«Τόσο οι προσωπογραφίες, όσο και η απεικόνιση σκηνών, η εικονογραφική ιστορία της Ελληνικής Επανάστασης, δεν συνιστά την πραγματική ζωή των προσώπων, αλλά την υπερβατική, τον τρόπο δηλαδή με τον οποίο τους είδαν οι άλλοι», σημείωνε η πρόωρα χαμένη Ευγενία Δρακοπούλου στο τελευταίο της βιβλίο, Εικόνες του αγώνα των Ελλήνων στην ιστορική ζωγραφική της Ευρώπης (Ινστιτούτο Ιστορικών Ερευνών, 2021). Οι πρωταγωνιστές και οι πρωταγωνίστριες της Επανάστασης αποτέλεσαν πρόσωπα με τα οποία εξοικειωθήκαμε ήδη από τα παιδικά μας χρόνια. Ήταν παρόντα στις σελίδες των σχολικών βιβλίων του δημοτικού, ενώ στις γιορτές της 25ης Μαρτίου οι προσωπογραφίες λάμβαναν θέση στα τζάμια και τους τοίχους των τάξεων. Τις ίδιες λίγο πολύ εικόνες συνεχίσαμε να συναντάμε στα εγχειρίδια του γυμνασίου και λυκείου και έτσι, χωρίς ποτέ κανείς να μας υποχρεώσει «να τα μάθουμε απ’ έξω», ήμασταν σε θέση να ξεχωρίσουμε τον Κολοκοτρώνη, τη Μπουμπουλίνα, τον Καραϊσκάκη, τη Μαυρογένους και πολλούς ακόμα. Τα πρόσωπα της Επανάστασης δεν έπαψαν να υπάρχουν στις ζωές μας και μετά το σχολείο, καθώς συνόδευαν την καθημερινότητά μας: βρίσκονταν στα κέρματα και τα χαρτονομίσματα πριν το ευρώ, στα γραμματόσημα, αλλά και στα επετειακά δημοσιεύματα των εφημερίδων –κατάσταση που δεν άλλαξε πολύ στην ψηφιακή εποχή.
Πολλές και λιγότερο γνωστές προσωπογραφίες των αγωνιστών άρχισαν να γίνονται γνωστές στο ευρύ κοινό τα τελευταία χρόνια. Κάποιες από αυτές φαντάζουν πιο «πιστές» στην πραγματικότητα της εποχής τους, ενώ κάποιες άλλες είναι εμφανώς ωραιοποιημένες σε μια προσπάθεια εξιδανίκευσης των προσώπων. Ιδιαίτερες, χωρίς προσπάθεια ωραιοποίησης, είναι οι προσωπογραφίες που φιλοτεχνήθηκαν για να κοσμήσουν την αίθουσα των υπασπιστών στο παλάτι του Όθωνα, το σημερινό κτίριο της Βουλής. Στην ομάδα των ζωγράφων που εργάστηκαν για αυτές, συμμετείχαν δύο έλληνες ζωγράφοι, οι αδελφοί Θεόδωρος και Φίλιππος Μαργαρίτης, οι οποίοι είχαν σπουδάσει στο εξωτερικό.
Λίγα χρόνια μετά την ολοκλήρωση του έργου, ο Φίλιππος Μαργαρίτης «συναντήθηκε» με μία νέα εφεύρεση, τη φωτογραφία, η οποία τον συνεπήρε τόσο, ώστε να ασχοληθεί πλέον επαγγελματικά μ’ αυτή. Στην αυλή του σπιτιού του, κοντά στη σημερινή πλατεία Κλαυθμώνος, ο Φίλιππος Μαργαρίτης έστησε το φωτογραφικό του «στούντιο»: μια υπερυψωμένη ξύλινη κατασκευή σε σχήμα Π, στην «πλάτη» της οποίας ένα κρεμασμένο μαύρο πανί αποτελούσε το φόντο. Σε αυτό το ξύλινο στούντιο, ο Φίλιππος Μαργαρίτης απαθανάτισε τον Αλέξανδρο Μαυροκορδάτο κάπου μεταξύ του 1853 και του 1855, σύμφωνα με τον Άλκη Ξανθάκη. Σε έναν κομό που υπάρχει δίπλα του βρίσκεται ακουμπισμένο το ημίψηλο καπέλο κι ο Μαυροκορδάτος, καθισμένος σε μια καρέκλα με μπράτσα, με τα χέρια σταυρωμένα πάνω στο μπαστούνι, φωτογραφίζεται για πρώτη και τελευταία φορά στη ζωή του όπως ακριβώς ήταν, διανύοντας πλέον την έκτη δεκαετία της ζωής του.
Στη φωτογραφία απεικονίζεται όχι η υπερβατική, αλλά η πραγματική εικόνα του προσώπου, μια εικόνα συγκινητική, στην οποία αποτυπώνονται το κουρασμένο βλέμμα, οι κυρτοί ώμοι, αλλά και το σκονισμένο παντελόνι και τα σκονισμένα παπούτσια. Κι αυτή ακριβώς η σκόνη, το ψεγάδι που σε κανέναν πίνακα και σκίτσο δεν αποτυπώθηκε, δίνει περισσότερο απ’ όλα ανθρώπινη υπόσταση στο πρόσωπο· το καθιστά οικείο. Η φωτογραφία αυτή του Αλέξανδρου Μαυροκορδάτου δεν περικλείει κανένα μεγαλείο και ηρωισμό∙ αποτελεί τη χαραμάδα που μας επιτρέπει να δούμε το ανθρώπινο πρόσωπο της Επανάστασης –των ανθρώπων που έδωσαν τις μάχες των όπλων και των ιδεών με σκονισμένα ποδήματα και λερωμένα ρούχα, με αντιθέσεις και αντιφάσεις, με νίκες και ήττες, άλλοτε με ορμή και μαχητικότητα, άλλοτε αποκαρδιωμένοι και αποκαμωμένοι. Μοιάζει σαν εκείνη η φωτογραφία να αποτελεί το απείκασμα των ανθρώπων, που με όλα τους τα ψεγάδια, έκαναν Επανάσταση.