Παράταση για την 1η Ιουλίου έλαβε από το υπουργείο Εργασίας η πλήρης εφαρμογή της ψηφιακής κάρτας στον χώρο της βιομηχανίας και του λιανεμπορίου. Ο λόγος εντοπίζεται, σύμφωνα με το υπουργείο, στα αιτήματα των εργοδοτών για περισσότερο χρόνο προκειμένου να προσαρμόσουν τα συστήματά τους με αυτά της ψηφιακής κάρτας και το νέο σύστημα Εργάνη 2 (πιλοτικά το πρόγραμμα γι’ αυτούς τους κλάδους είχε ξεκινήσει να εφαρμόζεται από την 1η Ιανουαρίου). Σημειώνεται ότι μέχρι να ισχύσει κανονικά, δεν μπορούν να επιβληθούν κυρώσεις σε βάρος των επιχειρήσεων.

Το κυριότερο πρόβλημα, όμως, είναι ότι ακόμα και αν άρχιζε η πλήρης εφαρμογή του μέτρου από τώρα, δεν θα είχε και κάποιο σημαντικό αντίκτυπο στην προστασία των εργαζομένων. «Μικρή σημασία έχει αν παρατάθηκε η εφαρμογή του μέτρου ή όχι, εμείς δεν αποπροσανατολιζόμαστε. Το μεγάλο ζητούμενο είναι να σταματήσει το φαινόμενο της υποδηλωμένης και απλήρωτης εργασίας, που συναντάται όλο και πιο συχνά σε διάφορους χώρους που παραβιάζουν τη νομοθεσία. Αυτό δεν πρόκειται να λυθεί από ένα, δήθεν ουδέτερο, τεχνικό μηχανισμό, όπως η ψηφιακή κάρτα», τονίζει στην «Εποχή» ο Θέμης Γρηγοριάδης, πρόεδρος της Ομοσπονδίας Ιδιωτικών Υπαλλήλων Ελλάδας (ΟΙΥΕ).

Πιο συγκεκριμένα, όπως εξηγεί ο ίδιος, «το βασικό συμπέρασμα που έχει προκύψει απ’ όπου εφαρμόστηκε η ψηφιακή κάρτα για την καταγραφή της έναρξης και της λήξης της εργασίας, είναι πως αν δεν υπάρχουν οι απαραίτητοι ελεγκτικοί μηχανισμοί, που δια ζώσης θα ελέγχουν την τήρηση του εργασιακού δικαίου στους χώρους δουλειάς, η αντιμετώπιση της υποδηλωμένης εργασίας δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί».

Και αυτό γιατί «η ευρηματικότητα των εργοδοτών είναι αρκετά μεγάλη, ώστε να παρακάμπτουν το μέτρο». Δηλαδή να γίνεται φαινομενικά το χτύπημα της κάρτας, χωρίς αυτό να αντιστοιχεί στις πραγματικές ώρες δουλειάς των εργαζομένων.

«Η ψηφιακή κάρτα καθυστέρησε πολύ να εφαρμοστεί στην εργολαβική εργασία, δηλαδή στους εργαζόμενους που δεν έχουν ως εργοδότη την εταιρεία στην οποία δουλεύουν, αλλά είναι δανειζόμενοι από άλλη. Σ’ αυτή τη συνθήκη γίνεται παραδοσιακά η υπερεκμετάλλευση των εργαζομένων και η ψευδής δήλωση των ωρών εργασίας και των υπερωριών συνεχίζεται και τώρα», περιγράφει ο πρόεδρος της ΟΙΥΕ.

Άλλο παράδειγμα για την ανεπάρκεια του μέτρου εντοπίζεται στον κλάδο των φυλάξεων, «όπου δεν υπάρχει κάποιος οργανωμένος χώρος να χτυπάς την κάρτα και εταιρείες έχουν φτιάξει εφαρμογές στο κινητό που “καταγράφουν” και δηλώνουν τις ώρες που δήθεν δουλεύουν οι φύλακες, προφανώς χωρίς υπερωρίες κτλ. Αλλά και σε άλλους κλάδους, υπάρχουν επιχειρήσεις που πολύ απλά κρατούν τις κάρτες των εργαζομένων στο συρτάρι της διοίκησης και τις χτυπά εκείνη όποτε κρίνει και τη συμφέρει», συμπληρώνει ο ίδιος.

Κατά την ανακοίνωση της παράτασης της πλήρους εφαρμογής του μέτρου, η υπουργός Εργασίας Δόμνα Μιχαηλίδου, δήλωσε πως «η πρόοδος της εφαρμογής της ψηφιακής κάρτας εργασίας είναι πολύ σημαντική. Ήδη περισσότεροι από 3.500 εργαζόμενοι, από 250 επιχειρήσεις, επειδή εντοπίστηκαν από τον ηλεκτρονικό έλεγχο της ψηφιακής κάρτας εργασίας, έχουν πληρωθεί τα δεδουλευμένα τους». Στην πραγματικότητα, όμως, όπως καταγράφεται από την εμπειρία των εργαζομένων, οι έλεγχοι είναι σπάνιοι.

«Ο μόνος τρόπος για να σταματήσει η υποδηλωμένη εργασία είναι οι πραγματικοί έλεγχοι από τους ελεγκτικούς μηχανισμούς και αυτοί δεν γίνονται σε επαρκή βαθμό και είναι αναμενόμενο, αφού το Σώμα Επιθεωρητών Εργασίας είναι υποστελεχωμένο. Ούτε μπορεί να γίνει έλεγχος από ένα γραφείο, κοιτάζοντας τα δεδομένα του ηλεκτρονικού συστήματος απλά. Έλεγχος σημαίνει να πηγαίνουν στον χώρο εργασίας και να βλέπουν τι συμβαίνει πράγματι. Έχουμε, όμως, μια διαρκή απαξίωση του ΣΕΠΕ και από προσωπικό και από νομοθετικά εργαλεία», επισημαίνει ο πρόεδρος της ομοσπονδίας.

Παράλληλα, ένα από τα σημαντικότερα προβληματικά στοιχεία του νέου συστήματος Εργάνη, όπως τονίζει, είναι ότι από τον περασμένο Οκτώβρη και έπειτα οι επιχειρήσεις δεν υποχρεούνται να προδηλώσουν πια τις αλλαγές στο ωράριο εργασίας, τις υπερωρίες κτλ των εργαζομένων, αλλά μπορούν να τα συμπληρώσουν απολογιστικά μετέπειτα. «Αυτό σημαίνει ότι δίνεται η δυνατότητα στον εργοδότη να έχει τον χρόνο να αξιολογήσει τι τον συμφέρει να δηλώσει, αντί των πραγματικών ωρών εργασίας. Με άλλα λόγια, έχουν δοθεί όλα τα εργαλεία στους εργοδότες που θέλουν να παραβούν την εργατική νομοθεσία και να μην πληρώνουν τους εργαζόμενους τις υπερωρίες τους, ώστε να το κάνουν».

Αυτό που χρειάζεται, λοιπόν, για την προστασία των εργαζομένων όσον αφορά στην πληρωμή των δεδουλευμένων τους, όπως υπογραμμίζει ο Θέμης Γρηγοριάδης, «είναι συγκεκριμένες νομοθετικές πρωτοβουλίες και οι ελεγκτικοί μηχανισμοί να πηγαίνουν μέσα στους χώρους δουλειάς, ταυτόχρονα με μια συνδικαλιστική πυκνότητα και συμμετοχή, προκειμένου οι εργαζόμενοι να έχουν τη δύναμη να καταγγέλλουν τα περιστατικά της απλήρωτης και υποδηλωμένης εργασίας, όπως και κάθε είδους παραβίαση της εργατικής νομοθεσίας».

 

ΓΙΑ ΤΗΝ 
ΚΟΜΜΟΥΝΙΣΤΙΚΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ, 
ΓΙΑ ΤΟ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ
ΜΕΛΟΣ ΤΟΥ

Copyright © 2024 - All rights reserved

 | 

Developed by © Jetnet