Σε προηγούμενα φύλλα της «Εποχής», και σε συνέχεια της πρώτης (διαδικτυακής) συνδιάσκεψης του «Φεμινιστικού δικτύου – Νέα Αριστερά», ξεκίνησε μια συζήτηση που αναδεικνύει σημαντικούς φεμινιστικούς προβληματισμούς των καιρών μας και, έμμεσα, θέτει το πάντα επίκαιρο ζήτημα της σχέσης φεμινισμού – Αριστεράς (μια και εντός αυτής διεξάγεται η συζήτηση)1 . Στο κείμενο που ακολουθεί καταθέτω μερικές σκέψεις, επιχειρώντας μια συμβολή στη συζήτηση.
Προκαταρκτικές επισημάνσεις
Στο πλαίσιο της νεοφιλελεύθερης ηγεμονίας, στην Ελλάδα και παγκόσμια, οι κατακτήσεις των φεμινιστικών αγώνων είναι υπό αίρεση, η κουλτούρα της πατριαρχίας, ο μισογυνισμός και η βία κατά των γυναικών εντείνονται. Μέσα σε μια συγκυρία ήττας και αποστράτευσης και στη συνέχεια της πανδημίας και των λοκντάουν, στη δημόσια συζήτηση δίνει τον τόνο μια υπόρρητη απονομιμοποίηση του φεμινισμού – και των φεμινιστριών - ενώ είναι ανεκτές επιθετικές αρρενωπότητες, συμπεριφορές και λόγος.
Οι φεμινιστικοί προβληματισμοί και οι εμπειρίες από διάφορους τόπους και ομάδες γυναικών έχουν προβληματοποιήσει την οικουμενικότητα του όρου «γυναίκες», αλλά και έναν τρόπο σκέψης που δομείται στη βάση του δίπολου γυναίκες/άνδρες. Παραμένουν όμως οι έμφυλες διαφορές και οι διπολικοί προσδιορισμοί του φύλου και της θέσης κάθε φύλου σε κάθε κοινωνία και τόπο, μέσα από δύσκολα αναθεωρούμενες πολιτισμικές παραδόσεις, καθιερωμένες συνήθειες και θεσμικές πρακτικές, καθώς και μέσα από σχέσεις δύναμης τις οποίες τα δίπολα καταστατικά υπονοούν και εμπεριέχουν.
Πέρα από τις γυναίκες;
Είναι πλέον κοινά αποδεκτό, πιστεύω, πως η ύπαρξη ενός παγκόσμιου «εμείς» που μπορεί να περιλαμβάνει όλες τις γυναίκες ήταν μια φαντασίωση λευκών, ετεροφυλόφιλων φεμινιστριών από χώρες της αναπτυγμένης Δύσης, η οποία συγκροτήθηκε με βάση τις δικές τους εμπειρίες. Γυναίκες από «αλλού», γυναίκες που ανήκουν σε διαφορετικές κοινωνικές τάξεις, φυλές και εθνότητες, υποκείμενα που δεν ταυτίζονταν με cis ταυτότητες και ετεροκανονικές σεξουαλικότητες, συνέβαλαν εδώ και δεκαετίες στην κατανόηση των ταυτοτήτων ως ρευστές και ενδεχομενικές. Επιπλέον, η ιδέα ότι το φύλο διαμορφώνεται επιτελεστικά, μετατόπισε τη συζήτηση προς την αντίληψη ότι τα περιεχόμενα της αρρενωπότητας και της θηλυκότητας είναι ποικίλα και ζητούμενα και όχι δεδομένα.
Διαφορετικές παραδόσεις φεμινιστικών προβληματισμών και πρακτικών έχουν διαμορφώσει λοιπόν μια πλούσια παρακαταθήκη ιδεών, στο πλαίσιο της οποίας οι αντιλήψεις για το φύλο και τις γυναίκες μεταλλάσσονται διαχρονικά, σε συγκεκριμένα κάθε φορά χωρο-κοινωνικά συμφραζόμενα και στις διασταυρώσεις του φύλου με την φυλή, την εθνότητα, την σεξουαλικότητα, την κοινωνική τάξη, την ηλικία, την αρτιμέλεια, κλπ. Οι αλληλοτομίες και συνθέσεις αυτών των αξόνων ανισότητας και καταπίεσης περιλαμβάνουν σχέσεις που προϋπάρχουν, αλλά και, κυρίως, συγκρότηση νέων, έστω και προσωρινών και ασταθών. Το κάπως αδέξιο «κλπ», όπως σημειώνει η Μπάτλερ, υποδεικνύει μια συνεχή διαδικασία απόδοσης νοημάτων, που αφήνει ανοιχτή τη δυνατότητα, σε διαφορετικά συμφραζόμενα, ορισμένες κοινωνικές διαιρέσεις να είναι πιο σημαντικές από άλλες και επομένως να εμφανίζονται πριν από το «κλπ»2 , συγκροτώντας διαφορετικές διαθεματικές προσεγγίσεις.
Σε ένα τέτοιο πλαίσιο, «το γυναικείο» είναι αναγκαστικά πληθυντικό, ζωντανό, ανοιχτό, υπό συνεχή διαμόρφωση. Οι σκέψεις, οι επεξεργασίες, τα γραπτά, οι αγώνες και οι αγωνίες προηγούμενων φεμινιστικών γενεών3 είναι μια πολύτιμη παρακαταθήκη για την επεξεργασία των προταγμάτων και δράσεων του σήμερα. Εδώ, οι διαθεματικές προσεγγίσεις επερωτούν συνεχώς τι μένει έξω, καθώς και τι ενσωματώνεται ως «φυσικό», συμβάλλοντας στην αναγνώριση ανισοτήτων και διαφορών εντός κάθε φύλου.
Επιστρέφοντας στις γυναίκες
Με όλους τους παραπάνω προβληματισμούς, πιστεύω πως η αναφορά σε «γυναίκες» είναι αναγκαίο να διατηρηθεί στο πολιτικό και επιστημονικό λεξιλόγιο, για τρεις κυρίως λόγους:
▪ γιατί αποτελεί σύνδεση με μια ιστορία φεμινιστικών αγώνων και διεκδικήσεων και με έναν πλούτο φεμινιστικών προβληματισμών που δεν έχουμε την πολυτέλεια να αγνοήσουμε,
▪ γιατί η καθημερινή πολιτική, από το σώμα μέχρι τις τοπικές και παγκόσμιες αναδιαρθρώσεις του καπιταλισμού, έχει πάντα και παντού (και) έμφυλο πρόσημο,
▪ γιατί υποδηλώνει μια πολιτική θέση/τοποθέτηση (positionality) για τη θεώρηση του κόσμου: από την οπτική του φεμινισμού και του φύλου, με όλες τις διαιρέσεις και ανισότητες εντός του.
Από μια τέτοια θέση/τοποθέτηση μπορεί να δημιουργηθούν χώροι και χρόνοι συνάντησης και συγκρότησης συλλογικοτήτων, οι οποίες αναγκαστικά προϋποθέτουν αναζήτηση ομοιοτήτων και κοινών τόπων. Μπορεί ακόμη να αμφισβητηθούν ή και να ανατραπούν εμπεδωμένοι πατριαρχικοί αυτοματισμοί της Αριστεράς (και των αριστερών), με στόχο τη συγκρότηση ενός συλλογικού υποκειμένου συμπεριληπτικού. Ενός υποκειμένου που προτείνει μια εξ αρχής διαφορετική επεξεργασία της πολιτικής σε όλα τα επίπεδα, διευρύνοντας τα πεδία επικοινωνίας και συνδιαμόρφωσης της θεωρίας και της συλλογικής δράσης. Από τη δεκαετία 1970 οι φεμινίστριες μιλούν/μιλούμε για τον «άτυχο γάμο» του φεμινισμού με την Αριστερά. Ας ελπίσουμε ότι πενήντα χρόνια αργότερα θα βρεθούν τρόποι για μια πιο προοδευτική συμβίωση.
Σημειώσεις:
1. βλ. κυρίως: Βάσω Κουτσουπιά και Βιβή Λυγερού «Ένα Φεμινιστικό Δίκτυο για όλα μας», 17-18/2/2024, Ζωή Γεωργίου «Γυναικείο ζήτημα: Πες το με το όνομά του», 9-10/3/2024
2. Τζούντιθ Μπάτλερ (2010) Αναταραχή φύλου. Ο φεμινισμός και η ανατροπή της ταυτότητας, Αθήνα, Εκδόσεις Αλεξάνδρεια
3. Χρησιμοποιώ τη διατύπωση αυτή, αποφεύγοντας την αναφορά στα «κύματα» του φεμινισμού, μια κατηγορία που έχει υποστεί μεγάλη κριτική, την οποία δεν είναι εδώ ο τόπος να αναπτύξω