Η επιμονή του Εμανουέλ Μακρόν να επαναφέρει εσχάτως, ξανά και ξανά, την πρότασή του για αποστολή χερσαίων δυνάμεων της Δύσης στην Ουκρανία με στόχο να ηττηθεί η Ρωσία, γεννά ερωτήματα. Τι συνέβη ώστε ο πρόεδρος της Γαλλίας, ο ίδιος που το 2019 είχε χαρακτηρίσει το ΝΑΤΟ «εγκεφαλικά νεκρό», που το 2022 συνομιλούσε τακτικά από τηλεφώνου με τον πρόεδρο Πούτιν παρά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, που δήλωνε ότι δεν επιθυμεί η Δύση να ταπεινώσει τη Ρωσία, τι μεσολάβησε ώστε να θεωρεί σήμερα πως η Ρωσία συνιστά απειλή για τη χώρα του και την Ευρώπη;
Η πιο πρόσφατη αναφορά του στην ανάγκη αποστολής χερσαίων δυνάμεων ήταν σε συνέντευξή του στην εφημερίδα Le Parisien το περασμένο Σάββατο (16/3), μετά την επιστροφή του από το Βερολίνο και τη συνάντησή του εκεί με τον γερμανό καγκελάριο Ολαφ Σολτς και τον πολωνό πρωθυπουργό Ντόναλντ Τουσκ: «Ίσως, κάποια στιγμή –δεν το εύχομαι, δεν θα αναλάμβανα την πρωτοβουλία– χρειασθούν επιχειρήσεις επί του πεδίου, όποιες και αν είναι αυτές, κατά των ρωσικών δυνάμεων».
Είχε προηγηθεί δήλωσή του στη σύνοδο κορυφής για το ουκρανικό στις 26 Φεβρουαρίου στο Παρίσι, ότι «τίποτα δεν πρέπει να αποκλειστεί», δήλωση στην οποία χώρες του ΝΑΤΟ είχαν αντιδράσει απορριπτικά, αποκλείοντας κάθε ενδεχόμενο ανάπτυξης στρατευμάτων στην Ουκρανία.
«Ο πρόεδρος Μπάιντεν ήταν σαφής. Οι ΗΠΑ δεν θα στείλουν στρατεύματα να πολεμήσουν στην Ουκρανία», δήλωσε ο Λευκός Οίκος.
Ο καγκελάριος Σολτς δήλωσε ότι κανένα μέλος του ΝΑΤΟ δεν θα στείλει στρατεύματα στην Ουκρανία. «Είναι συμφωνημένη θέση και δεν πρόκειται να αλλάξει». Άλλωστε η άρνηση του Βερολίνου να προμηθεύσει στην Ουκρανία πυραύλους Taurus που θα μπορούσαν να ανατρέψουν τους συσχετισμούς υπέρ των Ουκρανών, αιτιολογείται στη βάση ότι αυτό θα απαιτούσε την εγκατάσταση γερμανικού προσωπικού στην Ουκρανία, εκθέτοντας τη Γερμανία στον κίνδυνο πολεμικής εμπλοκής με τη Ρωσία.
Ο βρετανός πρωθυπουργός, Ρίσι Σούνακ, σχολίασε δια του εκπροσώπου του ότι η χώρα του δεν έχει σχέδια για στρατιωτική ανάπτυξη μεγάλης κλίμακας στην Ουκρανία, πέρα από το ολιγάριθμο προσωπικό που ήδη εκπαιδεύει ουκρανικές δυνάμεις.
Ανάλογες ήταν οι τοποθετήσεις της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Πολωνίας και της Τσεχίας.
Ο Μακρόν επανήλθε το βράδυ της Πέμπτης 14 Μαρτίου, με δήλωσή του στα τηλεοπτικά δίκτυα France 2 και TF1 ότι, «αν η κατάσταση επιδεινωθεί στην Ουκρανία, πρέπει να είμαστε έτοιμοι να λάβουμε τις αποφάσεις που επιβάλλονται, ώστε η Ρωσία να μην κερδίσει ποτέ». Ο πόλεμος στην Ουκρανία είναι «υπαρξιακός για την Ευρώπη μας και για τη Γαλλία», τόνισε. «Αν η Ρωσία κερδίσει αυτόν τον πόλεμο, η αξιοπιστία της Ευρώπης θα μηδενιστεί».
Μία ημέρα μετά τη σύνοδο του Παρισιού και την απόρριψη της πρότασης Μακρόν, ο υπουργός Άμυνας της Γαλλίας ανακοίνωσε ότι σχεδιάζεται «τρεις γαλλικές εταιρείες να προχωρήσουν άμεσα, σε σύμπραξη με ουκρανικές εταιρείες, στην παραγωγή, επί ουκρανικού εδάφους, στρατιωτικού εξοπλισμού για να βοηθήσουν τη χώρα στον πόλεμο εναντίον της Ρωσίας».
Υπάρχει μια «φράση κλειδί» εδώ. Ειπώθηκε από τον πρόεδρο Μακρόν στη συνέντευξη στις 16 Ιανουαρίου: «Αν αφήσουμε τη Ρωσία να κερδίσει, οι κανόνες της διεθνούς τάξης που έχουμε καθορίσει δεν θα είναι πλέον σεβαστοί…».
Το ίδιο βράδυ οι ρωσικές δυνάμεις έπληξαν ένα σημείο συγκέντρωσης ξένων μαχητών στο Χάρκοβο, γάλλων μισθοφόρων στον πυρήνα τους. Οι νεκροί και οι σοβαρά τραυματίες ξεπερνούν τους ογδόντα», ανακοίνωσε το ρωσικό υπουργείο Άμυνας.
Η Γαλλία αρνήθηκε ότι στην Ουκρανία πολεμούν γάλλοι μισθοφόροι. Και κατήγγειλε «ρωσικό ελιγμό παραπληροφόρησης» όταν εμφανίστηκαν κατάλογοι με τα ονόματα γάλλων υπηκόων που σκοτώθηκαν στο Χάρκοβο.
Η σκλήρυνση της στάσης της Γαλλίας απέναντι στη Ρωσία αποτελεί επιλογή υπαγορευμένη από την ανάγκη διασφάλισης της διεθνούς τάξης που έχει καθορίσει η Δύση, ανάγκη την οποία επικαλείται η Γαλλία για να επιτύχει την αναβάθμιση του ρόλου της στην Ευρωπαϊκή Ένωση και το ΝΑΤΟ, όπου αναμένονται απρόβλεπτες ισορροπίες ισχύος σε περίπτωση επικράτησης του Ντόναλντ Τραμπ στις προεδρικές εκλογές στις ΗΠΑ.
Αλλά πίσω από τη σκλήρυνση της στάσης της Γαλλίας υπάρχει ακόμα μία, εξίσου σημαντική, παράμετρος. Η εξελισσόμενη αντιπαλότητά της με τη Ρωσία στην Αφρική.
Το 2022 τα γαλλικά στρατεύματα στο Μάλι υποχρεώθηκαν, μετά από ένα ακόμη πραξικόπημα στην αφρικανική αυτή χώρα, να μετακινηθούν στον Νίγηρα, από όπου όμως χρειάστηκε επίσης να απομακρυνθούν, μετά από ένα πραξικόπημα εκεί το 2023. Ανάλογες ανατροπές στο Τσαντ, τη Μπουρκίνα Φάσο και τη Γκαμπόν αμφισβήτησαν αισθητά την επιρροή της Γαλλίας, επιπρόσθετα με την επιδείνωση των σχέσεών της με την Κεντροαφρικανική Δημοκρατία, την Ακτή Ελεφαντοστού και τη Σενεγάλη. Όλα αυτά σε μια συγκυρία αυξανόμενης ρωσικής παρουσίας σε ένα ευρύτερο αφρικανικό χώρο, με τον οποίο η Μόσχα συνήψε, στη σύνοδο κορυφής Ρωσίας – Αφρικής τον περασμένο Ιούλιο, 161 συμφωνίες στους τομείς της εκπαίδευσης, της ιατρικής, της επισιτιστικής ασφάλειας, της επιστημονικής και τεχνικής συνεργασίας.
Η Ρωσία, κατά πληροφορίες του πρακτορείου Bloomberg στις 30 Ιανουαρίου, ενισχύει την παρουσία της σε τουλάχιστον πέντε αφρικανικές χώρες –Μπουρκίνα Φάσο, Λιβύη, Μάλι, Κεντροαφρικανική Δημοκρατία και Νίγηρα– μέσω του μισθοφορικού «Αφρικανικού Σώματος», ενός δικτύου βάσεων υπό τον έλεγχο του ρωσικού Υπουργείου Άμυνας.
Επιπλέον, η Γαλλία φαίνεται να χάνει σταδιακά τον έλεγχο επί των νομισμάτων 14 αφρικανικών χωρών, πλήρως συνδεδεμένων με το ευρώ και με ένα μέρος των νομισματικών αποθεμάτων τους να βρίσκεται στο Παρίσι, παρέχοντας στη Γαλλία την ευχέρεια να απολαμβάνει ελεύθερα προσόδους με τη μορφή φθηνών φυσικών πόρων από τις χώρες αυτές. Η Μπουρκίνα Φάσο, το Μάλι και ο Νίγηρας ανακοίνωσαν στις 28 Ιανουαρίου ότι αποχωρούν από την Οικονομική Κοινότητα των Κρατών της Δυτικής Αφρικής, προφανώς ενθαρρυμένες από τη φθίνουσα ισχύ της Γαλλίας και την αυξανόμενη παρουσία της Ρωσίας στην περιοχή.