Τα κοινωνικά φαινόμενα και η πολιτική τους έκφραση δεν προκύπτουν τυχαία, αλλά είναι παράγωγο συσχετισμών δύναμης μεταξύ κοινωνικών τάξεων και τμημάτων τους. Αυτό ισχύει και για τη στεγαστική κρίση. Πλήττει διάφορα στρώματα της ελληνικής κοινωνίας με οξύτητα (όπως άνεργοι, φοιτητές, εργαζόμενοι σε επισφαλείς θέσεις εργασίας, χαμηλοσυνταξιούχοι κλπ), ενώ αποφέρει μεγάλα κέρδη σε ορισμένες ομάδες εκμισθωτών ακινήτων και στο χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο. Σύμφωνα με έρευνα της εταιρείας Pulse για το Επαγγελματικό Επιμελητήριο Αθηνών, το 51% όσων διαμένουν στην περιφέρεια Αττικής δηλώνουν πως η στέγη είναι πολύ ή αρκετά μεγάλο πρόβλημα για εκείνους. Η μελέτη προσεγγίζει το ζήτημα με τον χαρακτηριστικό για την Ελλάδα περί στεγαστικής κρίσης λόγο. Θέτοντας την ερώτηση «Διαθέτετε ιδιόκτητη κατοικία; Αν όχι, πόσο σημαντικό πρόβλημα είναι για εσάς η στέγη;», η έρευνα αγνοεί τα τμήματα του πληθυσμού που διαθέτουν ιδιόκτητη κατοικία (εφεξής ιδιοκάτοικοι) και πλήττονται από τη στεγαστική κρίση. Η συγκεκριμένη νοηματοδότηση του κρισιακού φαινομένου στον τομέα της κατοικίας οδηγεί σε δύο λανθασμένους συνειρμούς.
Αρχικά, συγχέονται οι κατηγορίες όσων διαθέτουν ιδιόκτητη κατοικία, την οποία χρησιμοποιούν για την κάλυψη των στεγαστικών τους αναγκών και την κοινωνική αναπαραγωγή του νοικοκυριού, με την ομάδα ανθρώπων που είναι ιδιοκτήτες ακινήτων, τα οποία χρησιμοποιούν ως επένδυση, η οποία τους προσφέρει κέρδος. Έπειτα, υπονοείται πως η στεγαστική κρίση θα επιλυθεί μέσω της αύξησης της ιδιοκατοίκησης (βλ. πρόγραμμα «Το σπίτι μου») και την προσφυγή σε παραδοσιακά για την ελληνική κοινωνία μέσα απόκτησης κατοικίας, όπως ο τραπεζικός δανεισμός.
Στεγαστικό κόστος
Ως γνωστόν, η Ελλάδα είναι πρωταθλήτρια Ευρώπης στο ποσοστό του πληθυσμού που δαπανά περισσότερο από 40% του εισοδήματός του για υποχρεώσεις που σχετίζονται με τη στέγη, κατάσταση η οποία χαρακτηρίζεται ως «στεγαστική υπερφόρτωση των νοικοκυριών». Στο στεγαστικό κόστος δεν προσμετράται μονάχα το ενοίκιο, αλλά και οι δόσεις δανείου, τα κοινόχρηστα, το ενεργειακό κόστος και άλλοι λογαριασμοί κοινής ωφέλειας. Παρά το γεγονός ότι τα έξοδα ενοικίου αποτελούν μεγάλη οικονομική επιβάρυνση, όσοι καλύπτουν τις στεγαστικές τους ανάγκες μέσω ιδιοκατοίκησης, δεν είναι αυτομάτως προστατευμένοι απέναντι στην επιβάρυνση που προκύπτει από το κόστος στέγασης. Υπενθυμίζεται πως σύμφωνα με τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ –με έτος αναφοράς 2021(!)– το 29,1% του πληθυσμού της χώρας δηλώνει αδυναμία κάλυψης δόσεις δανείου και άλλων πάγιων εξόδων. Την ίδια στιγμή, η συντριπτική πλειοψηφία των κατοικιών στην Ελλάδα κατασκευάστηκε πριν την εφαρμογή του Κανονισμού Ενεργειακής Απόδοσης Κτιρίων (Κ.Εν.Α.Κ.) και μόλις το 1,6% των κατοικιών του οικιστικού αποθέματος αφού τέθηκε σε ισχύ. Συνέπεια της παλαιότητας του οικιστικού αποθέματος είναι το αυξημένο ενεργειακό κόστος που καλούνται να αντιμετωπίσουν όσοι διαμένουν σε οικείες με ακατάλληλη ενεργειακή απόδοση.
Η ταξική διάρθρωση στον τομέα της κατοικίας
Οι συνθήκες ζωής και η ταξική θέση όσων ιδιοκατοικούν για να καλύψουν τις στεγαστικές τους ανάγκες και να εξασφαλίσουν την κοινωνική αναπαραγωγή του νοικοκυριού τους, διαφέρουν ουσιωδώς από την κοινωνική κατηγορία όσων αξιοποιούν την κατοικία ως μέσο αποκόμισης κέρδους μέσω ενοικίων. Ο τρόπος με τον οποίο καταγράφονται τα στοιχεία που σχετίζονται με τη στέγη, δυσκολεύει τον ακριβή διαχωρισμό των δύο κατηγοριών για την περιγραφή των οποίων στον δημόσιο διάλογο χρησιμοποιείται ο όρος «ιδιοκτήτες». Η σύγχυση επιτείνεται από το γεγονός ότι η επίσημη πολιτεία δεν διαθέτει επαρκείς βάσεις δεδομένων και καταγραφές, οι οποίες να καλύπτουν το κομμάτι των οικιστικών μισθώσεων.
Σύμφωνα με το EU-SILC του 2018, το 12.5% των νοικοκυριών (και όχι του πληθυσμού) της ελληνικής κοινωνίας έχει εισοδήματα από ενοίκια. Δεδομένου ότι μπορεί να είναι ενοικιαστές της κατοικίας στην οποία διαμένουν, και εκμισθωτές ενός άλλου ακινήτου, δεν μπορούμε να συμπεράνουμε ότι το ποσοστό αυτό αποτυπώνει τη δύναμη όσων αξιοποιούν την κατοικία ως μέσο απόκτησης κέρδους. Καθίσταται, ωστόσο, σαφές πως πίσω από τα ποσοστά ιδιοκατοίκησης (περίπου 70%) κρύβεται μια σύνθετη ταξική πραγματικότητα.
Παράλληλα, και λόγω της χρηματιστικοποίησης της κατοικίας σε συνδυασμό με την έντονη τουριστικοποίηση, έχουν κάνει την εμφάνιση τους στην Ελλάδα εταιρείες διαχείρισης ακινήτων, αλλά και funds, τα οποία αποκτούν ολοένα και μεγαλύτερο ποσοστό του οικιστικού αποθέματος, μεταβάλλοντας άρδην το τοπίο μικροϊδιοκτησίας που ίσχυε μέχρι πρόσφατα.
Από την άλλη, οι ενοικιαστές αποτελούν μια κατηγορία η οποία συνεχώς αυξάνεται, φτάνοντας στο 27,2% για το 2022 από 22,8% το 2010. Ταυτόχρονα, η συντριπτική πλειοψηφία των νέων 18 έως 34 ετών διαμένουν με τους γονείς τους (71,9% για το 2022), ενώ λόγω δομικών αλλαγών στην εργασία, αλλά και του τραπεζικού συστήματος μετά την κρίση του 2008/09 αδυνατούν να έχουν πρόσβαση στον τραπεζικό δανεισμό. Όμως, σε στεγαστικά επισφαλή θέση βρίσκονται και οι ιδιοκτήτες οι οποίοι αδυνατούν να αποπληρώσουν δάνεια με προσημείωση τις κατοικίες τους, ιδιαίτερα μετά την άρση προστασίας της πρώτης κατοικίας, αλλά και οι ιδιοκτήτες που βλέπουν τις γειτονιές τους να μετατρέπονται σε τουριστικά πάρκα, εκτοπίζοντας τη λειτουργία της κατοικίας από τη ζωή της πόλης τους.
Η οργάνωση του αγώνα για την κατοικία
Το μπλοκ των κοινωνικών δυνάμεων που κερδοσκοπεί στον τομέα της κατοικίας είναι οργανωμένο κοινωνικοπολιτικά, έχει προσβάσεις στην πολιτεία και διεκδικεί συνήθως μέτρα φοροαπαλλακτικού χαρακτήρα και απορρύθμισης της αγοράς. Την ίδια στιγμή απέχει από οποιαδήποτε ενέργεια υπεράσπισης της προστασίας πρώτης κατοικίας, ενώ η επιχειρηματολογία για τη μη ρύθμιση της αγοράς κυριαρχείται από το δικαίωμα στην ιδιοκτησία. Ένα άλλο ενδιαφέρον στοιχείο αποτελεί η πρόσφατη απαίτηση εταιρειών διαχείρισης ακινήτων για χρηματοδότηση από την πολιτεία ανακαίνισης και ενεργειακής αναβάθμισης των ακινήτων τους, πράγμα που καταδεικνύει ότι και ο (πρόσφατος) εταιρικός τομέας ακινήτων οργανώνεται και διεκδικεί.
Το μπλοκ των κοινωνικών δυνάμεων που χρησιμοποιεί την κατοικία για την κοινωνική αναπαραγωγή του νοικοκυριού του, άρχισε να οργανώνεται πολύ πρόσφατα. Όμως η κρισιακή στεγαστική κατάσταση στην οποία έχουν εισέλθει πολλά νοικοκυριά της ελληνικής κοινωνίας έχουν δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για ένα πιο μαζικό διεκδικητικό πλαίσιο και αγώνα για την κατοικία. Ως εκ τούτου πρόσφατα δημιουργήθηκε στην Αθήνα η πρωτοβουλία «Γειτονιές για το Δικαίωμα στη Στέγη», μια πολυσυλλεκτική πρωτοβουλία ατόμων, ομάδων και κινημάτων, με σκοπό τη δημιουργία μιας πλατφόρμας συντονισμού με στόχο ένα μαζικό και ανοιχτό κίνημα για το δικαίωμα στη στέγη –και στη Θεσσαλονίκη δημιουργείται Σωματείο Ενοικιαστ(ρι)ών. Τα αιτήματα αυτών των πρωτοβουλιών δεν περιορίζονται μόνο στην προστασία του δικαιώματος στην κατοικία που πλήττεται από τη στεγαστική κρίση, αλλά αρθρώνουν και ένα οραματικό πλαίσιο για ένα άλλο στεγαστικό παράδειγμα στην ελληνική κοινωνία, αυτό της κοινωνικής συνεταιριστικής και συλλογικής μη κερδοσκοπικής κατοικίας.