Ο Δημήτρης Βεριώνης είναι ένας ταλαντούχος μουσικός, έχοντας στο ενεργητικό του πέντε δίσκους ως τραγουδοποιός, πολλές συναυλίες και έχει γράψει μουσική για θέατρο. Στην Εποχή αρχικά τον γνωρίσαμε μέσα από την ενδιαφέρουσα συνέντευξη που μας είχε παραχωρήσει ως πρόεδρος επί σειρά ετών του Peter Sellers Appreciation Society και αρχισυντάκτης του περιοδικού PSAS Magazine και στη συνέχεια ως αρθρογράφο. Έχοντας παρακολουθήσει στενά την ενασχόλησή του με τη μουσική, με εντυπωσίασε η τόλμη του να γράψει ένα καθαρά πολιτικό βιβλίο. Ένας ευαίσθητος ποιητής, ένας ρομαντικός τροβαδούρος καταθέτει ένα σπαρακτικό και πρωτότυπο πόνημα. Ο Δημήτρης Βεριώνης, 50 χρόνια μετά την πτώση της χούντας, περιγράφει για πρώτη φορά λεπτομερώς 247 κατονομασμένες περιπτώσεις θανάτων για τους οποίους ευθυνόταν ή κατηγορήθηκε το καθεστώς και κάνει μια δυναμική κοινωνική παρέμβαση με την έκδοση του βιβλίου με τίτλο «Θάνατοι στη χούντα» από τις εκδόσεις Τόπος. Μια ενδελεχέστατη έρευνα δέκα ετών που έφερε στο φως ένα τεράστιο έργο σε όγκο και σε σημασία.
Ο συγγραφέας με την συνομιλία που ακολουθεί μας δίνει μια εικόνα για το βιβλίο του.
Ποιό ήταν το έναυσμα για τη γραφή του βιβλίου;
Όλα άρχισαν το 2013, μετά από μια επίσκεψη στον χώρο του ΣΦΕΑ στην επέτειο του Πολυτεχνείου. Στον χώρο υπάρχουν αναρτημένες φωτογραφίες γνωστών αλλά και άγνωστων θυμάτων. Στο διαδίκτυο τότε δεν υπήρχε καμιά πληροφορία για τα άγνωστα πρόσωπα που είδα, πλην ίσως κάποια απλής ονομαστικής αναφοράς. Τότε ξεκίνησε το ενδιαφέρον μου και στη συνέχεια η έρευνα για τις δολοφονίες και τους ύποπτους θανάτους επί χούντας.
Ξεκινήσατε να βαδίζατε στα τυφλά…
Αναμφίβολα βάδιζα στο σκοτάδι όμως σιγά-σιγά η διερεύνηση των υποθέσεων έγινε έμμονη ιδέα, αναζήτησα πιθανά ίχνη στη βιβλιογραφία και παλιά δημοσιεύματα του Τύπου. Κομβικό σημείο υπήρξε η επαφή μου με το αρχείο της δικηγόρου Φιλάνθης Ψυρρή, η οποία είχε αναδείξει πολλές υποθέσεις ύποπτων θανάτων στα πρώτα χρόνια της Μεταπολίτευσης, όπως και η Προοδευτική Ένωση Μητέρων Ελλάδος. Σημαντική επίσης ήταν η βοήθεια πολλών ανθρώπων και φορέων κατά τη διαδικασία ανεύρεσης πληροφοριών. Η πολυετής έρευνα ήταν προσωποκεντρική, καθημερινή και εντατική. Θα έλεγα πως έγραψα το βιβλίο που αναζητούσα να διαβάσω.
Αυτό το ογκώδες βιβλίο τελικά σε τι μας πληροφορεί;
Στο βιβλίο καταγράφονται λεπτομερώς 247 περιπτώσεις δολοφονιών, ύποπτων θανάτων, θανάτων συνεπεία αντιδικτατορικής δράσης, κακουχιών στην εξορία και εξαφανίσεων, για τις οποίες κατηγορήθηκε το τότε καθεστώς. Πρόκειται για πολίτες, φοιτητές, στρατιώτες, στρατιωτικούς, κληρικούς, αστυνομικούς, πολιτικούς κρατούμενους. Καταγράφονται επίσης οι νεκροί των πρώτων ημερών, του βασιλικού «αντιπραξικοπήματος», οι γνωστοί νεκροί του Πολυτεχνείου, οι άγνωστοι νεκροί μετά το Πολυτεχνείο, αλλά και πολυάριθμοι «ύποπτοι» θάνατοι για τους οποίους υπάρχουν σημαντικές ενδείξεις ή καταγγελίες από τις οικογένειες των θανόντων. Όλα αυτά καταγράφονται με βιογραφικά στοιχεία, μαρτυρίες και φωτογραφίες, όταν αυτό ήταν δυνατό.
Είναι όλες οι περιπτώσεις δολοφονίες; Ποιο ήταν το ζητούμενο του ερευνητικού σας αντικειμένου;
Στην έρευνά μου δεν υποστηρίζω ότι όλες οι περιπτώσεις είναι δολοφονίες, αλλά σε κάθε περίπτωση παρουσιάζεται η επίσημη εκδοχή, τα σκοτεινά της σημεία και όσα υποστήριξαν οι οικείοι του θύματος. Εκτός από τις σχετικά γνωστές περιπτώσεις σκοπός ήταν να καταγραφούν με κάθε δυνατή λεπτομέρεια και όλες οι περιπτώσεις θανάτων για τις οποίες υπήρξε καταγγελία για δολοφονική δράση των οργάνων του καθεστώτος. Παράλληλα, έγινε προσπάθεια να διαχωριστούν και ορισμένες περιπτώσεις που έχουν αναφερθεί και δεν ισχύουν ή έχουν διαφορετικά χαρακτηριστικά. Επίσης, έγινε προσπάθεια να διερευνηθούν οι φημολογούμενες περιπτώσεις ονομάτων θυμάτων ή οι ανώνυμες περιπτώσεις της εξέγερσης του Πολυτεχνείου. Το ζητούμενό μου ήταν η όσο το δυνατόν αντικειμενικότερη καταγραφή των περιπτώσεων, η απόδοση τιμής, αλλά και το άνοιγμα της συζήτησης για τα θύματα της χούντας. Αυτό πρέπει να συνεχιστεί και να γίνει με νηφαλιότητα αλλά και χωρίς απόκρυψη, όπως γινόταν έως σήμερα. Πρέπει να γίνει επίσημα και μέσω των θεσμικών οργάνων του κράτους. Δεν ξέρω για ποιον λόγο φοβόμαστε την ιστορική αλήθεια. Δεν ξέρω για ποιον λόγο επιμένουμε να την προσαρμόζουμε σε πολιτικές επιδιώξεις και ιδεολογικές κατασκευές.
Πόσο εφικτό ήταν αυτό, δεδομένου ότι είχε περάσει αρκετός χρόνος και ελάχιστα στοιχεία είχαν δημοσιευθεί.
Ήταν δύσκολο να εντοπιστούν συγγενείς ή γνωστοί των θανόντων μετά την πάροδο τόσων ετών, ειδικά εάν λάβουμε ως δεδομένο ότι τα διαθέσιμα στοιχεία ήταν ελλιπή ή μηδαμινά, ενίοτε και λανθασμένα - συχνά υπήρχε μόνο ένα ονοματεπώνυμο και μια πιθανή ημερομηνία θανάτου. Εκτιμώ ότι υπάρχουν πολλές ακόμα περιπτώσεις που δεν εντοπίστηκαν έως σήμερα. Επιπροσθέτως, υπάρχει μεγάλη έλλειψη καταγραφών για τη συγκεκριμένη περίοδο, αναφορές συχνά βασισμένες σε προφορικές μαρτυρίες ή ασάφειες. Σε όλα αυτά πρέπει να προστεθούν και νομικές ή γραφειοκρατικές δυσκαμψίες. Δεν πρέπει ωστόσο, να ξεχνάμε πως σε ορισμένες περιπτώσεις και οι οικείοι θανόντων δεν θέλησαν να μιλήσουν, γεγονός προφανώς σεβαστό και που μπορεί να οφείλεται σε μια πληθώρα λόγων - αυτό, άλλωστε, αναλύεται και στο βιβλίο. Επίσης, ζητούμενο δεν ήταν να καταδείξουμε πιθανούς ενόχους, αλλά να μιλήσουμε για τα θύματα, τις ζωές τους, να κατανοήσουμε τι συνέβη.
Στα κείμενα σας περιορίζεσθε αυστηρά στη λιτή περιγραφή και πληροφόρηση.
Δεν είχα σκοπό να καταθέσω άλλη μιαν άποψη, ή ένα συμπέρασμα, πέρα προφανώς από τις περιπτώσεις που τεκμηριώνονται απόλυτα, αλλά να ανοίξει η συζήτηση και η έρευνα. Η μεγάλη ελπίδα της όλης προσπάθειας ήταν να τιμηθούν οι άνθρωποι, να μαθευτεί η αλήθεια και να δημοσιοποιηθούν και άλλες ανάλογες υποθέσεις.
Θέλετε να μας αναφέρετε κάποια ενδεικτική περίπτωση;
Ενδεικτικά αναφέρω την περίπτωση του φοιτητή της Σχολής Καλών Τεχνών Γιάννη Καΐλη, που συμμετείχε ενεργά στην εξέγερση του Πολυτεχνείου, κυνηγήθηκε και βρέθηκε νεκρός τον Φεβρουάριο του 1974. Η επίσημη εκδοχή της αυτοκτονίας δεν άντεχε σε οποιαδήποτε λογική κρίση και αυτό αποδείχτηκε και από τα ευρήματα της εκταφής και της νέας νεκροψίας που έγινε το 1975. Ωστόσο, η υπόθεση κατέληξε στο αρχείο, όπως και τόσες άλλες. Θεωρώ πως είναι υποχρέωση η επίσημη αναγνώριση της δολοφονίας του Καΐλη - και θα πρέπει να επισημανθούν οι ενέργειες της πρυτάνεως της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, κας Χατζησάββα, προς αυτή την κατεύθυνση, οι οποίες ανακοινώθηκαν στην εκδήλωση στη μνήμη του Γιάννη Καΐλη που διοργανώσαμε μαζί με τον Πολιτισμικό Σύλλογο Διστόμου πριν λίγες εβδομάδες στη γενέτειρά του. Υπάρχουν και πολλές άλλες περιπτώσεις όπως αυτή του Γιάννη Καΐλη, όπως θα διαπιστώσει ο αναγνώστης του βιβλίου.
Τι έγινε για τις υποθέσεις των θανάτων κατά τη Μεταπολίτευση. Ποια η σημασία τους σήμερα;
Η Μεταπολίτευση υπήρξε απρόθυμη στη διερεύνηση όλων αυτών των ύποπτων περιπτώσεων θανάτων. Με συνοπτικές διαδικασίες και χωρίς καμία διάθεση πραγματικής έρευνας και κάθαρσης, η υποχρέωση για αλήθεια και απόδοση ευθυνών υποχώρησε μπροστά σε πολιτικά προτάγματα και σκοπιμότητες. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι υποθέσεις των καταγγελλόμενων θανάτων είτε αγνοήθηκαν, είτε αφέθηκαν στη σταδιακή λήθη. Δεν θα πρέπει να ξεχνάμε, άλλωστε, την τύχη που είχαν οι μεγάλες δίκες των πρωταίτιων της χούντας, του Πολυτεχνείου και των βασανιστών. Το ζήτημα είναι ότι όλα αυτά που ξεχάστηκαν από τους πολλούς, δεν ξεχάστηκαν από τους οικείους των θυμάτων. Ο πόνος της απώλειας παρέμεινε. Και είναι σημαντικό να θυμόμαστε και να μνημονεύουμε, να τιμούμε και να μη ξεχάσουμε. Γιατί και σήμερα όλος αυτός ο πόνος και η αγανάκτηση για όσα συνέβησαν στα Τέμπη ή όσα άλλα έχουν συμβεί κατά καιρούς, κινδυνεύουν αύριο να θεωρηθούν «παλιές ειδήσεις». Και όσο αφήνουμε κάτι επώδυνο να ξεχνιέται, τόσο θα ερχόμαστε αντιμέτωποι με τη σοβαρή πιθανότητα να το ξαναζήσουμε. Η μνήμη δεν τιμά μόνο τα θύματα, αλλά σώζει την αξιοπρέπειά μας, σε επίπεδο κοινωνίας αλλά και ατομικά και προφυλάσσει το μέλλον μας από επαναλαμβανόμενα δεινά. Άρα, τίποτα από όσα συνέβησαν επί χούντας -ή σε άλλες εποχές- δεν είναι μουσειακό έκθεμα. Είναι αγωνία για το αύριο. Η ιστορική αλήθεια είναι απαραίτητο συστατικό μιας δημοκρατικής κοινωνίας και της προόδου της και κάποτε θα πρέπει επιτέλους να την αναζητήσουμε.
Το βιβλίο θα παρουσιαστεί την Δευτέρα 8 Απριλίου, στις 7μμ, στο κτίριο του ΣΦΕΑ (πρώην ΕΑΤ-ΕΣΑ) Πάρκο Ελευθερίας (στάση Μετρό Μέγαρο Μουσικής). Θα μιλήσουν: Γιώργος Παυλάκης, γιατρός-ερευνητής στο Εθνικό Ινστιτούτο Καρκίνου National Cancer Institute Maryland των ΗΠΑ, Γιώργος Βάρσος, τ. καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής ΕΚΠΑ, Ιάσονας Χανδρινός, ιστορικός ερευνητής, συγγραφέας. Θα συντονίσει η Φωτεινή Λαμπρίδη, δημοσιογράφος, στιχουργός.