Το συμβάν του ξαφνικού κλεισίματος της ΓΙΟΥΛΑ, μοναδικής ελληνικής υαλουργίας, που τόσες δεκαετίες λειτουργούσε στο Αιγάλεω, καλύπτοντας ανάγκες ιδίως της πρωτογενούς παραγωγής και της βιομηχανίας τροφίμων, τάραξε, για λίγο, το κλίμα αισιοδοξίας που εμφανίζει η κυβέρνηση, σχετικά με την οικονομία. Ο Τύπος το υποδέχθηκε με ρεπορτάζ, αλλά το θέμα έκλεισε γρήγορα. Η κυβέρνηση, κράτησε άκρως ανεύθυνη στάση, δηλαδή δεν έκανε τίποτε, έστω για το θεαθήναι.
Με το κλείσιμο, μετά, της βιομηχανίας ειδών συσκευασίας SONOKO σε Θεσσαλονίκη και Κιλκίς, ενώ είχε προηγηθεί της TUPPERWARE και πρόσφατα το τελεσίδικο της Λάρκο, ανέκυψε ένα μείζον ερώτημα: μπαίνουμε σε έναν, ακόμη, κύκλο αποβιομηχάνισης; Πού οφείλεται, αν ισχύει; Τι κάνει η κυβέρνηση, τι συνέπειες θα έχει; Υπάρχουν προτάσεις; Τα ερωτήματα δύσκολα και πολλά. Η αποβιομηχάνιση έχει μεν τα γηγενή χαρακτηριστικά της συντελείται όμως παράλληλα με κρίση της βιομηχανίας στην Ευρώπη. Αυτό κάνει ακόμη πιο δύσκολη την αντιμετώπισή της.
Η κύρια αιτία
Το παράδειγμα, ωστόσο, της ΓΙΟΥΛΑ μας οδηγεί με ακρίβεια στην κύρια αιτία: η Κυβέρνηση δεν έχει βιομηχανική πολιτική, επομένως η αγορά έχει τον πρώτο και τον τελευταίο λόγο. Θεωρεί ότι “η χώρα έχει την πολυτέλεια να χάνει μια παραγωγική μονάδα όπως η ΛΑΡΚΟ;” ρώτησε δικαίως ο βουλευτής της Νέας Αριστεράς Νάσος Ηλιόπουλος στη συζήτηση τροπολογίας για τη ΛΑΡΚΟ. Έχει προσέξει, θα προσθέταμε, την παρατήρηση, πρόσφατα, της Moody’s ότι το εμπορικό ισοζύγιο είναι μείζον πρόβλημα και συνδέεται άμεσα με την καχεκτική παραγωγική δομή χώρας; Το παράδειγμα της ΓΙΟΥΛΑ είναι χαρακτηριστικό και αποκαλυπτικό ότι την κυβέρνηση όλο αυτό δεν την αφορά!
Η υαλουργία υπήρξε δυναμικός κλάδος στην εγχώρια βιομηχανία με εξασφαλισμένη, αυξανόμενη, μεγάλη εγχώρια αγορά. Φιάλες και βάζα είναι υλικά που χρησιμοποιούνται στην εμφιάλωση και τυποποίηση προϊόντων πρωτογενούς παραγωγής: μέλι, μαρμελάδες, γλυκά, κονσέρβες, νερά, κρασιά, αναψυκτικά, μπύρες, αλκοολούχα κ.ά. Σήμερα η Ελληνική αγορά έχει ετήσιες ανάγκες από 220.000-230.000 τόνους φιαλών και βάζων ή περίπου 600 εκατομμύρια τεμάχια.
Η ΓΙΟΥΛΑ, τελικά, έμεινε το μοναδικό και αρκετά σύγχρονο εργοστάσιο υαλουργίας και βαθμιαία απόκτησε δυο εργοστάσια στη Βουλγαρία, δυο στην Ουκρανία και ένα στη Ρουμανία. Το 2017 αγοράστηκε από την Πορτογαλική B.A. Glass η οποία κράτησε, τελικά, τις τέσσερεις από τις έξι μονάδες. Η ετήσια παραγωγή του τα τελευταία χρόνια, ήταν περίπου 100.000 τόνοι φιαλών και βάζων. Η υπόλοιπη ποσότητα, που χρειαζόταν στην εγχώρια εμφιάλωση ήταν εισαγόμενη (Βουλγαρία, Τουρκία) φυσικά με υψηλότερο κόστος λόγω μεταφοράς. Τώρα όλη η αναγκαία ποσότητα θα έρχεται από το εξωτερικό.
Οι συνέπειες που δεν σκέφτηκε η Κυβέρνηση
Το πρώτο που δεν απασχόλησε την κυβέρνηση – δεν μάθαμε για καμιά τριμερή – ήταν τι θα γίνουν οι 600 περίπου οικογένειες που θα αποκτήσουν από έναν άνεργο, ίσως τον μοναδικό εργαζόμενο. Υπολογίζουμε τους εργαζόμενους στο εργοστάσιο αλλά και όσους απασχολούνται δευτερογενώς (οδηγοί, τεχνίτες κ.ά.). Το δεύτερο, είναι η απώλεια ενός κομματιού της βιομηχανικής παραγωγής προϊόντων που είναι απαραίτητα για την πρωτογενή παραγωγή που εφόσον παράγονται εγχωρίως μειώνουν το κόστος διότι έχουν μικρό κόστος μεταφοράς, που είναι δομικό πρόβλημα του κλάδου.
Το τρίτο, πολύ σπουδαίο, απορρέει από τις υποχρεώσεις της χώρας: έχει υποχρέωση, με ποινή πολύ υψηλών προστίμων, να ανακυκλώνει το 60% κατά ελάχιστο, δηλαδή 130.000-135.000 τόνους γυαλιού. Πρέπει να αποδεικνύει τη συλλογή του (μπλε κάδοι ανακύκλωσης), επεξεργασία του και πώληση για χρήση. Με την απουσία υαλουργικής βιομηχανίας στη χώρα, η παραπάνω ποσότητα δεν θα συλλέγεται και το γυαλί θα καταλήγει στα σκουπίδια, στη θάλασσα, ρέματα κ.ο.κ. Ή αν συλλέγεται, θα πριμοδοτείται για εξαγωγή στο εξωτερικό για να μην πληρώνει η χώρα πρόστιμα για μη ανακύκλωση. Η ζημιά είναι τεράστια, και οικονομικά και οικολογικά.
Τι μπορούσε, τι μπορεί να γίνει;
Αν η κυβέρνηση είχε βιομηχανική πολιτική, αν γνώριζε ή πρόβλεπε τα σχέδια της πολυεθνικής, αν στ’ αλήθεια πίστευε όσα λέει για πράσινη μετάβαση, αν είχε σχέδιο για μια ποιοτική αλιεία- γεωργία-κτηνοτροφία και τη βιομηχανία τροφίμων τότε θα αντιδρούσε έγκαιρα. Όφειλε να γνωρίζει ότι η Glass, το πιθανότερο, θα αποφάσιζε να μην κάνει ανανέωση -επιβάλλεται στην υαλουργία κάθε δώδεκα χρόνια περίπου- αλλά να διακόψει και να συνεχίσει σε Βουλγαρία, Ρουμανία. Θα μπορούσε, έγκαιρα, να εντάξει την υαλουργία σε ένα οικολογικό σχέδιο και στο Ταμείο Ανάκαμψης, να διεκδικήσει χρηματοπιστωτική στήριξη στο πλαίσιο της πράσινης μετάβασης. Αδράνησε.
Αδρανεί, όμως, και τώρα. Η χώρα χρειάζεται υαλουργία για τους λόγους που εκθέσαμε. Το κόστος της απουσίας της θα είναι πολύ μεγάλο, στις τιμές της εμφιάλωσης, στον προϋπολογισμό εφόσον θα πληρώνουμε ποινές, στην οικολογία. Η ΕΕΕΑ (Ελληνική Εταιρεία Ανάκτησης Ανακύκλωσης), που χειρίζεται τους μπλε κάδους, άμεσα θα αντιμετωπίσει πρόβλημα. Αντίθετα, θα μπορούσε να αποτελέσει το κέντρο για τη δημιουργία υαλουργικής μονάδας, με απολύτως πράσινη τεχνολογία, σήμερα τεχνικά εφικτή, με συμμετοχή εταιρειών ανακύκλωσης γυαλιού, ιδιωτών που χρησιμοποιούν γυάλινη συσκευασία και σήμερα συμμετέχουν ως μέτοχοι στην ΕΕΑΑ, που κατά 50% ανήκει στο Δημόσιο. Δεν πετάς εργαζόμενους στην ανεργία και την πλούσια τεχνογνωσία τους.