Michaël Foessel «Κόκκινα φανάρια. Η ηδονή και η αριστερά», μετάφραση: Γιώργος Καράμπελας, εκδόσεις Πόλις, 2023
Το ερώτημα στον τίτλο του κειμένου ανήκει στον γάλλο συγγγραφέα Ροζέ Βαγιάν και ο Μικαέλ Φεσέλ το επικαιροποιεί. Απόφοιτος της Ecole Normale Superieure, καθηγητής φιλοσοφίας στην Ecole Polytechnique, ο Φεσέλ είναι ένας από τους πιο οξυδερκείς διανοούμενους του καιρού μας. Η σκέψη του είναι πρωτότυπη, ενώ η γλώσσα του συνδυάζει την επιστημονική ακρίβεια με τη λογοτεχνική φινέτσα.
Στα ελληνικά έχουν κυκλοφορήσει στο παρελθόν δύο βιβλία του από τις εκδόσεις Πόλις, «Ο καιρός της παρηγοριάς» (2018, μτφ. Μαριάννα Μαντά) και το «Υποτροπή: 1938» (2020, μτφ. Δημοσθένης Παπαδάτος – Αναγνωστόπουλος): στο πρώτο ο Φεσέλ υποστηρίζει ότι η φιλοσοφία για καιρό υπήρξε ένα βάλσαμο ικανό να απαλύνει τα ανθρώπινα άλγη (φόβο, ντροπή, παραίτηση)∙ στο δεύτερο αναφέρεται στο κοινοβουλευτικό πραξικόπημα που ανέδειξε στην εξουσία την κυβέρνηση Νταλαντιέ, η οποία ανέστειλε τις κοινωνικές κατακτήσεις του Λαϊκού Μετώπου και συμπεριφέρθηκε με επαίσχυντο τρόπο στους πρόσφυγες, αφήνοντας απροστάτευτους τους Εβραίους της Γαλλίας. Αποτέλεσε το προοίμιο της δωσιλογικής κυβέρνησης του Πετέν.
Στα Κόκκινα Φανάρια ο Φεσέλ θέτει τα εξής ερωτήματα: Μπορούμε άραγε, σε έναν άδικο κόσμο, να απολαμβάνουμε χωρίς να γινόμαστε συνεργοί στην αδικία; Μήπως οι κάθε λογής ηδονές μας, διαμορφωμένες σε μεγάλο βαθμό από τον σύγχρονο καπιταλισμό, έρχονται σε αντίθεση με τις νέες πολιτικές και κοινωνικές διεκδικήσεις;
Ο Φεσέλ προτείνει να επανασυνδεθούμε με τις παραδόσεις εκείνες που συναρθρώνουν ηδονή και χειραφέτηση. Δείχνει ότι οι ελπιδοφόρες πολιτικές εμπειρίες είναι αυτές από τις οποίες απουσιάζουν ο τρόμος και η ντροπή. Με τον όρο «ηδονές» ο συγγραφέας δεν εννοεί το αγοραίο σεξ σκλάβων, τις καταχρήσεις ή τις «αξίες» που προωθεί η νεοφιλελεύθερη κουλτούρα του εύκολου πλουτισμού. Αναφέρεται στις μικρές και μεγάλες χαρές της ζωής που μπορούμε να απολαμβάνουμε συλλογικά ενόσω αγωνιζόμαστε συγχρόνως για την κοινωνική δικαιοσύνη. Τις διακρίνει από εκείνες τις ηδονές που απενοχοποιημένα κλείνουν τα μάτια στις κοινωνικές αδικίες και στην ιστορική μνήμη τους. Σημειώνει:
«Η πολιτική αναβάθμιση της ηδονής γίνεται αφόρητη όταν θεμελιώνεται στην απερίφραστη δύναμη των βιαιοτήτων του παρελθόντος. Σ’ αυτόν τον δίχως μνήμη “αντιδραστικό μπον-βιβέρ” ο οποίος χλευάζει μορφές βίας τις οποίες ο ίδιος δεν υφίσταται και που τον ωθεί να μην βλέπει πως όσοι τις υφίστανται δεν συμμερίζονται την ικανοποιημένη αδιαφορία του. Απέναντι σε αυτό το είδος πόζας, η “αριστερή μελαγχολία”, που μελέτησε ο Βάλτερ Μπένγιαμιν, θα έχει πάντα δίκιο.
Ατόφια χαρά
Η εν λόγω πολιτική διάθεση θεμελιώνεται στην άρνηση να δικαιολογηθούν οι οδύνες της ιστορίας στο όνομα της προόδου. Υιοθετώντας τη σκοπιά των ηττημένων, η μελαγχολία εγκαθιδρύει τη θλίψη ως δύναμη διαμαρτυρίας».
Ο συγγραφέας ανατρέχει στην Σιμόν Βέιλ (1909 -1943). Γράφει η σπουδαία διανοήτρια:
«Ανεξάρτητα από τα αιτήματα, η απεργία αυτή είναι από μόνη της χαρά. Ατόφια χαρά. Χαρά ανόθευτη. Χαρά που μπαίνεις στο εργοστάσιο με τη χαμογελαστή άδεια ενός εργάτη που φυλάει την πύλη. Χαρά που βρίσκεις τόσα χαμόγελα, τόσα λόγια αδελφικής υποδοχής... Χαρά που διασχίζεις ελεύθερα τα εργαστήρια όπου ήσουν σκυμμένος πάνω από τη μηχανή σου, χαρά που σχηματίζεις ομάδες, που κουβεντιάζεις. Χαρά που ακούς, αντί για τον ανελέητο θόρυβο των μηχανών –ακλόνητο σύμβολο της σκληρής αναγκαιότητας που σ’ έκανε να γονατίζεις-, μουσική, τραγούδια και γέλια...»
Η «χαρά» δεν συνιστά υπαναχώρηση σε σχέση με τους πολιτικούς αγώνες, αλλά πλεόνασμα χωρίς το οποίο αυτοί οι αγώνες θα καταντήσουν μια αδύναμη αφηρημένη έννοια. Για να αντισταθούμε στην καπιταλιστική ψευδαίσθηση της ηδονής δεν αρκεί να τα βάλουμε με το άτομο-καταναλωτή, ζητώντας του να απαρνηθεί όσα κατέχει – πόσο μάλλον όταν δεν κατέχει και πολλά. Πρέπει επίσης να υπερασπιστούμε μια αντίληψη της ηδονής διαφορετική από αυτήν που βλέπει τη χρήση των σωμάτων ως οικονομικό πρόβλημα.
Σε φιλοσοφικό επίπεδο, ο Φεσέλ αναλύει τη διαλεκτική ανάμεσα στην «επιθυμία» και στην «ηδονή» που αναπτύχθηκε ανάμεσα στον Ζιλ Ντελέζ και στον Μισέλ Φουκό, αντίστοιχα. Η επιθυμία για τον Φουκό έχει υπερβατική έννοια, το υποκείμενο φαντάζεται ό,τι δεν έχει, αλλά θα έπρεπε να έχει – σύμφωνα με αυτό που πλασάρεται ως «αναγκαίο». Αντιστρόφως, οι ηδονές δηλώνουν ό,τι βιώνουν τα σώματα ως δύναμή τους. Δεν φέρουν μαζί τους ένα φαντασιακό αίτημα που απευθύνεται στην εξουσία, αλλά εκδηλώνουν μια αντίσταση έμπρακτη, «εμμενή στην επιβολή της».
Μια προδομένη επιθυμία
Ήδη από τον 19ο αιώνα αρκετές/αρκετοί σοσιαλιστές θεωρητικοί έθεσαν τον αισθησιασμό στην καρδιά του λόγου τους και των επαναστατικών πρακτικών τους. Η μπολσεβίκα Αλεξάνδρα Κολοντάι αγωνιζόταν για το τέλος του αστικού γάμου και υπέρ μιας «διαδοχικής μονογαμίας» αποτελούμενης από αποκλειστικές αλλά και εφήμερες σχέσεις, εισάγοντας μια σύνδεση ανάμεσα στην κοινωνική επανάσταση και στην επανάσταση στις ερωτικές σχέσεις.
Ο Φεσέλ καταδεικνύει όμως και τα όρια του φροϊδομαρξισμού. Ο φροϊδομαρξισμός επιχείρησε να αναθερμάνει τον επαναστατικό ρομαντισμό μεταφέροντάς τον στη λίμπιντο, σαν να μπορούσε η σεξουαλική επιθυμία να εκπληρώσει μια υπόσχεση που προδόθηκε στο οικονομικό-κοινωνικό πεδίο. Ο Μαρκούζε υποστήριξε ότι μια κοινωνία σημαδεμένη από την ανέχεια ορίζει την «πραγματικότητα» με πολύ πιο περιοριστικούς όρους από ό,τι μια κοινωνία όπου υπάρχει σχετική αφθονία. Εισήγαγε έτσι την «αρχή της απόδοσης», δηλαδή μιας πραγματικότητας στην οποία πρέπει να καταμετρούμε τις ηδονές. Η σεξουαλική απελευθέρωση, όμως, παρά τους πανηγυρισμούς της Αντικουλτούρας των ‘60’ς, αν και δυνάμει χειραφετητική, δεν αποτελεί εγγύηση κοινωνικής απελευθέρωσης, πολλώ δε μάλλον σε μια κοινωνία όπου το σεξ τείνει να γίνει στοιχείο κατανάλωσης.
Η ηδονή δεν είναι ζήτημα των πλουσίων και μόνο. Για τους πραγματικά πεινασμένους και διψασμένους, η ικανοποίησή τους δεν συνιστά πολυτέλεια. Η ηδονή δεν είναι ο θάνατος της επιθυμίας ή η αστική συγκατάθεση στην κοινωνική ευταξία. Καθίσταται πολιτικό ζήτημα, επειδή η πείνα και η δίψα ανάγονται, πλέον, εξ ολοκλήρου σε πολιτικά φαινόμενα.
Η ηδονή που μας ενώνει
Ο ασκητισμός είναι στην πραγματικότητα πολύ ισχυρότερο όχημα του ατομικισμού απ’ ό,τι ο ηδονισμός. Η προσταγή του να γίνουμε καθαροί μέσα σε έναν κάθε άλλο παρά καθαρό κόσμο, είναι απαγορευτική για κάθε συλλογική βλέψη. Ο Φουκό εντόπισε έγκαιρα τους κινδύνους που ενέχουν οι πολιτικές του ασκητισμού. Η «προεξόφληση της δυστυχίας», που εκφράστηκε ήδη από την εποχή των στωικών, μπορεί να έχει κάποια αξία ως πνευματική άσκηση από άποψη προσωπικής ηθικής, όμως αποκτά αποκαλυψιακές συνδηλώσεις όταν εφαρμόζεται στο πεδίο της πολιτικής. Η Αριστερά, αντίθετα, ήδη από την εποχή του Διαφωτισμού, πρεσβεύει έναν προοδευτισμό που διατείνεται ότι η γνώση του παρελθόντος δεν έχει σκοπό «να ξορκίσει το μέλλον», αλλά, αντίθετα, να το καταστήσει εφικτό. Η νεότερη αριστερή σκέψη εγκατέλειψε τον ασκητισμό ακριβώς επειδή έστρεψε την προσοχή της στην καταπολέμηση των συνθηκών της κόλασης και όχι στην εγκαθίδρυση νησίδων αγνότητας καταμεσής της τελευταίας.
«Δεν αρκεί η υπενθύμιση ότι η επανάσταση δεν είναι πάρτι, για ν’ απαλλαγούμε από την ευθύνη ενός στοχασμού για τα ήθη που, μετά την επανάσταση, ή στο τέλος κάποιων αληθινά προοδευτικών μεταρρυθμίσεων, θα επικρατήσουν στην κοινωνία. Όμως οι ηδονές που μοιραζόμαστε έχουν το πλεονέκτημα ότι δεν περιμένουν ούτε την επανάσταση ούτε τις μεταρρυθμίσεις για να υπάρξουν. Φανερώνουν έτσι το πολιτικό τους νόημα οι ανοργάνωτες γιορτές, αλλά και οι έρωτες που αδιαφορούν για τους ταξικούς ή κοινωνικούς φραγμούς, τα αυτοσχέδια μπάρμπεκιου ή τα ποιήματα που έγραφαν οι εργάτες ή τα κόλπα που χαλάνε τους μανατζερίστικους παραλογισμούς. Μεγάλες ή μικρές, οι χαρές αυτές καταδεικνύουν ότι δεν είναι όλα κατανάλωση στην κοινωνία της κατανάλωσης».
Αντί να ενδίδει στον ασκητισμό, το παρόν βιβλίο προτείνει να ανακαλύψουμε εκ νέου την πολιτικά ανατρεπτική διάσταση της ηδονής. Η Αριστερά δεν έχει κανέναν λόγο να εγκαταλείψει τη χαρά της ζωής στην αντιδραστική σκέψη. Η ηδονή είναι ένα απελευθερωτικό συναίσθημα, υπό τον όρο ότι την μοιραζόμαστε.