Συνάντησα τον Αλέξανδρο Αλαβάνο στην Παλαιά Πεντέλη. Η ημέρα ήταν ηλιόλουστη και η συνομιλία σε ήρεμους τόνους. Αφορμή αυτής στάθηκε η ποιητική συλλογή του, «Πύλαι αρρήτων επών», από τις εκδόσεις Καστανιώτη.
Τι βλέπουμε στο εξώφυλλο της συλλογής σας «Πύλαι αρρήτων επών»;
Στο εξώφυλλο της ποιητικής συλλογής υπάρχει μια εικονίτσα τοπίου από τον Σταυρό της Τήνου, 15 λεπτά από τη Χώρα, πριν από τα Κιόνια. Εκεί βρισκόταν για πεντακόσια χρόνια το λιμάνι των Βενετσιάνων (1200-1700 περ.). Έχουν πέσει λιμενικά στοιχεία από πέτρα. Παλιά ήταν ένας μακρύς μώλος με ένα ψηλό τείχος προκειμένου να σταματάει όχι τόσο τους εχθρούς αλλά το μεγάλο εχθρό της Τήνου, τον Βοριά, που είναι και φίλος της.
Έτσι συνδέεται και ο τίτλος του βιβλίου.
Άλλος δεν μπορεί να το συνδέσει, εγώ κάνω αυτές τις συνδέσεις. Είναι ένα απόσπασμα από ποίημα για την πόρτα των λέξεων και των λόγων που δεν έχουν ειπωθεί. Είναι του Βακχυλίδη, πατριώτης μου κατά κάποιον τρόπο, από την Κέα. Έχει ένα μυστήριο όλο αυτό, τι σημαίνει ότι δεν ειπώθηκαν;
Αναπτύσσεται μια μυσταγωγική σχέση.
Αν το σκεφτούμε καλά, αυτές οι πύλες είναι μπροστά στον καθένα μας, πράγματα που δεν λέχθηκαν αλλά θα μπορούσαν να λεχθούν, ή τα έχεις σκεφτεί. Δίνει στον αναγνώστη μια αοριστία και του προτείνει να την λύσει εκείνος.
Πότε γράψατε αυτά τα ποιήματα;
Γράφτηκαν στο τέλος της καθοδικής περιόδου της χώρας μας. Στην εποχή των μνημονίων, άρχισα να κοιτώ σημειώσεις από βιβλία και να τις ταξινομώ. Δεν σκεφτόμουν να γράψω. Παρίστανα τον πολιτικό, τώρα να παριστάνω και τον ποιητή, μου φαινόταν γελοίο. Ξαφνικά, όμως, είδα ότι αυτά τα κομμάτια συνιστούσαν ομάδες με κοινά στοιχεία και συνδέονταν. Προσπάθησα να τους δώσω νόημα, να τα βελτιώσω. Σε αυτό ίσως συνέβαλε η αγάπη μου από το γυμνάσιο που ήταν τα αρχαία ελληνικά και ότι, γενικά, είμαι φλύαρος. Ντρεπόμουν να τα δημοσιεύσω, αλλά τα διάβασα σε κάποιους φίλους και κάποιοι ενθουσιάστηκαν. Μετά, εμφανίστηκε ο καρκίνος (του προστάτη).
Είχε ήδη βγει η συλλογή.
Ναι, όμως δεν μπόρεσα να κάνω τίποτε τα δύο αυτά χρόνια για την προβολή τους.
Πιστεύετε πως η ποίηση είναι καλό να προβάλλεται με βιβλιοπαρουσιάσεις; Πολλές φορές τα βιβλία μιλούν από μόνα τους.
Το έχω σκεφτεί και δεν είχα κάνει βιβλιοπαρουσίαση για δυόμιση χρόνια. Τελικά το πότε και το πού το κανόνισαν άλλοι, η Ιωάννα Καρυστιάνη και ο Θανάσης ο Σκαμνάκης (η παρουσίαση αναμένεται στις 8.4.24).
Στα ποιήματα υπάρχει το «εμείς» και διαφαίνεται μια πολιτική συνείδηση και ιδέα. Λόγου χάρη, λέτε, «να ζουν φτωχικά, αλλά με ελευθερία».
Όποιος και να γράψει ποίηση, κι ένας φλύαρος, κάτι υπάρχει, κάπου το στηρίζει. Βέβαια, το μυαλό του ποιητή έχει τη δυνατότητα να πλάσει κι έναν κόσμο της φαντασίας, πολύ διαδεδομένο.
Η σχέση της ποίησης με τον κόσμο πώς λειτουργεί σε εσάς; Πώς φιλτράρετε ό,τι έχετε ζήσει στην πολιτική μέσα από τους στίχους σας;
Δεν είναι καθαρή αυτή η σχέση, πολιτικής και ποίησης. Είναι περισσότερο θέματα γενικών πολιτικών αρχών, στήριξης στην πατρίδα, στους εργαζομένους. Δεν προσεγγίζω την ελληνική πολιτική και δική μου εμπειρία. Είναι σε πολύ μικρό και αόριστο βαθμό.
Υπάρχει μια οικουμενικότητα στην ποίησή σας.
Υπάρχει μια οικουμενικότητα και ελληνικότητα που δεν είναι αντίπαλος των άλλων, αλλά κάτι που μας έρχεται πολύ από την παράδοση, τον πολιτισμό που δεν υπήρχε σε άλλη χώρα κι έχει βαθιές ρίζες μέσα στον χρόνο. Η Ελλάδα στην Ευρώπη και στην Ασία ήταν ένα σημείο εντυπωσιακό και θαυματουργό πολλές φορές.
Σε σχέση με αυτήν την ελληνικότητα, σκέφτομαι τον Καστοριάδη που έζησε και στην Τήνο.
Ναι, έχει μια προσέγγιση που ίσως να με έχει επηρεάσει. Ενώ αναδεικνύεις την ελληνικότητα, δεν αναπτύσσεται μια εχθρικότητα προς τις άλλες χώρες. Έχουν κι αυτές προβλήματα της ίδιας τάξης που έχουμε κι εμείς. Η ελληνικότητα ήταν σε μια συνεχή διάδραση με τους άλλους πολιτισμούς, είχε την τάση να απορροφά στοιχεία τους. Γι’ αυτό και πολλοί Έλληνες δεν ήταν Έλληνες.
Η διαμόρφωση του ανθρώπου δεν έγκειται στο έθνος αλλά στην αφομοίωση.
Σίγουρα. Και βλέπεις, σε ευρωπαϊκές, αμερικάνικες ή ακόμη και σε ασιατικές ταινίες να υπάρχουν στοιχεία και παρουσίες από την κλασική Ελλάδα και την εποχή των τραγωδιών.
Στο βιβλίο, ενώ γίνεται αντιληπτή αυτή η αφομοίωση, το παρελθόν από το νησί είναι εξίσου ενεργό.
Παιδικές εικόνες, μέχρι τα μέσα του δημοτικού, μου έρχονται πολύ στο μυαλό. Είναι, πραγματικά, ζωγραφικοί πίνακες. Η επαφή μου με αυτές συμβαίνει όταν χάνω δικούς μου ανθρώπους. Έχω χάσει τον μπαμπά μου, τη μάνα μου, τον μεγάλο μου αδελφό που ήταν και το πρότυπό μου, πριν από ένα χρόνο...
Οι άνθρωποι που φεύγουν, συνεχίζουν να υπάρχουν στις επιλογές μας.
Ναι, συνεχίζουν να υπάρχουν, απλώς οι ίδιοι δεν το συναισθάνονται, γιατί δεν είναι παρόντες. Συμφιλιωνόμαστε. Όσο μεγαλώνεις, ή θα σε πιάσει πανικός, ή θα συμφιλιωθείς με την ήττα που έρχεται, στο ανθρώπινο σώμα και πνεύμα.
Το ποίημα «Πολυξένη» για την μητέρα σας, αφορά και στη θυσία;
Σε αυτό το ποίημα μιλώ για τη μάνα μου που είχε έξι παιδιά και έχασε πολλά απ’αυτά. Αυτή η φιγούρα συγχέεται με την μητέρα πατρίδα, σε έναν χώρο ευρύτερο από σένα, όπου εκεί νομίζεις ότι ανήκεις και είσαι πολύ ανήσυχος. Τι γίνεται εκεί; Πεθαίνει αυτό; Η ελληνικότητα πεθαίνει; Το ερωτηματικό είναι ανοιχτό. Στην εποχή μας με τις ηλεκτρονικές γλώσσες, δεν ξέρεις τί γλωσσικό θα επιβιώσει. Για παράδειγμα, η γυναίκα μου (Κάτια) είναι από την Κρήτη, τα κρητικά χάνονται. Βέβαια, τα κρατούν οι ποιητές και οι μουσικοί.
Μετά τη θητεία σας στο Ευρωκοινοβούλιο, πώς βλέπετε σήμερα τα πολιτικά στην Ελλάδα και γενικότερα;
Κατά τη γνώμη μου, η Ελλάδα, έχοντας στην αρχή τώρα τη Νέα Δημοκρατία, μια κεντροδεξιά δύναμη, είναι μια χώρα, η οποία προσπαθεί να μιμηθεί τις μεγάλες καπιταλιστικές δυνάμεις της Ευρώπης, να ενταχθεί στο στενό νέο κύκλο σύνδεσης αυτών των χωρών και νομίζω ότι αυτό δεν οδηγεί την Ελλάδα σε ένα άλμα και σε μια προσπάθεια αλλαγής, επαναφοράς των αξιών που είχαν φέρει οι κομμουνιστές και οι πρώτοι σοσιαλιστές στη Γαλλία. Ο ιδιωτικός τομέας εισβάλλει και κατακτάει περιοχές που ανήκαν στο κοινό. Κάποτε, τη γνησιότητα της αριστεράς την γεννούσε ο κόσμος της εργασίας και ο κόσμος της νεολαίας. Ο κόσμος της εργασίας έχει υποχωρήσει πάρα πολύ. Ο κόσμος της νεολαίας πάει καλύτερα, όμως θα έπρεπε να είναι πιο έντονα, πιο μαχητικά.