προξενικός πράκτορας της Γαλλίας στη διαιτησία  αστικών υποθέσεων που αφορούσαν Καθολικούς. Όταν ο τότε προξενικός υπάλληλος της Γαλλίας, Μιχαήλ Σπαδάρος, απαγόρευσε σε Καθολικούς να δικαστούν στο επαρχιακό κριτήριο, ο έπαρχος διαμαρτυρήθηκε στον γενικό πρόξενο της Γαλλίας στη Σμύρνη, Πιερ-Ετιέν Νταβίντ, για την ατιμωρησία αυτή που ερέθιζε τους κατοίκους των ορθόδοξων χωριών, στους οποίους με τόσο κόπο είχε καταφέρει να επιβληθεί τους τελευταίους μήνες.

Ο υπερβάλλων ζήλος και η ανελαστική συμπεριφορά του έπαρχου, παρά τις συστάσεις της Διοίκησης να προσεταιριστεί «τους σημαντικωτέρους των δυτικών», όξυνε τις εντάσεις μεταξύ των δύο δογματικών κοινοτήτων. Ξεχωρίζει ένα περιστατικό· την παραμονή των Χριστουγέννων του 1822, η ορθόδοξη Ζαμπέτα από το χωριό Μπερδεμιάρος και ο καθολικός Ματθαίος κλέφτηκαν για να παντρευτούν μετά τη μεταστροφή της νεαρής γυναίκας στο καθολικό δόγμα. Ακολούθησε ένοπλη σύγκρουση μεταξύ 200 συχωριανών της κοπέλας και των γειτονικών ορθόδοξων χωριών και των καθολικών κατοίκων του μικτού χωριού Στενή, όπου είχε οδηγηθεί προσωρινά η Ζαμπέτα. Προκλήθηκαν τραυματισμοί, η αιχμαλωσία των δυτικών δημογερόντων της Στενής και η δολοφονία ενός καθολικού. Παρά τη μεσολάβηση του έπαρχου και του προξενικού πράκτορα Σπαδάρου και την επιστροφή της κοπέλας στην οικογένειά της, οι Ορθόδοξοι δεν κατευνάστηκαν εύκολα, ενώ στο τέλος η διένεξη μετατράπηκε σε αντιπαράθεση για τους φόρους. Η τροπή και η έκταση που πήρε αυτή η όχι τόσο σπάνια περίπτωση μιας σχέσης μεταξύ ανθρώπων διαφορετικού δόγματος δείχνει πώς η επανάσταση αναζωπύρωσε τις δογματικές αντιθέσεις στην καθημερινή ζωή του νησιού.

 

Η αντιπολίτευση στη Χώρα της Τήνου και η έκφραση κοινωνικών αντιθέσεων

 

Η εξουσία του έπαρχου αμφισβητήθηκε ουσιαστικά και από άλλες ομάδες, από την ορθόδοξη πλευρά. Τα κινήματα εναντίον της επαρχιακής διοίκησης ξεκίνησαν από την ύπαιθρο της Τήνου τον Ιούλιο του 1822, ενώ έφταναν ειδήσεις για την προέλαση του Δράμαλη στην Πελοπόννησο, οι οποίες προκάλεσαν μεγάλη αναστάτωση σε όλα τα νησιά. Δύο διορισμένοι αρχηγοί των ενόπλων από τα γειτονικά χωριά Κτικάδος και Χατζηράδος, κινητοποίησαν 400 χωρικούς ώστε να μεταβούν στη χώρα και να ανατρέψουν τον έπαρχο. Υποκινητής των αποστατών φαίνεται πως ήταν ο εγκατεστημένος στον Χατζηράδο Κωνσταντίνος Πολυάδης Κατσάνος, με καταγωγή από τα Άγραφα. Καθώς ο Κατσάνος, πριν μεταβεί στην Τήνο διέμενε στην Αίγυπτο, όπου εργαζόταν ως γραμματικός εμπόρων, ο έπαρχος υποπτευόταν ότι ήταν κατάσκοπος του Μεχμέτ Αλή πασά. Ο ίδιος, κατά τη σύλληψή του, υποστήριξε ότι βρισκόταν στην Τήνο ως απεσταλμένος της Προσωρινής Διοίκησης. Στις αναφορές τους προς την Επαναστατική Διοίκηση ο Κατσάνος και κάτοικοι των προαναφερθέντων χωριών κατήγγελλαν τον έπαρχο για την τυραννική και καταστροφική για τον Αγώνα των Ελλήνων συμπεριφορά του απέναντι σε ομογενείς πρόσφυγες από τη Χίο, τη Σμύρνη και άλλες υπό τους Οθωμανούς περιοχές, τους οποίους ο έπαρχος εξανάγκαζε βιαίως σε χρηματική συνεισφορά. Από την άλλη, ο Σπυρίδωνος είχε την υποστήριξη της πλειονότητας των χωριών των Έξω και Μέσα Μερών.

Στους μήνες που ακολούθησαν τη φυγή του Κατσάνου από την Τήνο, φαίνεται πως τα πράγματα ηρέμησαν. Από τον Οκτώβριο μέχρι και τον Ιανουάριο του 1823, η Τήνος πλήττονταν από την πανώλη και οι δυνάμεις της τοπικής Διοίκησης επικεντρώθηκαν στην προσπάθεια να ληφθούν μέτρα για τον περιορισμό της διάδοσής της. Σύντομα μια νέα ανταρσία φούντωσε, αυτήν τη φορά στη Χώρα του Αγίου Νικολάου, με επίκεντρο τη Μητρόπολη των Ταξιαρχών.  Τον Δεκέμβριο του 1822, ο Σπυρίδωνος επέπληττε τον Μητροπολίτη Τήνου Γαβριήλ γιατί επέτρεψε να γίνει η εκκλησία του «μία πολιτική εκκλησία αντιφρονούσα και αντιπράττουσα», η οποία, αψηφώντας τα μέτρα για την πανώλη, καλούσε ορθόδοξους και λατίνους χωραΐτες σε συνελεύσεις εναντίον του έπαρχου και της Προσωρινής Διοίκησης. Παράλληλα, οι κάτοικοι των ορθόδοξων χωριών των Έξω και Μέσα Μερών κατηγορούσαν τον Μητροπολίτη πως είχε παρακρατήσει σημαντικό χρηματικό ποσό το οποίο προερχόταν κυρίως από τα δοσίματα που δεν απέδωσε στο Πατριαρχείο κατά τα δύο πρώτα χρόνια της Επανάστασης, ενώ εξακολουθούσε να υποβάλει σε αυτά το ποίμνιό του.

Η πολιτική αντιπαράθεση κορυφώθηκε στα μέσα Ιανουαρίου του 1823, με αφορμή την αποκάλυψη από τον έπαρχο κυκλώματος κιβδηλοποιών νομισμάτων στη Χώρα. Το εργαστήριο των παραχαρακτών είχε στηθεί στην οικία του διορισμένου λιμενάρχη Ιωάννη Σιγάλα, ενώ στην παράνομη δραστηριότητα φαίνεται πως εμπλέκονταν και πρόσωπα από επιφανείς οικογένειες της πόλης, όπως ο Τζώρτζης Γεωργαντόπουλος. Η απροθυμία των δημογερόντων της Χώρας να συλλάβουν τους δύο κύριους ενόχους εξόργισε τους δημογέροντες των πιστών στον έπαρχο χωριών και γρήγορα η αντιπαράθεση έλαβε τα χαρακτηριστικά σύγκρουσης μεταξύ πόλης και υπαίθρου με έκδηλο κοινωνικό υπόβαθρο. Σε ένα ενδιαφέρον κείμενο, το αποκαλούμενο και «Ένωσι των χωριών», που υπέγραψαν στις 21 Ιανουαρίου 1823 οι δημογέροντες και οι κάτοικοι των χωριών των Μέσα και Έξω Μερών, αφού δήλωσαν απόλυτη αφοσίωση στην Διοίκηση και τους εκπροσώπους της στο νησί, αναφέρονταν στις καταχρήσεις ορισμένων εκ των ονομαζόμενων «αρχόντων» της πόλης, οι οποίοι «έβαλαν εις διαφόρους εποχάς εις χρέη βαρύτατα το κοινόν τα οποία μας καθυπέβαλον και τα πληρώσαμεν ημείς [...]». Κύρια αιτήματα των χωρικών ήταν η τιμωρία των παραχαρακτών, που τους οδήγησαν στην ένδεια λόγω της αύξησης των τιμών στην αγορά και η εκλογή μόνο ενός μέλους από τη Χώρα στο Επαρχιακό Συμβούλιο. Απαιτούσαν επίσης να μην εμποδίζουν οι λεγόμενοι «άρχοντες» της Χώρας, δήθεν για το συμφέρον του τόπου, την επιβολή και είσπραξη της τελωνειακής προσόδου.

Τόσο από τις διατυπώσεις της συμφωνίας των χωριών όσο και από ορισμένα γνωστά ονόματα των πρωταγωνιστών των γεγονότων που παρουσιάστηκαν είναι εφικτό να εντοπιστεί το υπόστρωμα της αντιπαράθεσης του 1822 στις πολιτικές διαμάχες που είχαν συγκλονίσει το νησί κατά την πρώτη δεκαετία του 19ου αιώνα.  Στις πολυετείς συγκρούσεις, οι οποίες είχαν ως συνέπεια τη διόγκωση του χρέους της κοινότητας και έλαβαν επιπλέον θρησκευτικό χαρακτήρα, είχαν αρχικά αντιπαραταχθεί οι πολιτικές μερίδες των κυριότερων προυχοντικών οικογενειών εμπόρων της Χώρας. Εκφράστηκαν τότε, όπως και κατά τα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, οι κοινωνικές εντάσεις μεταξύ των οικογενειών που μονοπωλούσαν τα πολιτικά πράγματα και των κατοίκων των χωριών που διεκδικούσαν την πιο ενεργή συμμετοχή τους στη διαχείριση του τόπου. Από την πλευρά των εκπροσώπων των παλαιών θεσμών αυτοδιοίκησης, μπορεί να υποστηριχθεί ότι οι αντιπαραθέσεις τους με τον έπαρχο, οι οποίες εκδηλώθηκαν στα περισσότερα σχεδόν νησιά του Αιγαίου, δεν συνιστούσαν απόρριψη της Επαναστατικής Διοίκησης, αντίθετα εξέφραζαν την πρόθεση των τελευταίων να διατηρήσουν τον έλεγχο της κοινωνίας που παραδοσιακά διοικούσαν.

 Εν τέλει, αν και είχε την υποστήριξη μικρού μέρους των χωραϊτών μεταξύ των οποίων και η ισχυρή οικογένεια Παξιμάδη, ο έπαρχος δεν κατόρθωσε να τιθασεύσει τους αντιπάλους του. Αυτοί εγκατέστησαν στην πόλη τη δική τους τοπική διοίκηση και εξόρισαν τον Σπυρίδωνος στο χωριό Δύο Χωριά, όπου παρέμεινε μέχρι το τέλος της θητείας του, τον Μάιο του 1823.

 

 

Σημειώσεις:

1. Δανείζομαι την έκφραση από την μελέτη του Δημήτρη Δημητρόπουλου, Τρεις Φιλικοί, έπαρχοι στην Άνδρο. Aπό το επαναστατικό σχέδιο στην κρατική διοίκηση (1822 - 1825). Μεταγραφή τεκμηρίων Άννα Αθανασούλη, Βάλλια Ράπτη, Εθνικό Ίδρυμα Ερευνών - Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, Αθήνα 2020.

2. ΣτΕ: παλιός τύπος ιστιοφόρου πολεμικού πλοίου

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet