Με ανακούφιση ακούσαμε πριν μια εβδομάδα την καταδικαστική απόφαση στην υπόθεση του Κολωνού, εξέλιξη που δεν ήταν αυτονόητη καθώς η εισαγγελική πρόταση για τον Ηλία Μίχο ήταν αθωωτική για αρκετά από τα αδικήματα για τα οποία κατηγορούνταν. Ίσως να μην είχαμε αυτή την ετυμηγορία αν ο αλληλέγγυος κόσμος, οι συλλογικότητες και οι φεμινιστικές ομάδες δεν έδιναν από την αρχή μάχη εναντίον της προσπάθειας συγκάλυψης, και δεν στέκονταν στο πλευρό του 13χρονου σήμερα κοριτσιού και της οικογένειάς του, μέχρι το τέλος, ζητώντας δικαιοσύνη και στηρίζοντάς τους ηθικά και υλικά. Μια μικρή νίκη κατακτήθηκε, η δικαστική δικαίωση σε πρώτο βαθμό. Η πραγματική δικαίωση, όμως, ενός θύματος, όχι μόνο αυτής της υπόθεσης αλλά και κάθε θύματος εγκληματικότητας και ιδίως έμφυλης βίας, δεν περνάει μόνο μέσα από τις δικαστικές αίθουσες και σίγουρα δεν είναι δεδομένη.
Σε ένα κράτος δικαίου, η προστασία των δικαιωμάτων των υπόπτων /κατηγορουμένων είναι αδιαμφισβήτητη, πλην όμως τα θύματα εγκληματικών πράξεων, εν προκειμένω εγκλημάτων έμφυλης βίας, έχουν επίσης δικαιώματα και συμφέροντα και η Πολιτεία οφείλει να μεριμνά για την αναγνώρισή τους, για να έχουν αρμόζουσα μεταχείριση, να λαμβάνουν προστασία, στήριξη, καθώς και αποζημίωση και αποκατάσταση, πέρα από το να μπορούν να έχουν στην πρόσβαση στη δικαιοσύνη.
Τις ελάχιστες προϋποθέσεις που πρέπει να πληρούνται σε ό,τι αφορά τη διασφάλιση όλων των παραπάνω έχει θέσει η ευρωπαϊκή Οδηγία 2012/29/ΕΕ η οποία ενσωματώθηκε στην εθνική νομοθεσία με το ν. 4478/2017. Η παραπάνω Οδηγία και ο Νόμος που την ενσωμάτωσε φιλοδοξεί να αντιμετωπίσει τα θύματα όχι μόνο ως διαδίκους, κατοχυρώνοντας δηλαδή μόνο τα δικονομικά τους δικαιώματα που διευκολύνουν την ποινική καταστολή, αλλά και ως πρόσωπα που δικαιούνται αρωγή από εξειδικευμένες κρατικές υπηρεσίες κατά τη διάρκεια της ποινικής διαδικασίας. Η περίπτωση του Κολωνού, όμως, και πολλές άλλες που δεν παίρνουν δημοσιότητα, αποδεικνύουν πως η ύπαρξη θεσμικού πλαισίου δεν αρκεί χωρίς τις πολιτικές υλοποίησής του.
Εστιάζοντας στην αποζημίωση και αποκατάσταση, η Οδηγία 2004/80/ΕΚ έχει από το 2009 ενσωματωθεί στην εθνική μας νομοθεσία και σύμφωνα με το ν. 3811/2009 συγκροτήθηκε η Ελληνική Αρχή Αποζημίωσης η οποία λειτουργεί υπό το Υπουργείο Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων. Το Δικαστήριο, επιπλέον, της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΔΕΕ) έχει αποφανθεί πως τα κράτη - μέλη οφείλουν να χορηγούν αποζημίωση σε κάθε θύμα εγκλήματος βίας από πρόθεση, το ποσό της οποίας μάλιστα δεν μπορεί να είναι αμιγώς συμβολικό.
Σύμφωνα με την Οδηγία 2004/80/ΕΚ, λοιπόν, προβλέπεται η δυνατότητα λήψης αποζημίωσης από το κράτος, στο έδαφος του οποίου τελέστηκε ένα εκ προθέσεως έγκλημα βίας, στις περιπτώσεις όπου υπάρχει αδυναμία είσπραξης της αποζημίωσης από τον δράστη είτε επειδή αυτός δεν διαθέτει τα απαραίτητα οικονομικά μέσα είτε επειδή παραμένει άγνωστος είτε επειδή δεν μπορεί να διωχθεί. Η σχετική Οδηγία ενσωματώθηκε μάλιστα στην ελληνική έννομη τάξη με αρκετά μεγάλη καθυστέρηση, μετά από καταδίκη της χώρας μας από το ΔΕΕ. Με βάση το Νόμο, οι αιτήσεις για την διεκδίκηση αποζημίωσης θα πρέπει να υποβάλλονται μόνο στην ελληνική γλώσσα, προαπαιτείται η καταβολή παράβολου, καλύπτεται μόνο η άμεσα προκληθείσα ζημία του θύματος και, ειδικότερα, μόνο τα ιατρικά έξοδα και νοσήλια, η απώλεια εισοδήματος για εύλογο χρονικό διάστημα και τα έξοδα κηδείας, με αποτέλεσμα να αποκλείεται έτσι η παροχή χρηματικής ικανοποίησης για ηθική βλάβη (ή, αντίστοιχα, για ψυχική οδύνη). Πρόκειται, δηλαδή, για μια εξαιρετικά περιορισμένη ρύθμιση, και οι αυστηρές και περιοριστικές προϋποθέσεις που τίθενται για τη διεκδίκηση της αποζημίωσης, τόσο σε ουσιαστικό όσο και σε τυπικό επίπεδο, καθιστούν την Αρχή ανενεργό και τη νομική πρόβλεψη εντελώς αναποτελεσματική.
Στην περίπτωση του Κολωνού έχει γίνει γνωστό πως η 13χρονη και η οικογένειά της, μια πάμφτωχη, πολυμελής, και εξαιρετικά ευάλωτη οικογένεια, επιβίωσαν χάρη στη στήριξη των αλληλέγγυων, παρατημένοι από το επίσημο κοινωνικό κράτος, το οποίο διαπιστώνεται πως επί των διαδοχικών κυβερνήσεων της Ν.Δ. έχει καταρρεύσει. Την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές θρηνούμε ήδη την πέμπτη γυναικοκτονία για το 2024 και δεν χρειάζεται να επαναλάβουμε την επίσης χιλιοειπωμένη διαπίστωση ότι η Ελλάδα συστηματικά παραβιάζει την νομική της υποχρέωση να προστατεύσει τις επιζώσες έμφυλης βίας. Θα σταθούμε όμως στα «αόρατα» θύματα των γυναικοκτονιών, τα ορφανά παιδιά, τους γονείς, τα αδέλφια των δολοφονημένων γυναικών, πρόσωπα που αυξάνουν τον πραγματικό αριθμό των θυμάτων και τα οποία δικαιούνται, ιδίως τα ορφανά παιδιά, επαρκείς οικονομικούς πόρους για την επιβίωσή τους και κρατική αποζημίωση για τη ζημία, τη βλάβη, το τραύμα που έχουν υποστεί. Είναι καιρός να ανοίξουμε και αυτή τη συζήτηση. Να διεκδικήσουμε να μην εξαρτώνται τα θύματα από την «καλοσύνη των ξένων».