Προχωρώντας σε μια πόλη που συχνά θυμίζει το αντίθετό της, προσπαθώντας ο ρυθμός του βήματος να ταιριάζει με τη μουσική στα ακουστικά, μουσική που αλλάζει, άλλοτε συνοδεύει και άλλοτε σχολιάζει, άλλοτε κυριαρχεί με τρόπο τέτοιο, ώστε η ίδια η πραγματικότητα να είναι συνοδευτική της μελωδίας, ναι, ο κόσμος μας είναι ένα υποπροϊόν της μουσικής, ένας ρυθμός που αφέθηκε στην τυχαιότητα σε τέτοιο βαθμό, ώστε να μην μπορείς να αντιληφθείς τη μελωδία, την ενότητα, τον σκοπό και όμως όταν οι κινήσεις σου συνοδεύονται από μουσική, όταν η δραστηριότητά σου συνοδεύεται από τραγούδι νιώθεις συχνά η πιο απλή κίνηση να αποκτά ένα άλλο νόημα, κάτι πέρα από μια απλή διεκπεραιωτική διαδικασία, όχι σαν απλώς να ταιριάζει, αλλά σαν ο ρυθμός αυτός να ήταν πάντοτε εκεί και να περίμενε τη δραστηριότητα, ώστε να αναδείξει τον εαυτό του, γιατί είναι ο δικός του ρυθμός, ο πραγματικός του ρυθμός, ο ρυθμός που επεξηγεί την κίνηση πέρα από τη λειτουργικότητα, σαν μια διαδικασία αυτοτελής μέσα στην κίνηση, μέσα στον ρυθμό της κίνησης, μέσα στον ρυθμό της ζωής, της ζωής που είναι ρυθμός ναι, η ζωή και το σώμα μας έχουν τον δικό τους ρυθμό και η μουσική βοηθά τα δύο αυτά να συντονιστούν ναι, σαν τους εραστές στην κορύφωση της ένωσης όταν συναντιούνται στον ίδιο ρυθμό, στο ίδιο κρεβάτι, στο ίδιο σώμα, ναι, η μουσική είναι στιγμιαία κατάφαση, κάτι ακαριαίο πέρα από ερμηνεία και πέρα από πρόθεση ερμηνείας, ακόμα και σε αυτούς τους δρόμους, ακόμα και σε αυτά τα βήματα που δεν κάνουν κάτι περισσότερο από το να εκτελούν μια διαδρομή, μια διαδρομή καθημερινή, συνηθισμένη και όμως ο ρυθμός όπως ανεβαίνει από το κινητό μέσα από τα ακουστικά στην ακοή, ο ρυθμός της μουσικής που γίνεται ηχόχρωμα και τοπίο και τελικά νόημα, είναι νόημα, δίνει νόημα και μεταμορφώνει το γύρω όχι σε κάτι νέο, αλλά σε αυτό που πάντοτε ήταν, ναι εκεί ήταν αλλά δεν μπορούσες να το δεις μέσα στη σιωπή, δεν μπορείς να το δεις αν ταυτόχρονα δεν μπορείς να το ακούσεις, σαν η αλήθεια να έχει γραφτεί με ιερογλυφικά, σαν η αλήθεια να είναι μια υπόθεση, όχι επεξήγησης αλλά συνάντησης, ήχου και εικόνας, ναι, όρασης και ακοής, ναι, γιατί ποτέ δεν υπήρξαν άλλες αισθήσεις ό, τι άλλο είναι μια κακεντρεχής φάρσα ειπωμένη για να αδυνατίζει τις δύο κυρίαρχες αισθήσεις, να σαμποτάρει την ένωσή τους και όμως εδώ σε μια πόλη που επιμένει να μένει βουβή ακόμα και κάτω από το πιο μεγάλο μεγάφωνο, σαν ξαφνιασμένη, σαν διαρκώς ξαφνιασμένη για τη δική της θέση μέσα στον χρόνο –δεν είναι χρόνος, χώρος είναι που έπεσε εκτός ιστορίας και δεν σταμάτησε να κυλά μέσα στην ακινησία του– ξαφνιασμένη μέσα στον χρόνο και εσύ να επιμερίζεις τον χρόνο της με διάρκειες τραγουδιών, να επιμερίζεις τους δρόμους της με τον αριθμό των βημάτων, και να μην θυμάσαι καν από πού ξεκίνησες και πού κατευθύνεσαι, ακόμα και αν είσαι κοντά δεν θα φτάσεις, το τραγούδι δεν έχει ακόμα τελειώσει –και γιατί όχι ένα τραγούδι ακόμη– ας κάνουμε τον κύκλο, ας πάμε από τον πιο αργό δρόμο, από αυτόν που χωρά περισσότερα τραγούδια, η μουσική είναι –πάντοτε ήταν– η πιο κοντινή απόσταση ανάμεσα σε δύο σημεία και το τραγούδι συνεχίζει, θα έπρεπε να έχει τελειώσει και όμως συνεχίζει, θα έπρεπε να έχει τελειώσει εδώ και χρόνια, να έχει τελειώσει και συ να έχεις φτάσει σε αυτόν τον προορισμό εδώ και δεκαετίες και όμως να ‘σαι εδώ εκτός ηλικίας και εντός τραγουδιού, εντός του ίδιου τραγουδιού εδώ και τόσο καιρό, με τα ίδια ρούχα και το ίδιο βλέμμα, την ίδια απορία στο πρόσωπο απέναντι σε έναν κόσμο χωρίς μουσική και ναι είσαι εδώ, ναι, και αυτό το εδώ είναι το δικό σου εδώ, χρόνος και χώρος μαζί, μια στιγμή, ένα σημείο μέσα στον κόσμο, ένα σημείο χωρίς χρονολόγηση στο οποίο είσαι κρυμμένος, το οποίο σε κάνει να καθυστερείς, χρόνια καθυστερείς, ξεχνώντας να μεγαλώσεις μέσα στο τραγούδι, ναι και μέσα στους δρόμους, περπατώντας τους δρόμους και περπατώντας το τραγούδι, ναι στο εδώ, ναι, του τραγουδιού, ναι, αυτό που ήταν πάντοτε η μόνη αφετηρία και η μόνη κατάληξη, ναι.