Ας ξεκινήσουμε με το ρητορικό ερώτημα, εάν η επανάσταση του 1821 πέτυχε τους στόχους της. Η απάντηση βέβαια μοιάζει να είναι αυτονόητη. Οι Έλληνες απελευθερώθηκαν από τον τουρκικό ζυγό, δημιούργησαν ένα ανεξάρτητο, ενιαίο νεωτερικού τύπου κράτος υπό την καθοδήγηση του Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια. Όμως αυτή η αρχικά θετική απάντηση στο πέρασμα του χρόνου έμοιαζε να σχετικοποιείται καθώς το κράτος αυτό ήταν μικρό και φτωχό, αλλά και αρκετά ελεγχόμενο από εξωτερικούς παράγοντες και δυνάμεις προδίδοντας μέρος των προσδοκιών της δεκαετούς Επανάστασης και όσων συμμετείχαν.

 

Τρεις όψεις της επαναστατικής δεκαετίας

 

Να επιμείνουμε στο σημείο αυτό ότι υπάρχουν τρεις διαφορετικές κατηγορίες εκείνης της επαναστατικής δεκαετίας. Η πρώτη μεγάλη κατηγορία σχετίζεται με αυτό που θα προσδιορίζαμε ως «δημόσια ιστορία», το λόγο δηλαδή που αναπτύσσεται κυρίως από ιστορικούς, τοπικούς λόγιους, ιστοριοδίφες, ανθρώπους που επιδιώκουν να διατυπώσουν δημοσίως τη γνώμη τους γύρω από αυτά τα θέματα, από πολιτειολόγους, δημοσιογράφους, από τηλεοπτικές εκπομπές, ντοκιμαντέρ, που έδωσε και πήρε κυρίως στην επέτειο των 200 χρόνων από το ξέσπασμα της Επανάστασης κ.ο.κ.

Η δεύτερη κατηγορία είναι αυτή που προσδιορίζουμε ως «σχολική ιστορία», που εκφράζει ακριβώς τι σημαίνει η Επανάσταση στο πλαίσιο των σχολικών εγχειριδίων και επομένως, καταγράφει την επίσημη από το ίδιο το κράτος και τους θεσμούς του άποψη για την Επανάσταση.

Η τρίτη κατηγορία αφορά εκείνο που θα ορίζαμε ως επιστημονικό λόγο, όπως αυτός οργανώνεται και αρθρώνεται στο πλαίσιο των πανεπιστημίων, των ερευνητικών κέντρων κ.ο.κ. που στην πραγματικότητα επιτρέπει πολύ μεγαλύτερη ελευθερία στον ερευνητή και στον μελετητή να εμβαθύνει και να αναλύσει τη σύνθετη πραγματικότητα του παρελθόντος.

Η πρώτη και πολύ περισσότερο η δεύτερη κατηγορία εντάσσεται σε αυτό που θα προσδιορίζαμε ως «εθνική ιστορία» και «ιστοριογραφία», διότι επηρεάζονται πολύ περισσότερο από το πώς αντιμετωπίστηκε η Επανάσταση του 1821 κατά τον 19ο αιώνα. Όχι ότι η τρίτη κατηγορία δεν εντασσόταν σε αυτόν τον κανόνα, αλλά εκεί υπάρχουν και υπήρχαν εξαιρέσεις που ξέφευγαν από το γενικό μοτίβο.

Ο 19ος αιώνας είναι η περίοδος που αναπτύσσεται η αντίληψη περί εθνικού αφηγήματος, έμπνευση της Παπαρρηγοπούλειας ή Ζαμπέλειας ιστοριογραφικής σκέψης που μιλά για την συνεχή παρουσία της ελληνικής φυλής στο χώρο παρά τις συνθήκες σκλαβιάς που επιβλήθηκαν μετά την άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς. Αυτή η αντίληψη είχε άμεσο αντίκτυπο στο πώς αντιμετωπιζόταν η δεκαετής Επανάσταση του 1821. Συνοπτικά, υποστήριζε ότι το ελληνικό χριστιανικό έθνος, καταπιεσμένο για 400 χρόνια υπό τον ζυγό των Οθωμανών Τούρκων, αποφάσισε να εξεγερθεί, σύσσωμο και ομογενοποιημένο ενώ το προηγούμενο διάστημα είχαν προηγηθεί και άλλες εθνικού τύπου εξεγέρσεις, χωρίς όμως ανάλογη επιτυχία. Σε αυτήν την αφήγηση, δεν υπήρχαν εσωτερικές διαφωνίες, εμφύλιες διαμάχες και συγκρούσεις, προσωπικές βλέψεις, κοινωνικές ομάδες και διαφορετικά συμφέροντα. Η εθνική ταυτότητα τα σκέπαζε όλα και δια παντός, πολλές φορές μάλιστα τα «παραφούσκωνε» με μύθους και παραμύθια. Αλλά και όταν αυτές οι διαφορετικές προσεγγίσεις εμφανίζονταν, υποβαθμίζονταν ή και ακόμα και αποσιωπούνταν. Δεύτερον, η Επανάσταση αφού ταυτίζεται με το έθνος, ταυτίζεται και με ένα ακόμα ταυτοτικό του στοιχείο, την ορθόδοξη εκκλησία. Βέβαια, το Πατριαρχείο και ο Γρηγόριος ο Ε’, είχε αντιδράσει στην Επανάσταση και την είχε αφορίσει, αλλά μικρή σημασία έχει στη γενική προσέγγιση και στην αναγκαιότητα να ενταχθεί η Επανάσταση στη συνολική αφήγηση.

 

Οι πρώτες αποκλίσεις από την εθνική αφήγηση

 

Αυτή η γεμάτο αποσιωπήσεις και κενά αφήγηση, δέχτηκε στην πορεία του χρόνου δύο πολύ ισχυρά πλήγματα. Το πρώτο πλήγμα υπήρξε τις πρώτες δεκαετίες του 20ουαιώνα, όταν πρωτοδιατυπώθηκε η άποψη περί «κοινωνικής επανάστασης» από τους θεωρητικούς και ιστοριογράφους της κομμουνιστικής πλευράς, και κυρίως τον Γιάννη Κορδάτο και τον Γιάννη Ζέβγο. Και οι δύο έθεταν με διαφορετικό τρόπο στη συζήτηση το ζήτημα της κοινωνικής διάστασης της Επανάστασης. Ο μεν πρώτος μιλούσε για την Ελληνική Επανάσταση ως επίτευγμα της αστικής τάξης, και άρα η αγροτολαϊκή Επανάσταση θα ακολουθούσε, ο δε Γ. Ζέβγος στο Σύντομη Μελέτη της Νεοελληνικής Ιστορίας, αναφερόταν σε αυτήν ως μια «αγροτολαϊκή» Επανάσταση που δεν είχε καμία αναφορά και σχέση με την αστική κοινωνική τάξη, αλλά τελικά προδόθηκε από αυτήν. Και η δική τους ωστόσο ανάλυση ήταν άκαμπτη και η προσέγγισή τους βασιζόταν σε έναν πολύ ισχυρό αναχρονισμό, αφού οι απόψεις τους αντανακλούσαν τις πολιτικές διαφωνίες που άπτονταν στη δική τους εποχή. Και σε αυτό το επίπεδο αγνοήθηκε τι ήθελαν οι ίδιοι οι επαναστάτες οι οποίοι απέφευγαν να σχετιστούν με οποιαδήποτε κοινωνικού τύπου εξέγερση, διότι έβλεπαν ότι κάτι τέτοιο θα τους απομάκρυνε από το στόχο τους που δεν ήταν άλλος από το να κερδίσουν την εύνοια των ευρωπαίων πολιτών και των μεγάλων δυνάμεων. Υπάρχει όμως και το επόμενο πλήγμα, το οποίο ήταν ακόμα πιο βαθύ και πιο ουσιαστικό και αφορούσε ακριβώς την αποδυνάμωση αυτής της ομογενοποιητικής και συγκολλητικής ανάλυσης ότι το ελληνικό έθνος ενιαία και σταθερά υπάρχει και διεκδικεί την απελευθέρωσή του στο πέρασμα των αιώνων. Αυτό το δεύτερο πλήγμα αποτελούσε κυρίως την ανάλυση των μαρξιστών ή μαρξιζόντων ιστορικών της μεταπολεμικής περιόδου, που επιχείρησε να αμφισβητήσει το κυρίαρχο μοντέλο ανάλυσης και να φωτίσει πλευρές και πτυχές της οικονομικής και κοινωνικής ιστορίας που μέχρι εκείνη τη στιγμή έμεναν εκτός έρευνας. 

 

Η συλλογική δράση

 

Και για να ξαναγυρίσουμε στο αρχικό ρητορικό ερώτημα, η επανάσταση δεν έμεινε στη δημιουργία ενός μικρού κράτους – κρατιδίου στη νότια βαλκανική χερσόνησο, αλλά κατάφερε να ενιαιοποιήσει τις διαθέσεις των ανθρώπων, όπως και των διαφορετικών κοινωνικών ομάδων και με αυτόν τον τρόπο, ανάγκασε όλες τις πλευρές να συζητήσουν και να εντοπίσουν κοινούς ή διαφορετικούς δρόμους στην πορεία του χρόνου. Αλλά πέτυχε και κάτι πολύ σπουδαιότερο. Αυτή ακριβώς η ποικιλομορφία αποτέλεσε και τον οδηγό για να επιτύχει αυτή η πρωτόγνωρη διαδικασία. Είναι επομένως η εποχή για να ξαναγυρίσουμε στους μαρξιστές ιστορικούς φεύγοντας από τα πρόσωπα που βεβαίως επηρεάζουν σημαντικά τις εξελίξεις και να περάσουμε στις συλλογικές διαδικασίες και αυτό είναι που μαθαίνει η Επανάσταση στους ανθρώπους και στην ίδια την κοινωνία και στο νεοσύστατο κράτος. Το υποκείμενο να δρα συλλογικά είτε στο επίπεδο της πολεμικής σύγκρουσης είτε στο επίπεδο της συλλογικής σκέψης, ακολουθώντας τους δρόμους του διαφωτισμού και τα αποτελέσματα αυτής της διαδρομής.

 

 

* Το παραπάνω αποτελεί μέρος ομιλίας του Σ. Κουτρουβίδη στο πλαίσιο εκδήλωσης της Δημοτικής Συνεργασίας Ελληνικού – Αργυρούπολης με τίτλο: Μια άλλη πλευρά της επανάστασης του 1821 στην οποία μίλησε και ο ιστορικός και συγγραφέας Σπύρος Αλεξίου.

 

Στάθης Κουτρουβίδης Περισσότερα Άρθρα
Tags:
ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet