«Οι άποικοι»
Από την πρώτη σκηνή στο τραχύ και γοητευτικό τοπίο της Γης του Πυρός, τα μάτια καρφώνονται στην οθόνη. Εκεί όπου κάποιοι άνδρες στήνουν μια περίφραξη. Κι αμέσως μετά έρχεται μια πολύ σκληρή σκηνή, σχεδόν σοκαριστική, η οποία μας εισάγει στην εποχή, στον χώρο, στις συνθήκες, στις κοινωνικές σχέσεις.
Βρισκόμαστε στο 1901 και οι άνθρωποι εργάζονται για λογαριασμό του Χοσέ Μενέντεζ, του γαιοκτήμονα της περιοχής, η ιδιοκτησία του οποίου βρίσκεται και από τις δύο πλευρές των συνόρων που χωρίζουν τη Χιλή από την Αργεντινή. Ο Μενέντεζ προσλαμβάνει τρεις σκληροτράχηλους άνδρες, τον άγγλο υπολοχαγό Αλεξάντερ ΜακΛέναν, τον μεξικάνο μισθοφόρο, Μπιλ και τον Σεγούνδο Μολίνα, έναν λιγομίλητο νεαρό μιγά. Οι τρεις άνδρες ξεκινούν ένα μεγάλο ταξίδι στις αχανείς κι αφιλόξενες εκτάσεις που βρίσκονται στο νοτιότερο σημείο του κόσμου, για να οριοθετήσουν την περιοχή που ανήκει στον Μενέντεζ. Αυτό το ταξίδι είναι το θέμα της ταινίας «Οι άποικοι» (Los colonos) του χιλιανού Φελίπε Γκάλβεζ Χάμπερλε, με το οποίο ο σκηνοθέτης περιγράφει με ρεαλισμό την εκμετάλλευση της περιοχής από τους λευκούς αποίκους και, κατ’ επέκταση, τα μαζικά στυγερά εγκλήματα εναντίον του πληθυσμού των αυτοχθόνων.
Ο σκηνοθέτης μαζί με τις συγκρούσεις μεταξύ των τριών συνταξιδιωτών, αναδεικνύει την ανθρωπογεωγραφία της περιοχής που την αποτελούν αυτόχθονες, γαιοκτήμονες, εγκληματίες και τυχοδιώκτες, συνθέτοντας ένα εκρηκτικό μείγμα όπου η επιβίωση συγκρούεται με την αδηφαγία του πλούτου.
Η ένταση συνοδεύεται από τη σκοτεινή φωτογραφία και την τραχύτητα των προσώπων. Ο σκηνοθέτης αφηγείται διάφορα γεγονότα, αφήνει αιχμές και κρατά τις αποκαλύψεις για το τελευταίο μέρος. Είναι έντονο το στοιχείο του τρόμου, που όμως δεν προέρχεται από κάτι μεταφυσικό αλλά από την ίδια τη σκληρότητα των ανθρώπων. Όμως σημαντικό ρόλο, σχεδόν πρωταγωνιστικό, παίζει και το εντυπωσιακό τοπίο της Γης του Πυρός όπου εκτυλίσσεται η δράση της ταινίας.
Το εντυπωσιακό, συναρπαστικό και πολιτικό γουέστερν του Φελίπε Γκάλβεζ Χάμπερλε, γνωστού μοντέρ που κάνει το ντεμπούτο του στη σκηνοθεσία, κέρδισε το βραβείο της Διεθνούς Ομοσπονδίας Κριτικών Κινηματογράφου (FIPRESCI) στο τμήμα Ένα Κάποιο Βλέμμα, του 76ου Φεστιβάλ των Κανών.
Ο άλλος Χριστός
«Το νέο αγόρι»
Στο πρώτο μισό της δεκαετίας του 1940 και ενώ ο πόλεμος μαίνεται στην Ευρώπη, σε ένα απομακρυσμένο μοναστήρι κάπου στην Αυστραλία, φτάνει ένα παιδί Αβορίγινας, για να φιλοξενηθεί στο οικοτροφείο για παιδιά σαν αυτόν, που βρίσκεται εκεί και το διευθύνει η αδελφή Αϊλίν. Στο οικοτροφείο φιλοξενούνται επτά παιδιά και εκτός από την αδελφή Αϊλίν, ζουν εκεί η αδελφή Μαμ και ένας άνδρας ο Τζορτζ. Ο μικρός φαίνεται να μην έχει διάθεση να ακολουθήσει τους κανόνες, περιφέρεται αμίλητος ενώ η αδελφή Αϊλίν, όχι μόνον δεν τον πιέζει αλλά δείχνει ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον γι’ αυτόν καθώς διαπιστώνει ότι ο μικρός Αβορίγινας διαθέτει ξεχωριστές δυνάμεις. Όταν ένα πολύτιμο άγαλμα του Εσταυρωμένου φτάσει στη μονή και τοποθετηθεί στην εκκλησία, ο μικρός θα αισθανθεί μια ακατανόητη έλξη γι’ αυτό. Θα ακολουθήσουν μια σειρά από παράδοξα γεγονότα, όταν οι ξεχωριστές δυνάμεις του μικρού συναντηθούν με τον Εσταυρωμένο και η αδελφή Αϊλίν θα αντιμετωπίσει μια πρωτόγνωρη κι αλλόκοτη κατάσταση.
Η ταινία του Γουόρικ Θόρντον «Το νέο αγόρι» (The new boy), είναι μια μυστηριώδης ιστορία, με το απόκοσμο του παγανισμού να συγκρούεται με το χριστιανικό μυστικισμό. Παράξενη ταινία, τόσο όσο ο ίδιος ο σκηνοθέτης επιθυμεί κάτι τέτοιο. Και δεν θα μπορούσε να είναι αλλιώς όταν έχουμε να κάνουμε με τη συνάντηση και τη σύγκρουση διαφορετικών πολιτισμών. Που ο ένας θέλει να επιβληθεί στον άλλον, όσο κι αν ο πρώτος έχει καλές προθέσεις -όπως νομίζει τουλάχιστον- και τον εκπροσωπεί η ευγενική, γλυκιά και καλοπροαίρετη αδελφή Αϊλίν. Γιατί από την άλλη έχουμε τον πολιτισμό της αμεσότητας με τη φύση που διαθέτει την αύρα του σκονισμένου αέρα και τη μυρωδιά του χώματος και της φωτιάς.
Ο Γουόρικ Θόρντον σκηνοθετεί με λεπτές αποχρώσεις σε μια προσπάθεια να προσεγγίσει την πραγματικότητα μέσα από την αλληγορία. Έτσι εισάγει το στοιχείο του φανταστικού ως ένα στοιχείο-καταλύτη που επιτρέπει να ιδωθούν οι πληγές που άφησε η αποικιοκρατία. Έννοιες όπως η φυλετική και πολιτισμική ταυτότητα, η σχέση με το θείο, η προσέγγιση και η αλληλοκατανόηση των ανθρώπων, ο σεβασμός στη διαφορετικότητα έρχονται να «κολλήσουν» επάνω σε αυτήν τη μυστηριακή, απόκοσμη, γοητευτική και τρυφερή δημιουργία.
Η Κέιτ Μπλάνσετ δίνει μια μοναδική ερμηνεία ως αδελφή Αϊλίν. Εξαιρετικός είναι και ο μικρός Ασουάν Ράιντ που κέρδισε το εθνικό βραβείο ερμηνείας στην Αυστραλία.
Τύφλα νά ’χει ο Στίβεν Κινγκ!
Ο Γουίλιαμ, ένας ναύτης με ένα μπουζούκι, φτάνει σε μια παραλιακή πόλη όπου υπάρχει ένα μπουζουκτσίδικο που κάθε βράδυ μουσικοί και θαμώνες διασκεδάζουν. Ο ναύτης αναζητά έναν από τους μουσικούς, τον Νικόδημο αλλά στο μεταξύ γνωρίζεται με την Αλίκη, σερβιτόρα στο μαγαζί που πήγε να φάει. Και εν μέσω μουσικής, γνωριμιών, αναζητήσεων και συζητήσεων κάτι παράξενο φαίνεται να συμβαίνει στην μικρή παραλιακή πόλη! Κάποιες μικροδονήσεις, λίγος θόρυβος και σκόνη. Σύντομα τα φαινόμενα θα ενταθούν και θα αρχίσουν να γίνονται επικίνδυνα. Ένα μικρό νησί αναδύεται από τη θάλασσα και -το χειρότερο- οι κάτοικοι αρχίζουν να δέχονται επιθέσεις από αγριεμένα ιπτάμενα όντα που μοιάζουν με χταπόδια. Οι επιθέσεις αυτές, είναι ξαφνικές και θανατηφόρες ενώ οι άνθρωποι αρχίζουν να εξοντώνονται ο ένας μετά τον άλλον. Και όταν το μυστηριώδες νησί που εμφανίστηκε μετατρέπεται σε γιγαντιαίο πλάσμα με πλοκάμια που επιτίθεται στην πόλη, η παρέα των μουσικών και οι φίλοι τους αποφασίζουν να το αντιμετωπίσουν. Όχι, βέβαια, χωρίς απώλειες!
Αυτό είναι το «Μινόρε», η ταινία του Κωνσταντίνου Κουτσολιώτη, που με κέρδισε με το μακάβριο χιούμορ της. Μια καλογυρισμένη παρωδία ταινίας τρόμου που θυμίζει βιβλίο του Στίβεν Κινγκ!
Εντάξει, μπορεί να θεωρηθεί υπερβολικά αυτό που γράφω αλλά ο σκηνοθέτης έχει πετύχει απόλυτα αυτό που ήθελε. Δηλαδή να παρωδήσει μια ταινία τρόμου, να χρησιμοποιήσει διάφορα ανατριχιαστικά, τρομακτικά εφέ, τα οποία συνδυάζονται όμως με προσεγμένους φωτισμούς, φωτογραφία και ήχο. Με μαύρο, αποδομητικό χιούμορ, ο Κουτσολιώτης σκηνοθετεί μια ταινία με θέμα έναν αόρατο κίνδυνο που απειλεί μια κοινωνία κάνοντας ένα σαφές πολιτικό σχόλιο.
Μια ταινία που αποτελεί την απόλυτη σπλατεριά και είναι πέρα για πέρα διασκεδαστική. Όσοι ψάχνουν για το αριστούργημα δεν θα το βρουν. Άλλωστε κάτι τέτοιο δεν ήταν στις προθέσεις του σκηνοθέτη. Ήθελε να γυρίσει ένα σπλάτερ, να κάνει λίγη πλάκα, να διασκεδάσει, τηρώντας όμως τους κινηματογραφικούς κανόνες και, νομίζω, πως τα πήγε περίφημα. Ως εκεί!