Ο Ντέιβιντ Μπρόντερ, εκδότης του περιοδικού Jacobin για την Ευρώπη και ιστορικός της ιταλικής Ακροδεξιάς, μιλάει στην «Εποχή» για την άνοδο της Ακροδεξιάς στην Ευρώπη, τα χαρακτηριστικά της και τον τρόπο αντιμετώπισής της.
Μέσα σε ποιο πλαίσιο μπορούμε να κατανοήσουμε την άνοδο της Ακροδεξιάς σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες;
Σε ολόκληρη την Ευρώπη οι ακροδεξιές δυνάμεις είναι ένα κανονικοποιημένο μέρος της εκλογικής πολιτικής. Ακόμη και χώρες που κάποτε λέγονταν ότι είχαν ανοσοποιηθεί λόγω της δικτατορίας, όπως η Πορτογαλία, ή εξαιτίας των ιστορικών μαθημάτων, όπως η Γερμανία, ακολουθούν αυτήν την τάση. Είναι πιθανό η Μαρίν Λεπέν ή η AfD (Εναλλακτική για τη Γερμανία) να είναι σύντομα στην εξουσία. Ενώ οι περιπτώσεις είναι διαφορετικές, το κοινό πλαίσιο είναι η παρακμή της μαζικής δημοκρατικής πολιτικής, τυπικό χαρακτηριστικό των μεταπολεμικών δεκαετιών, και το κοινωνικό συμβόλαιο στο οποίο βασίστηκε. Η σημερινή Ακροδεξιά αναδύεται σε ένα μεταμοντέρνο κόσμο, όπου τα ατομικά και δημοκρατικά δικαιώματα κατοχυρώνονται κατ' αρχήν, αλλά στην πράξη παραμένουν κενό γράμμα. Επωφελείται από έναν μιντιακό εκλογικό χώρο, ο οποίος κυριαρχείται από πολιτικές ταυτότητας, αλλά και από μια στενότητα των οικονομικών οραμάτων, που περιορίζεται στη μετακύληση των επιπτώσεων της κρίσης στη μια ή την άλλη ομάδα. Δεν μιλάει για τον Νέο Άνθρωπο της φασιστικής παράδοσης, αλλά συγκεντρώνει τις ιδέες της «αξιοκρατίας», των «ανάξιων φτωχών» και της δαιμονοποίησης τόσο των ελίτ, όσο και των μειονοτήτων, προκειμένου να παρουσιάσει τους σκληρά εργαζόμενους απλούς πολίτες, και το έθνος τους, ως απειλούμενους. Τόσο μια σειρά κρίσεων, όσο και η σχετική παρακμή της Ευρώπης, προσθέτουν δυναμική σε αυτή την κοσμοθεωρία. Κερδίζει μια μειοψηφία του εκλογικού σώματος, αλλά βασίζεται σε τάσεις που διαμορφώνουν όλη την πολιτική.
Ποιοι λόγοι και ποιοι μηχανισμοί έχουν ενισχύσει την κανονικότητα της σύγχρονης Ακροδεξιάς;
Το έργο μου επικεντρώνεται στην Ιταλία, όπου από το 1994 ο Σίλβιο Μπερλουσκόνι έφερε το νεοφασιστικό κόμμα και τη Λέγκα του Βορρά στην πρώτη του κυβέρνηση. Αυτό προκάλεσε κάποιο σοκ εκείνη τη στιγμή. Αλλά το 2024 έχουμε τον ίδιο συνασπισμό σταθερά εδραιωμένο, με την ηγεσία του να κινείται προς τα πιο ριζοσπαστικά κόμματα, καθώς οι δεξιοί ψηφοφόροι παροτρύνονται να απαιτούν όλο και περισσότερα και ενοχλούνται όλο και λιγότερο από τις αντιφασιστικές εκκλήσεις. Αυτά τα κόμματα έχουν αποδεχθεί τη συνταγματική πολιτική, δεν εμπλέκονται στη πολιτική βία και έχουν συμμορφωθεί με τον ευρωπαϊσμό, τον ατλαντισμό, την υποστήριξη προς το Ισραήλ κλπ. Οι σύμμαχοι της Μελόνι τόσο στη Σουηδία, όσο και στη Φινλανδία αντιτάχθηκαν εδώ και καιρό στην ένταξη στο ΝΑΤΟ, αλλά και οι δύο χώρες εντάχθηκαν πρόσφατα στο ΝΑΤΟ υπό δεξιές κυβερνήσεις που εξαρτώνται από την υποστήριξη της Ακροδεξιάς. Έτσι, περισσότερες κυρίαρχες δυνάμεις αισθάνονται ότι μπορούν να φέρουν με ασφάλεια αυτές τις δυνάμεις στην εξουσία και να εκτονώσουν τον ριζοσπαστισμό τους. Αυτό είναι, ωστόσο, μια αυτάρεσκη ψευδαίσθηση. Υποθέτει ότι η Ευρώπη είναι εγγενώς μια δύναμη μετριοπάθειας και δημοκρατίας. Βέβαια είναι, είδαμε ότι τα προοδευτικά και φιλελεύθερα κομμάτια του ευρωκοινοβουλίου επέκριναν τη Νέα Δημοκρατία. Αλλά παράλληλα, η ίδια η Ευρωπαϊκή Ένωση κυριαρχείται όλο και περισσότερο από ακροδεξιές ατζέντες σχετικά με τις μεταναστευτικές πολιτικές της «Ευρώπης Φρούριο» και την αντίθεση στην οικολογική δράση. Ο επί μακρόν επικεφαλής της Frontex, που κατηγορείται για συνενοχή στις επαναπροωθήσεις από την Ελλάδα, είναι τώρα υποψήφιος με το κόμμα της Λεπέν, και η Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν εκφράζει μεταναστευτικές πολιτικές που μέχρι πρόσφατα περιορίζονταν στην Ακροδεξιά.
Ποιες μεταμορφώσεις βλέπεις στον λόγο και στον τρόπο παρέμβασης της Ακροδεξιάς σήμερα σε σχέση με παλαιότερες εποχές;
Η σημερινή Ακροδεξιά δεν προωθεί μια λατρεία της βίας ή τη συλλογική κινητοποίηση όπως ο ιστορικός φασισμός, αλλά υιοθετεί τις ιδέες της «θυματοποίησης» και των «συνθλιμμένων ελευθεριών» του ατόμου για να αντιταχθεί σε μια υποτιθέμενη ολοκληρωτική προοδευτική ηγεμονία. Παίζει με μια ασάφεια μεταξύ των πολιτισμικών διακυβευμάτων της πολιτικής, χρησιμοποιώντας μια πολεμική ρητορική απειλής, και των δικών της αδύναμων μέσων δράσης. Πάρτε για παράδειγμα τη «θεωρία της μεγάλης αντικατάστασης», την κατηγορία μιας συνωμοσίας από χρηματοδότες και «πολιτιστικούς μαρξιστές» για την καταστροφή της Δύσης μέσω της μαζικής μετανάστευσης. Αναμασά τη ναζιστική ιδέα της ιουδαιο-μπολσεβίκικης απειλής, τη συμμαχία «από τα πάνω» και «από τα κάτω» ενάντια στο έθνος. Στη μεταμοντέρνα εκδοχή της η Ακροδεξιά είναι αποκομμένη από τη μαζική κινητοποίηση της εποχής του Μεσοπολέμου και από την αίσθηση της κομμουνιστικής – επαναστατικής απειλής, και αντίθετα μετατοπίζεται σε διάφορα φιλελεύθερα και προοδευτικά πρότυπα των ΜΜΕ (Τζορτζ Σόρος, εγρήγορση εναντίον φυλετικών προκαταλήψεων και διακρίσεων, κλπ). Αυτή η θεωρία χρησιμοποιείται ως κάλεσμα για να μην βγούμε στους δρόμους, αλλά απλά να ψηφίσουμε τα ακροδεξιά κόμματα ακόμη και για χάρη της ένταξης στο κατεστημένο, α λα Μελόνι. Ωστόσο, ορισμένοι μπορεί να εκλάβουν την ιδέα της πολιτισμικής καταστροφής πιο κυριολεκτικά. Τέτοιες θεωρίες έχουν επίσης εμπνεύσει τρομοκράτες, όπως ο Άντερς Μπρέιβικ στη Νορβηγία το 2011, ή οι πυροβολισμοί στο τζαμί του Κράιστσερτς το 2019.
Ένα χαρακτηριστικό της Ακροδεξιάς είναι ότι ενώ προσπαθεί να δείξει ότι αγωνίζεται ενάντια στο «κατεστημένο», δεν συγκρούεται με τον νεοφιλελευθερισμό, ούτε με τους θεσμούς του αστικού κράτους. Αυτή η αντίφαση πώς επηρεάζει την πολιτική συμπεριφορά της και σε ποιο βαθμό μπορεί να είναι χρήσιμη για τις ελίτ;
Σε γενικές γραμμές, η κοινωνική κριτική αυτών των κομμάτων στο νεοφιλελευθερισμό είναι ισχνή. Η Λεπέν αντιτάχθηκε στην αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης από τον Μακρόν, αλλά επιτέθηκε επίσης στο κυρίως αριστερό κίνημα για την υπεράσπιση των συντάξεων. Η Ακροδεξιά ευδοκιμεί σε συνθήκες όπου δεν υπάρχει η αλληλεγγύη της εργατικής τάξης, έτσι καταγγέλλει τις ενέργειες των φιλελεύθερων ελίτ, ενώ θεωρεί ότι είναι αναπόφευκτες. Όσο πιο κοντά είναι στην εξουσία, τόσο περισσότερο σταματούν να είναι «όλα για όλους τους ανθρώπους» και αποδέχονται τους θεσμούς και τα οικονομικά παραδείγματα που αναφέρεις. Αλλά ίσως το πιο σημαντικό είναι ότι αυτό δεν φαίνεται να υπονομεύει την υποστήριξή τους: η αποδοχή του είναι αναπόφευκτη, οι οπαδοί τους χαίρονται που βρίσκονται αυτοί στην εξουσία και που δεν είναι η Αριστερά. Δεν πρέπει να υπερβάλλουμε για το πόσο οι υποστηρικτές των ακροδεξιών κομμάτων επιδιώκουν έναν στρεβλό αντικαπιταλισμό, αντί να υπερασπίζονται ορισμένες ομάδες στο πλαίσιο μιας λογικής αγοράς. Ακόμα και αν αυτά τα κόμματα δεν κάνουν μετασχηματιστικές αλλαγές, οι φορολογικές περικοπές, η εγκατάλειψη ορισμένων πράσινων πολιτικών και, στην Ιταλία, η απαλλαγή από τα επιδόματα ανεργίας, μπορούν να ικανοποιήσουν σημαντικά τμήματα της βάσης τους. Γενικά, είναι καλό για το κεφάλαιο αν η κοινωνική σύγκρουση εκτροχιαστεί σε μια σειρά ιδιαιτέρων διεκδικήσεων και πολέμου μεταξύ των φτωχών. Ορισμένα μεγάλα επιχειρηματικά συμφέροντα χρηματοδοτούν ενεργά την Ακροδεξιά και τα μέσα ενημέρωσής της, όπως ο γάλλος μεγιστάνας Βενσάν Μπολορέ. Παρόλα αυτά, θα έλεγα ότι για τον επιχειρηματικό Τύπο, το Σίτι κλπ, αυτή είναι περισσότερο μια κατάσταση που αντιμετωπίζουν, παρά μια κατάσταση που έχουν επιλέξει εργαλειακά για να προωθήσουν τα συμφέροντά τους.
Πώς πρέπει να σκεφτούμε τον αντιφασισμό στον 21ο αιώνα; Σε ποιο επίπεδο θεωρείς ότι μπορούν να δοθούν σήμερα οι αντιφασιστικοί αγώνες;
Η πολιτιστική μάχη για τη μνήμη του Β' Παγκοσμίου Πολέμου είναι ένα σημαντικό διακύβευμα της εθνικής ταυτότητας. Όπου μια φασιστική επιθετική οργάνωση σηκώνει κεφάλι, θα πρέπει να της αντισταθούμε με μαχητικά μέσα. Ωστόσο, αυτό δεν αρκεί. Όπου η Ακροδεξιά είναι ήδη μια σημαντική εκλογική δύναμη, τα αντιφασιστικά εκλογικά μπλοκ είναι μόνο μια προσωρινή λύση. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι μαζικές κοινωνικές δυνάμεις, ικανές να δράσουν ανεξάρτητα από αυτήν την εσωτερική εκλογική αναμέτρηση. Με αυτή την έννοια, επίσης, τα ιστορικά κινήματα της Αντίστασης είναι διδακτικά: δεν ήταν απλώς ενάντια στη ναζιστική-φασιστική φρίκη, αλλά ήταν κινήματα για ανανέωση, ανακτώντας την εθνική ταυτότητα ως ανοιχτή και πλουραλιστική και προσφέροντας την προοπτική της κοινωνικής ελευθερίας και της απελευθέρωσης από την οικονομική σκλαβιά. Ήταν η Bandiera Rossa που έκανε δυνατό το Bella Ciao. Για να κινητοποιηθείς ενάντια στην Ακροδεξιά δεν χρειάζεται απαισιοδοξία και παράπονο για το πόσο κακή είναι, χρειάζεται να το κάνεις για να δημιουργήσεις μια καλύτερη εναλλακτική λύση στην οποία η πλειοψηφία των ανθρώπων μπορεί να συνδέσει τα δικά της συμφέροντα. Σε ορισμένες περιπτώσεις (Γαλλία, Βέλγιο, Ισπανία) υπάρχουν τέτοιες αριστερές δυνάμεις και αγωνίζονται. Η φιλελεύθερη σύγκλιση με την Ακροδεξιά δείχνει πόσο επειγόντως αναγκαίες είναι αυτές.
ΥΓ. O Ντέιβιντ Μπρόντερ είναι συνεκδότης του περιοδικού transform! A European Review of Politics. Το τελευταίο βιβλίο του είναι «Τα Εγγόνια του Μουσολίνι, ο Φασισμός στη σύγχρονη Ιταλία» που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Pluto, στο οποίο εξηγεί το πως φτάσαμε στη σημερινή συνθήκη όπου τα Αδέλφια της Ιταλίας είναι η κυρίαρχη δύναμη του κυβερνητικού συνασπισμού.