Με τις πρόσφατες κινητοποιήσεις τους, οι αγρότες σε ένα μεγάλο αριθμό ευρωπαϊκών χωρών ανάγκασαν τις εθνικές τους κυβερνήσεις -και δι’ αυτών την ΕΕ- να ικανοποιήσουν, τουλάχιστον προσωρινά και εν όψει των επικείμενων ευρωεκλογών, ένα σημαντικό αριθμό αιτημάτων της κοινωνικής τάξης τους, ορισμένα εκ των οποίων έρχονται σε αντίθεση ακόμα και με τον διακηρυγμένο στόχο της πράσινης μετάβασης. Σε άρθρο του που δημοσιεύτηκε, στις 14 Μαρτίου, στο Sidecar (το μπλογκ του γνωστού μας New Left Review (newleftreview.org/sidecar/posts/leurope-profonde), ο ιταλός δημοσιογράφος και θεωρητικός των κοινωνικών επιστημών, Μάρκο Ντ’ Έραμο, περιγράφει τα γεγονότα και δίνει τη δική του εξήγηση αυτής της εξέλιξης, επισημαίνοντας μεταξύ άλλων την ιδεολογική στήριξη που προσφέρουν οι μικροϊδιοκτήτες αγρότες στον παγκόσμιο καπιταλισμό, παρά το γεγονός ότι τα συμφέροντά τους δεν συνδέονται με αυτά της συμμαχίας του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, των μεγάλων αγροτοβιομηχανικών επιχειρήσεων και του χονδρεμπορίου. Σήμερα δημοσιεύουμε στις ηλεκτρονικές Ιδέες το πλήρες κείμενο του Ντ’Εράμο (στο οποίο έχουμε προσθέσει δικούς μας μεσότιτλους).
Χ.Γο.
Ξέρω ότι η αγροτική πολιτική πολύ δύσκολα μπορεί να κάνει τις καρδιές και τα μυαλά να «χτυπήσουν κόκκινο». Αλλά τα διδάγματα που μπορεί να αντλήσει η σύγχρονη πολιτική επιστήμη από τις πρόσφατες κινητοποιήσεις των αγροτών στην Ευρώπη είναι πολλά. Η σημασία τους δεν έγκειται μόνο στο γεγονός ότι αποτελούν μια από τις σπάνιες νικηφόρες κινητοποιήσεις των τελευταίων δεκαετιών. Ούτε στο ότι όσοι και όσες συμμετέχουν σ’ αυτές εκπροσωπούν μια από τις πιο προστατευόμενες τάξεις του πλανήτη (και ίσως αυτά τα δύο δεν είναι άσχετα μεταξύ τους). Ούτε επειδή η νίκη τους αποτέλεσε την επαναβεβαίωση του δικαιώματός τους να δηλητηριάζουν το νερό, τη γη και τον αέρα (και ίσως αυτά τα τρία να συνδέονται μεταξύ τους). Ούτε, ακόμα, λόγω της εξαιρετικής υποχωρητικότητας και της απλοχεριάς τόσο των εθνικών κυβερνήσεων όσο και της Ευρωπαϊκής Ένωσης (και αυτά τα τέσσερα πράγματα δεν συνδέονται μεταξύ τους;). Τα διδάγματα, όμως, υπερβαίνουν κατά πολύ αυτές τις διαπιστώσεις. Αλλά ας ξεκινήσουμε με τα γεγονότα.
Οι αιτίες των κινητοποιήσεων
Το πρόσφατο ξέσπασμα των αγροτικών κινητοποιήσεων άρχισε στη Γερμανία στις 18 Δεκεμβρίου, όταν 8.000 έως 10.000 διαδηλωτές και τουλάχιστον 3.000 τρακτέρ συγκεντρώθηκαν μπροστά στην Πύλη του Βρανδεμβούργου στο Βερολίνο. Τις εβδομάδες που ακολούθησαν οι διαδηλώσεις συνεχίστηκαν στην πρωτεύουσα και εξαπλώθηκαν σε όλη τη χώρα, ενώ ταυτόχρονα εξεγέρθηκαν και οι γάλλοι αγρότες, οι οποίοι στις 29 Ιανουαρίου ανακοίνωσαν την «πολιορκία του Παρισιού» και απέκλεισαν τους αυτοκινητόδρομους που οδηγούν σ' αυτό. Παρόμοιες κινητοποιήσεις ξέσπασαν και σε άλλες δέκα χώρες της ΕΕ, στις οποίες περιλαμβάνονταν η Ισπανία, η Τσεχία, η Ρουμανία, η Ιταλία και η Ελλάδα. Η αρχική αναταραχή πυροδοτήθηκε από το Συνταγματικό Δικαστήριο της Γερμανίας, το οποίο απαγόρευσε στον κυβερνητικό συνασπισμό του «φωτεινού σηματοδότη»1 να χρησιμοποιήσει αδιάθετα κονδύλια του προγράμματος για την αντιμετώπιση του Covid-19 προκειμένου να ισοσκελίσει τον ομοσπονδιακό προϋπολογισμό. Αναγκασμένη να αναζητήσει άλλες λύσεις, η κυβέρνηση περιόρισε τις επιδοτήσεις και επέβαλε νέους φόρους στα αγροτικά οχήματα και στο πετρέλαιο κίνησης.
Αυτή ήταν, λοιπόν, η αφορμή της εξέγερσης των αγροτών, οι οποίοι πρόσθεσαν και άλλα στοιχεία στο τετράδιο των παραπόνων τους, μεταξύ των οποίων και την απόφαση της ΕΕ που αποκλείει από τις επιδοτήσεις όσους αγρότες δεν διατηρούν κάθε χρόνο σε αγρανάπαυση το 4% της καλλιεργήσιμης γης τους. Να σημειώσουμε εδώ ότι αυτή η απόφαση είναι μόνο ένα πρώτο δειλό βήμα για την αποκατάσταση του εδάφους και την απαλλαγή του από τα αζωτούχα λιπάσματα, τα οποία, όταν εκλύονται στην ατμόσφαιρα, συμβάλλουν 310 φορές περισσότερο από το διοξείδιο του άνθρακα στο φαινόμενο του θερμοκηπίου (το 4% της συνολικής έκτασης του καλλιεργούμενου εδάφους δεν είναι δα και τόσο μεγάλη θυσία προκειμένου να αποτραπεί η πλήρης καταστροφή του). Οι αγρότες των προαναφερθεισών χωρών ενώθηκαν επίσης με τους πολωνούς συναδέλφους τους που διαμαρτύρονται εδώ και ένα χρόνο για την εισαγωγή αφορολόγητων ουκρανικών γεωργικών προϊόντων (σιτάρι, αραβόσιτος, βρώμη, πουλερικά, αυγά), στο πλαίσιο μιας διαμάχης που δυσκολεύει το επίσημο αφήγημα περί της αδιαπραγμάτευτης ευρωπαϊκής αλληλεγγύης στην πολεμική προσπάθεια της Ουκρανίας.
Έτσι, οι κινητοποιήσεις απέκτησαν έναν αντι-ΕΕ χαρακτήρα, γεγονός που προκαλεί έκπληξη με βάση τα αριθμητικά δεδομένα. Διότι η ΕΕ διαθέτει περισσότερο από το ένα τρίτο του συνολικού προϋπολογισμού της (58,3 δισεκατομμύρια ευρώ σε σύνολο 169,5 δισεκατομμυρίων ευρώ, το 2022) στους αγρότες, παρόλο που αυτοί παράγουν μόνο το 2,5% του ΑΕΠ της Ένωσης και εκπροσωπούν μόνο το 4% των ευρωπαίων εργαζομένων (στην πραγματικότητα το ποσοστό αυτό είναι πολύ μικρότερο στις χώρες με μεγάλη αγροτική παραγωγή- Γαλλία, Ιταλία, Γερμανία, Ισπανία και Ολλανδία - δεδομένου το ένα τρίτο των αγροτών κατοικεί αποκλειστικά στη Ρουμανία). Οι γερμανοί αγρότες εισπράττουν περίπου 7 δισεκατομμύρια ευρώ από την ΕΕ καθώς και 2,4 δισεκατομμύρια ευρώ από το γερμανικό ομοσπονδιακό κράτος. Οι κινητοποιήσεις προκαλούν ακόμα μεγαλύτερη έκπληξη αν ληφθούν υπόψη τα μέσα καθαρά κέρδη του αγροτικού τομέα: 115.400 ευρώ το καλλιεργητικό έτος 2022/23, μια αύξηση 45% σε σχέση με το προηγούμενο έτος. Οι παραγωγοί ζωοτροφών για την κτηνοτροφία τα πήγαν εξαιρετικά καλά, με κέρδη που ξεπέρασαν τα 143.000 ευρώ, ενώ ο μέσος όρος των κερδών που αποκόμισαν οι αγρότες αροτραίων καλλιεργειών έφτασε τα 120.000 ευρώ. Οι αγρότες, λοιπόν, κινητοποιούνται μετά από ένα έτος με κέρδη ρεκόρ.
Από τότε που θεσπίστηκε η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ) το 1962 μέχρι σήμερα, δηλαδή για περισσότερα από εξήντα χρόνια, οι ευρωπαίοι αγρότες αποτελούν μια προστατευόμενη κοινωνική τάξη. Αρχικά, αυτή η προστασία (περιορισμοί στις εισαγωγές, φορολογικές ελαφρύνσεις, επιδοτήσεις και εγγυημένες τιμές, στις πρώτες δεκαετίες) είχε εκλογικό και πολιτικό νόημα, καθώς οι αγρότες αντιπροσώπευαν τότε το 29% του πληθυσμού στην Ιταλία και το 17% στη Γαλλία (για να δώσουμε δύο παραδείγματα)∙ αλλά σήμερα, η διάθεση του ενός τρίτου των πόρων της ΕΕ στο λιγότερο από το ένα εικοστό του πληθυσμού της είναι μια εξαιρετικά αμφιλεγόμενη επιλογή. Αυτό ισχύει ακόμη περισσότερο αν ληφθεί υπόψη η εξέλιξη της ΚΑΠ. Στην αρχή βασιζόταν στην κεντρική στήριξη των τιμών: τα προϊόντα αγοράζονταν από τις Βρυξέλλες όταν η τιμή τους έπεφτε κάτω από ένα όριο και στη συνέχεια μεταπωλούνταν ή απλώς καταστρέφονταν. Η μέθοδος αυτή ήταν προβληματική: ενθάρρυνε την υπερπαραγωγή, ιδίως του γάλακτος, των φρούτων και των δημητριακών. Στη δεκαετία του 1980, καταστράφηκαν εκατομμύρια τόνοι γεωργικών προϊόντων. Επιπλέον, επειδή η παραγωγή ήταν υψηλότερη στις μεγάλες γεωργικές εκμεταλλεύσεις, οι αγροτικοί κολοσσοί απολάμβαναν τη μερίδα του λέοντος των επιδοτήσεων και των ενισχύσεων.
Όμως, με την ανάδυση του κύματος του νεοφιλελευθερισμού, η κεντρική παρέμβαση στις τιμές μειώθηκε και η διαχείριση ανατέθηκε σε μεγάλο βαθμό στα επιμέρους κράτη μέλη. Το αποτέλεσμα ήταν ότι οι επιδοτήσεις, οι φοροαπαλλαγές και τα κίνητρα κατακερματίστηκαν δημιουργώντας μια ζούγκλα τοπικών μέτρων - μια μορφή γραφειοκρατικού, ηλεκτρονικού πελατειακού συστήματος. Η αγροτική πολιτική της ΕΕ έχει προκαλέσει τις επικρίσεις των εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης χωρών, οι οποίες διαφωνούν με την ύπαρξη μιας «Ευρώπης-φρούριο» απροσπέλαστης από τις αγροτικές επιχειρήσεις τους, καθώς και της Γερμανίας - μιας χώρας με ισχυρό εξαγωγικό προσανατολισμό, η οποία τη θεωρεί εμπόδιο για τις εμπορικές της συμφωνίες πέραν της Ευρώπης.
Για να συλλάβουμε τη δυναμική αυτών των διαμαρτυριών πρέπει να ανατρέξουμε στο πρόσφατο πρόπλασμά τους: την εξέγερση των Ολλανδών αγροτών τα τελευταία πέντε χρόνια.
Επιπλέον, επισημάνθηκε ότι ακόμη και οι χώρες που επωφελούνται περισσότερο από την πολιτική αυτή, όπως η Γαλλία (η οποία εισπράττει ενισχύσεις 9,4 δισεκατομμυρίων ευρώ), καταβάλλουν στην ΕΕ περισσότερα ποσά από όσα εισπράττουν (το όφελος είναι άλλο: η ελεύθερη κυκλοφορία αγαθών και κεφαλαίων).
Για να συλλάβουμε τη δυναμική αυτών των διαμαρτυριών πρέπει να ανατρέξουμε στο πρόσφατο πρόπλασμά τους: την εξέγερση των ολλανδών αγροτών τα τελευταία πέντε χρόνια. Η Ολλανδία είναι η χώρα της ΕΕ με την πιο εντατική γεωργική βιομηχανία. Σε μια έκταση μόλις 42.000 τετραγωνικών χιλιομέτρων (το ένα έκτο της έκτασης του Ηνωμένου Βασιλείου), εκτρέφει 47 εκατομμύρια κοτόπουλα, 11,28 εκατομμύρια χοίρους, 3,8 εκατομμύρια βοοειδή, καθώς και 660.00 πρόβατα (ο συνολικός ανθρώπινος πληθυσμός της είναι 17,5 εκατομμύρια). Η Γαλλία, σε μια έκταση 15 φορές μεγαλύτερη, εκτρέφει τον ίδιο αριθμό χοίρων και μόνο τέσσερις φορές περισσότερα βοοειδή. Έτσι, η Ολλανδία, μια τόσο μικρή χώρα, είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος εξαγωγέας αγροτικών προϊόντων στον κόσμο (79 δισεκατομμύρια δολάρια), πίσω από τις ΗΠΑ (118 δισεκατομμύρια δολάρια, με μια έκταση 250 φορές μεγαλύτερη) και μπροστά από τη Γερμανία (79 δισεκατομμύρια δολάρια, με μια έκταση εννέα φορές μεγαλύτερη).
Δεν είναι περίεργο, λοιπόν, που το 2019 το Ολλανδικό Ινστιτούτο Δημόσιας Υγείας εξέδωσε προειδοποίηση για τις οικολογικές επιπτώσεις της κτηνοτροφίας, επισημαίνοντας ότι αυτή ευθύνεται για το 46% των εκπομπών αζώτου (για τη διατροφή των ζώων, η Ολλανδία πρέπει να εισάγει τεράστιες ποσότητες αζωτούχων ζωοτροφών, επιπλέον των αζωτούχων ενώσεων που παράγονται από τα ίδια τα ζώα), καθώς και για σοβαρές και μη αναστρέψιμες ζημιές στο έδαφος. Αυτό μπορεί να σταματήσει μόνο με τη μείωση της ποσότητας των εκτρεφόμενων ζώων∙ ανταποκρινόμενη σ’ αυτές τις διαπιστώσεις η κεντροδεξιά κυβέρνηση συνασπισμού πρότεινε ένα νόμο για τη μείωση του συνολικού αριθμού τους στο μισό. Η αντίδραση των αγροτών ήταν άμεση: τα τρακτέρ προέλασαν στη Χάγη, δίνοντας το έναυσμα για σχεδόν τέσσερα χρόνια ιδιαίτερα αισθητών, ενίοτε βίαιων διαδηλώσεων, παραλύοντας αυτοκινητόδρομους και σταματώντας την κυκλοφορία στα κανάλια. Σύντομα, παρόμοιες διαμαρτυρίες συνέβησαν στο Βερολίνο, τις Βρυξέλλες και το Μιλάνο. Οι αγρότες στην Ολλανδία αποτελούν μόνο το 1,5% του πληθυσμού, αλλά τον περασμένο Μάρτιο το Κίνημα Αγροτών-Πολιτών (BBB) συγκέντρωσε σχεδόν το 20% των ψήφων και 15 από τις 75 έδρες στη Γερουσία, για να καταρρεύσει στις πρόωρες βουλευτικές εκλογές του Νοεμβρίου με 4,65% και 7 έδρες στη Βουλή των Αντιπροσώπων.
Οι ολλανδικές κυβερνήσεις (ανεξαρτήτως σύνθεσης) είναι γενικά αντιπαθείς σε πολλές χώρες της ΕΕ επειδή θεωρούνται ο σημαιοφόρος των «φειδωλών κρατών», που είναι πάντα έτοιμα να υποστηρίξουν τις ορντοφιλελευθερες μεταρρυθμίσης της Γερμανικής Κεντρικής Τράπεζας. Αλλά πρέπει να πούμε ότι, αν και τελικά υποχώρησαν, οι συγκεκριμένες κυβερνήσεις έδειξαν πολύ μεγαλύτερη πυγμή στο θέμα του αζώτου από εκείνη των αντίστοιχων κυβερνήσεων άλλων χωρών της Ευρώπης, ή ακόμη και των ίδιων των Βρυξελλών.
Κίτρινα γιλέκα και Αγροτικό: μια ενδιαφέρουσα σύγκριση των κινημάτων
Φέτος το χειμώνα, αντιμέτωπη με τις απειλητικές φάλαγγες των τρακτέρ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή αναδιπλώθηκε πάραυτα παίρνοντας πίσω τους κανόνες για την αγρανάπαυση. Αντί να διατηρούν το 4% του εδάφους αχρησιμοποίητο, οι αγρότες θα μπορούν πλέον να καλλιεργούν φυτά που «δεσμεύουν» το άζωτο στο έδαφος, όπως «φακές ή μπιζέλια». Και οι εθνικές κυβερνήσεις, αρχής γενομένης από αυτήν της Γερμανίας, απέσυραν τον φόρο στο πετρέλαιο κίνησης για γεωργική χρήση. Σήμερα γίνεται λόγος για νέες επιδοτήσεις στον συγκεκριμένο τομέα.
Είναι ενδιαφέρον να συγκρίνουμε αυτές τις αντιδράσεις με τις αντίστοιχες της εξέγερσης των Κίτρινων γιλέκων στη Γαλλία. Το έναυσμα για εκείνες τις διαμαρτυρίες ήταν παρόμοιο: η άρνησή τους να επιβαρυνθούν με το κόστος των οικολογικών μέτρων, στην προκειμένη περίπτωση με την αύξηση της τιμής των καυσίμων για τις οδικές μεταφορές. Ενώ οι διαδηλώσεις των αγροτών δεν συγκέντρωσαν ποτέ πάνω από δέκα χιλιάδες άτομα και το σύνολο όσων συμμετείχαν σ’ αυτές δεν ξεπέρασαν τις εκατό χιλιάδες, στην πρώτη κινητοποίηση των Κίτρινων γιλέκων, στις 17 Νοεμβρίου 2018, συμμετείχαν 287.710 διαδηλωτές σε όλη τη Γαλλία (σύμφωνα με το γαλλικό υπουργείο Εσωτερικών∙ πιθανότατα ήταν πολύ περισσότεροι). Στο κίνημα αυτό, σε ένα διάστημα τεσσάρων μηνών, συμμετείχαν τουλάχιστον τρία εκατομμύρια άνθρωποι.
Η αστυνομική καταστολή κατά των Κίτρινων γιλέκων ήταν εξαιρετικά βίαιη∙ στις συγκρούσεις τραυματίστηκαν 2.500 διαδηλωτές και 1.800 αστυνομικοί. Κάθε βδομάδα συλλαμβάνονταν κατά μέσο όρο 1.800 άτομα∙ συνελήφθησαν 8.645 άτομα και καταδικάστηκαν 2.000, το 40% από αυτά σε ποινές φυλάκισης. Αντίθετα, στην περίπτωση των πρόσφατων κινητοποιήσεων των Γάλλων αγροτών, σύμφωνα με τα στοιχεία που μπόρεσα να βρω, έγιναν 91 συλλήψεις στις 31 Ιανουαρίου και 6 στις 24 Φεβρουαρίου στην Αγροτική Έκθεση του Παρισιού, όπου τραυματίστηκαν ελαφρά 8 αστυνομικοί. Κατά τη διάρκεια της «πολιορκίας του Παρισιού» χρησιμοποιήθηκαν πολύ λίγα κανόνια νερού. Ανάλογη ήπια συμπεριφορά επέδειξαν οι αστυνομικές δυνάμεις άλλων ευρωπαϊκών χωρών-της Γερμανίας, της Ιταλίας, της Ισπανίας, της Ελλάδας κ.λπ.
Υπάρχει, όμως, και μια δεύτερη ουσιώδης διαφορά μεταξύ των δύο κινημάτων: η ευρωπαϊκή διάσταση. Αποτελεί έκπληξη το γεγονός ότι μεταξύ των υποτελών τάξεων εκείνη η κοινωνική ομάδα που θεωρείται η πιο αρχαϊκή και η πιο παραδοσιακή είναι η μόνη που εμφανίζει έναν υπερεθνικό προσανατολισμό. Ίσως κάτι αντίστοιχο κατάφερε να πετύχει μόνο το φοιτητικό κίνημα της δεκαετίας του 1960, με τις κινητοποιήσεις του που μεταδίονταν από πρωτεύουσα σε πρωτεύουσα. Αυτό μας οδηγεί στο συμπέρασμα ότι η ελεύθερη κυκλοφορία του κεφαλαίου και της εργασίας δεν προκάλεσε την ελεύθερη κυκλοφορία των κινημάτων, με εξαίρεση αυτό των αγροτών. Μετά από εξήντα χρόνια ύπαρξης της ΕΕ, τα εργατικά συνδικάτα εξακολουθούν να αρνούνται πεισματικά να κινητοποιηθούν σε ευρωπαϊκό επίπεδο (οφείλουμε να ομολογήσουμε, βέβαια, ότι ουδεμία απολύτως πίεση ασκείται από τα μέλη τους προς αυτή την κατεύθυνση). Επιπλέον, μετά από δεκαετίες εφαρμογής του προγράμματος Erasmus δεν έχει εμφανιστεί ακόμα κάποιο νέο φοιτητικό κίνημα με ευρωπαϊκή διάσταση.
Ακόμη πιο εντυπωσιακό είναι ότι σήμερα η αγροτική τάξη είναι η μόνη ικανή να υπερασπιστεί αποτελεσματικά τα συμφέροντά της, κάτι που έκανε με μαχητικό τρόπο καθ' όλη τη διάρκεια του περασμένου αιώνα με πρώτο παράδειγμα τη Γαλλία: το 1907 στο Λανγκντόκ και στο Ρουσιγιόν οι αγρότες εξεγέρθηκαν κατά των εισαγωγών κρασιού και ένα ολόκληρο διοικητικό διαμέρισμα στασίασε σε ένδειξη αλληλεγγύης, μέχρι που τελικά η εξέγερση πνίγηκε στο αίμα από το στρατό∙ το 1933 οι αγρότες εισέβαλαν για πρώτη φορά σε μια νομαρχία∙ από το 1957 έως το 1967 πήραν μέρος στον «πόλεμο της αγκινάρας»∙ το 1961 ξέσπασε ο «πόλεμος της πατάτας» και το 1976 έγιναν ακόμη περισσότερες συμπλοκές και οδοφράγματα. Το 1972 κοπάδια προβάτων εισέβαλαν στο Σαμπ ντε Μαρ στο Παρίσι και η χοροεσπερίδα των αξιωματικών του ιππικού διακόπηκε από ένα σμήνος μελισσών∙ το 1982 η υπουργός γεωργίας Εντίθ Κρεσόν αποκλείστηκε από αγρότες και αναγκάστηκε να διαφύγει με ελικόπτερο∙ το 1990 τα Ηλύσια Πεδία καλύφθηκαν από σπόρους σιταριού∙ το 1999 λεηλατήθηκε το γραφείο της υπουργού περιβάλλοντος∙ το 2016 ο Γάλλος πρόεδρος Φρανσουά Ολάντ προπηλακίστηκε στην Αγροτική Έκθεση εκείνου του έτους.
Αντιμέτωποι με ένα παράδοξο φαινόμενο που θα έκανε τον Μαρξ να στριφογυρίζει στον τάφο του, θα μπορούσαμε να πούμε ότι σήμερα οι αγρότες, και όχι οι εργάτες, είναι η μόνη τάξη που είναι διεθνιστική στην πράξη, και αυτό επειδή η ιδεολογία τους είναι σοβινιστική. Ως κοινωνικός συνασπισμός, τα Κίτρινα γιλέκα εκπροσωπούσαν αυτό που ο [γάλλος γεωγράφος] Κριστόφ Γκιγύ αποκαλούσε «Η περιφερειακή Γαλλία»∙ αντίθετα, οι αγρότες θα λέγαμε ότι εκπροσωπούν την «βαθιά Ευρώπη». Υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των δύο εννοιών: η πρώτη είναι δευτερεύουσα, περιθωριακή, η δεύτερη είναι θεμελιώδης, αναγκαία για την ψυχή του έθνους. Η γη είναι ίσως η πιο συντηρητική έννοια που αναπτύχθηκε ποτέ. Θυμάμαι ότι κάποτε βρέθηκα σε ένα μανάβικο στην Ελλάδα και άκουσα έναν πελάτη να ρωτάει τον υπάλληλο για να σιγουρευτεί: «Αυτές οι πατάτες είναι ελληνικές;». Υπάρχει αυτή η αλλόκοτη άποψη ότι ένα αγροτικό προϊόν που προέρχεται από τη γη τη δικής σου χώρας (καρπός, φρούτο, λαχανικό κλπ) είναι περισσότερο αγνό, λιγότερο νοθευμένο. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα η ιταλίδα πρωθυπουργός Τζόρτζια Μελόνι χρησιμοποιεί τη διατροφή σαν όπλο της εθνικιστικής της επίθεσης για την υπεράσπιση της ιταλικής ταυτότητας.
Η ιδεολογική σημασία της αγροτικής ιδιοκτησίας
Τα παραπάνω μας βοηθούν να ξεδιαλύνουμε τουλάχιστον κάποια από τα αινίγματα που προέκυψαν από τις αγροτικές κινητοποιήσεις των τελευταίων μηνών. Μήπως στη θέση της κλασικής συμμαχίας μεταξύ εργατών και αγροτών που πρότεινε ο Λένιν, είμαστε μάρτυρες του σχηματισμού ενός νέου ιστορικού μπλοκ; Με τα τρακτέρ, τις θεριζοαλωνιστικές μηχανές και τα υπόλοιπα μηχανήματα, η τεχνολογική επανάσταση εξαφάνισε τις αγροτικές μάζες στις οποίες αναφερόταν ο Λένιν. Οι σημερινοί αγρότες (τουλάχιστον εκείνοι που διαμαρτύρονται στην Ευρώπη τους τελευταίους μήνες, και σίγουρα όχι οι εργάτες-που συχνά είναι μετανάστες και ακόμη συχνότερα παράνομοι-οι οποίοι εργάζονται στα χωράφια τους) είναι μικροϊδιοκτήτες γης, παρόμοιοι με τους ανεξάρτητους οδηγούς φορτηγών, τους μικρούς «αυτοεκμεταλλευόμενους καπιταλιστές» σύμφωνα με τον χαρακτηρισμό του ιταλού κοινωνιολόγου Σέρτζιο Μπολόνια (δεν μπορούμε να μη θυμηθούμε, εδώ, τους χιλιανούς φορτηγατζήδες που συνέβαλαν καθοριστικά στην πτώση του Σαλβαδόρ Αλιέντε).
Πέρα από τη διατροφική κάλυψη, οι αγρότες προσφέρουν στον παγκόσμιο καπιταλισμό ιδεολογική στήριξη. Αυτό το θεωρητικό χρηματοπιστωτικό σύστημα για να μπορεί να ασκεί αποτελεσματική πολιτική σε επίπεδο έθνους-κράτους πρέπει να ριζώσει βαθιά στη συνείδησή μας. Οι πολιτικοί εκπρόσωποι του κεφαλαίου δεν έχουν τόσο ανάγκη τις ψήφους των αγροτών ή την οικονομική τους παραγωγή, όσο τη «φαντασιακή κοινότητα» που δημιουργείται γύρω από την πατάτα, το σταφύλι ή το λευκό σπαράγγι. To 2019, ένας από τους εκπροσώπους των ολλανδών αγροτών έκανε το εξής σχόλιο: «Αν σε λίγο δεν θα υπάρχουν πια αγρότες, μην πείτε "wir haben es nicht gewusst" («δεν ξέραμε τίποτα»)2.Το γεγονός ότι δεν φοβήθηκε τη γελοιοποίηση συγκρίνοντας την κατάσταση που επικρατούσε τότε με το Ολοκαύτωμα δείχνει μέχρι πού μπορεί να φτάσει η συμβολική επένδυση στη φιγούρα του αγρότη.
Συνεπώς, αυτό που παρακολουθούμε να συμβαίνει σήμερα δεν είναι μια ταξική συμμαχία: τα συμφέροντα των μικρών αγροτών δεν συγκλίνουν με εκείνα του χρηματοπιστωτικού κεφαλαίου, το οποίο τους στραγγαλίζει με τα αγροτικά δάνεια. Αντιθέτως, το χρηματοπιστωτικό κεφάλαιο έχει κοινά συμφέροντα με τα μεγάλα δίκτυα διανομής και τις αγροτοβιομηχανικές επιχειρήσεις, που τα κέρδη τους πλήττουν τη συντριπτική πλειοψηφία των «οδηγών τρακτέρ». Η φαντασίωση ότι οι μικροί αγρότες είναι σύμμαχοι των μεγάλων αγροτικών ομίλων είναι σαν να λέμε ότι τα μικρά ξυλουργεία έχουν τα ίδια συμφέροντα με το ΙΚΕΑ. Αυτό εξηγεί γιατί, παρόλο που οι μικροϊδιοκτήτες αγρότες είναι κατά μέσο όρο η πιο προστατευόμενη και μια από τις πιο εύπορες τάξεις, ένα τμήμα τους περνάει δύσκολα και έχει κάθε λόγο να διαμαρτύρεται. Οι δύσκολες συνθήκες ζωής της ολλανδικής αγροτιάς -για να δώσουμε ένα μόνο παράδειγμα- οφείλονται στην κάθετη ολοκλήρωση της πετρελαϊκής βιομηχανίας, της χημικής βιομηχανίας, της βιομηχανίας κατασκευής μηχανημάτων και του χονδρεμπορίου, η οποία έχει καταστήσει την Ολλανδία τον δεύτερο μεγαλύτερο εξαγωγέα αγροτικών προϊόντων στον κόσμο.
Όμως, ανεξάρτητα από τους αγώνες τους, το σίγουρο είναι ότι οι σημερινοί αγρότες είναι όλοι τους μικροϊδιοκτήτες. Η ιδεολογία της ιδιοκτησίας βρίσκει την καθαρότερη έκφρασή της στην ιδιοκτησία της γης. Τα Κίτρινα γιλέκα δεν κινητοποιήθηκαν ως ιδιοκτήτες∙ αντίθετα, οι οδηγοί των τρακτέρ είναι ιδιοκτήτες. Ενώ η συμπάθεια προς αυτούς κάποιων τμημάτων του πληθυσμού οφείλεται στην ταύτιση μαζί τους στο επίπεδο των κοινών οικονομικών δυσκολιών, η ανοχή που δείχνει το κεφάλαιο απέναντί τους οφείλεται στη συμπάθεια του για την κινητοποίηση μιας κατηγορίας ιδιοκτητών. Η εγκατάλειψη των περιβαλλοντικών απαιτήσεων από τις κυβερνήσεις (καθώς και η θέση ότι το κόστος της ενεργειακής μετάβασης πρέπει να το πληρώσουν οι καταναλωτές) αποκαλύπτει την ιδεολογική κυριαρχία της ιδιοκτησίας έναντι του κοινού συμφέροντος.
Στο βιβλίο μου Masters, έθεσα ένα συναφές πρόβλημα: ο νεοφιλελευθερισμός είναι μια ατομικιστική, αθεϊστική, ανήθικη ιδεολογία, που βασίζεται στην άρνηση κάθε παράδοσης και στην ιδέα ότι ο άνθρωπος είναι μια συμπεριφορική tabula rasa. Γιατί όμως ο νεοφιλελευθερισμός συμμαχεί διαρκώς με τον θρησκευτικό φονταμενταλισμό, μια κοινοτιστική, παραδοσιακή, ηθικιστική ιδεολογία; Οι γερμανοί νεοφιλελεύθεροι έχουν ήδη δώσει την απάντηση στο ερώτημα αυτό, υποστηρίζοντας ότι δεν μπορείς να ζητάς από τον ανταγωνισμό περισσότερα από αυτά που είναι σε θέση να σου δώσει. Ο ανταγωνισμός είναι διχαστικός και επομένως το σύστημα απαιτεί άλλα στοιχεία που να μπορούν να διατηρήσουν ενωμένο τον κοινωνικό ιστό. Στην νεοφιλελεύθερη τάξη πραγμάτων, οι αγρότες είναι για την κοινωνία ό,τι οι θρησκόληπτοι φονταμενταλιστές για την ιδεολογία: απομεινάρια του παρελθόντος, αλλά απαραίτητα στοιχεία για τη συνοχή της πολιτισμικής ταυτότητας. Στην εποχή της τεχνητής νοημοσύνης, οι κυβερνήτες μας θα μας βάλουν να πολεμήσουμε για την ευρωπαϊκή πατάτα.
Μετάφραση: Χάρης Γολέμης
Σημειώσεις του Επιμελητή:
1. Ο συγγραφέας αναφέρεται στην κυβέρνηση συνασπισμού των Σοσιαλδημοκρατών, των Φιλελεύθερων και των Πρασίνων, τα παραδοσιακά χρώματα των οποίων είναι αντίστοιχα εκείνων ενός φωτεινού σηματοδότη (κόκκινο, κίτρινο, πράσινο).
2. Φράση που λέγεται ότι χρησιμοποιήθηκε από τμήματα του γερμανικού λαού για να δικαιολογήσουν την απραξία τους απέναντι στα ναζιστικά στρατόπεδα συγκέντρωσης και το Ολοκαύτωμα.