Ένας κουήρ ποιητής απαντά*
Σήμερα τίθεται πολύ συχνά πια το ερώτημα τι είναι κουήρ. Όχι σπάνια, καλλιτέχνες εκτός της λοατκια+ κοινότητας ρωτούν αν κάποιο ποίημά τους ανήκει στο «είδος». Δύο ενδεικτικοί στίχοι: «δεν υπάρχουν αδερφές/ μονάχα ελεύθεροι άνθρωποι». Είναι προφανής εδώ η σύνδεση του κουήρ με μια σεξουαλική ετερότητα, μια αντισυμβατικότητα, δοσμένες σε μορφή μιας τύπου στρατευμένης στιχουργίας, που συνθηματολογεί την προφάνεια, δηλαδή λέει κοινοτοπίες. Δεν τους πάει ο ρόλος, αλλά νιώθουν υποχρεωμένοι να δηλώσουν: είμαι γυναίκα ή είμαι αδερφή.
Πολλοί άνθρωποι, ωστόσο, ρωτάνε με ειλικρινές ενδιαφέρον πώς μπορούν να συμβάλουν σε αυτό το νέο, για τα ελληνικά δεδομένα, καλλιτεχνικό κίνημα. Θα τους απαντούσα ότι μπορούν να συμβάλουν αν αφήσουν στην άκρη τους διδακτισμούς, αν απεκδυθούν τους ρόλους κι αρχίσουν να γράφουν σαν τα εαυτά τους για όσα τους καίνε πραγματικά: ένας ετεροφυλόφιλος μπορεί να γράψει, ενδεχομένως, κουήρ, αν νιώθει προσωπικά ότι βρίσκεται εκτός κανόνα, εκτός αφηγήματος, εκτός πλαισίου στη ζωή της/του. Φυσικά, το εκτός κανόνα δεν σημαίνει ποτέ άτομα με παραβιαστικές και κακοποιητικές συμπεριφορές.
Οι κουήρ καλλιτέχνες προβάλλουμε την εαυτότητα μας και την ίδια στιγμή αυτή γίνεται συλλογικός εαυτός, συλλογικό βίωμα ενάντια σε μια διαρκή καταπίεση, είτε πατριαρχική/ετεροκανονική, είτε και ταξική, αν κάποιο άτομο έχει πιο προωθημένη σκέψη και πρόθεση, αυτό που ονομάζουμε κοινώς ταξική συνείδηση.
Το κουήρ είναι πρωτίστως πολιτική. Ξεβολεύει, ενοχλεί, είναι ανυποχώρητα με τους απόκληρους, τους αδικημένους, τους παραγκωνισμένους, είναι προσβλητικό, διαβρωτικό, ενίοτε πρόστυχο. Ο κομμουνιστής χιλιανός λογοτέχνης Πέδρο Λεμεμπέλ («Φοβάμαι», ταυρομάχε, 2003), γεννημένος στην κομμούνα Σαν Μιγέλ του Σαντιάγο (μια κοινότητα που σχηματίστηκε με πρωτοβουλία του ΚΚ Χιλής), είναι το χαρακτηριστικότερο παράδειγμα κουήρ καλλιτέχνη. Με την κολεκτίβα των περφόρμερ που συνέστησε, τις «Φοράδες της Αποκάλυψης» (Las Yeguas del Apocalipsis), εν μέσω της δικτατορίας του Πινοτσέτ, έκαναν «εισβολή» σε πολυάριθμες λογοτεχνικές και πολιτικές εκδηλώσεις, σπάζοντας τη σιωπή γύρω από τα κουήρ υποκείμενα (μοίρασμα ακάνθινου στέφανου κατά τη βράβευση του ποιητή Λουίς Θουρίτα, γυμνή ίππευση μέσα στο κάμπους του Πανεπιστημίου της Χιλής, εκτέλεση του εθνικού χορού της Χιλής -της κουέκα- πάνω στον χάρτη της Λατινικής Αμερικής σκεπασμένο με σπασμένα γυαλιά απο μπουκάλια κόκα κόλας ενώ φορούσαν κολάν μπαλέτου και ψηλοτάκουνα κ.τ.λ.). Το κουήρ ριψοκινδυνεύει, τολμά και χτυπά τους Δυνατούς. Όσο κι αν προσπαθούν να το ενσωματώσουν, από τη φύση του αντιστέκεται στην καπήλευση, ακριβώς όπως αντιστέκεται στους ορισμούς. Το κουήρ δεν απομονώνει, δεν διασπά την αλληλεγγύη (ταξική ή ευρύτερη), αλλά διευρύνει και εμπλουτίζει, αποδεχόμενο την πολυπλοκότητα του κόσμου και των ανθρώπων, ενώ δεν συνδέεται με κανένα συγκεκριμένο ρεύμα αποκλειστικά (π.χ. το μεταμοντέρνο).
Η εχθρικότητα της κοινωνίας
Άλλοι στρέιτ συγκρίνουν το βίωμα των κουήρ με την αμφισβήτηση του πατέρα προς το πρόσωπο τους, την υποτίμηση του ανδρισμού τους από άλλο ισχυρότερο αρσενικό, την απόρριψη, την καταρράκωση της αυτοπεποίθησης από τους γονείς κ.τ.λ. Αυτή η συνθήκη είναι, ίσως, αρκετά συνήθης μέσα στην πυρηνική οικογένεια του ύστερου καπιταλισμού, κάτι που βιώνουμε και τα κουήρ υποκείμενα, αλλά δεν είναι το μοναδικό. Η απόρριψη από τον γονέα συνοδεύεται από την απόρριψη της κοινωνίας (σχολείο, κόμμα, φίλοι, εργοδότης, εκκλησία) και ακούει στο όνομα αμαρτία, παθολογία, πολιτική παρέκκλιση, αυτού που εκφεύγει από τους επιβεβλημένους στόχους και προορισμούς τους οποίους οφείλουμε να εκπληρώσουμε ως σωστά μέλη της κοινωνίας. Το να αμφισβητεί, επομένως, τη δύναμη και τις ικανότητες σου ένας πατέρας δεν είναι το ίδιο ούτε πολύ περισσότερο δικαιολογία για να πεις «εγώ έχω τραβήξει περισσότερα από τους κουήρ».
Μπορεί τελικά ένας στρέιτ να γράψει κουήρ; Θα πω ότι μπορεί να γράψει υπό προϋποθέσεις έργα με εκφάνσεις κουήρ. Στις αρχές του 20ού αιώνα κορυφαίοι λογοτέχνες όπως ο Στέφαν Τσβάιχ («Σύγχυση αισθημάτων», 1926) και ο Σοσέκι Νάτσουμε («Κόκορο», 1914), αποτυπώνουν από τους πρώτους, με αναφορά στην ερωτική έλξη ενός καθηγητή για τον μαθητή του, κάποια πολύ βασικά μοτίβα του κουήρ, αλλά και του ομοερωτικού μυθιστορήματος εν γένει: την αίσθηση του απόκληρου, την εχθρότητα της κοινωνίας, την εσωτερική απώθηση, τις ενοχές και το coming out.
Η συμβολή του φεμινισμού
Πιο πρόσφατα, η συγγραφέας Μάντλιν Μίλερ («Το τραγούδι του Αχιλλέα», 2011) δημιούργησε έναν ενσυναισθητικό σημερινό Πάτροκλο κι έναν ετεροκαθορισμένο (από τον αναπόδραστο καταπιεστικό προορισμό της Δόξας που του επιβάλλεται από τους θεούς) Αχιλλέα, για να μιλήσει για την τρυφερότητα, τη συντροφικότητα, την απαλότητα, εισάγοντας σε μια γκέι ιστορία στοιχεία φεμινιστικά. Άλλωστε, το κουήρ έχει ρίζες στο γυναικείο και φεμινιστικό κίνημα και τα συνδέουν δεσμοί αίματος.
Εδώ τίθεται το ζήτημα, ωστόσο, εάν μια φεμ φωνή μπορεί να αποδώσει τον πραγματικό χαρακτήρα και τις εκάστοτε μορφές του αντρικού έρωτα. Είναι χαρακτηριστικό πως στο βιβλίο της Μίλερ το αντρικό σεξ αποδίδεται σεμνά, διακριτικά, συγκρατημένα, ελάχιστα σάρκινα, η απόλαυση εντοπίζεται στη συναισθηματική έκρηξη και στο ξεχείλισμα της χαράς ή του πόνου. Είναι μια προσωπική υπόθεση, όταν στην αντρική γκέι λογοτεχνία συχνά είναι μια πολιτική υπόθεση. Έχει κάτι το οικιακό, το προστατευμένο, το μη ηδονοβλεπτικό, όταν η γκέι λογοτεχνία έχει κάτι το ανυποχώρητα σάρκινο και σωματικό κι εδώ ακριβώς υφίσταται η πολιτική της φύση, στην καθαρή αποδοχή των ενορμήσεων που απωθούνται από την κοινωνία ως διαλυτικές ουσίες.
Η σπουδαιότητα της συμβολής του φεμινισμού στην κουήρ γραφή είναι η ίδια η εξοικείωση με τις πολιτικές της φροντίδας, την οικιακότητα, τη συντροφικότητα, καθώς το κουήρ δεν έχει να κάνει μόνο με την έκφραση της σεξουαλικής διαφοράς, αλλά αφορά συνολικά και ολόπλευρα την ύπαρξή μας ως ατόμων-μελών μιας κοινωνίας, τον τρόπο που συνυπάρχουμε, φτιάχνουμε οικογένειες, συνδημιουργούμε και διαμορφωνόμαστε.
Όσα επιτάσσει το κοινωνικό φύλο
Πρόσφατα σε εφημερίδα μεγάλης κυκλοφορίας γράφτηκε άρθρο για τη χλεύη ως ακτιβιστικό όπλο ενάντια στην επέλαση της κουήρ λογοτεχνίας και κριτικής, μπορούμε να απαντήσουμε πως ο κουήρ λόγος (όπως και ο φεμινιστικός), αν και κυρίως αφορά σε λοατκια+ ιστορίες (ή σε γυναίκες/θηλυκότητες), χωρά όποιο άτομο αποτυγχάνει να εναρμονιστεί με το “φυσιολογικό”, ανεξαρτήτως σεξουαλικότητας. Κι αυτό μπορεί να σχετίζεται με την αρτιμέλεια (ανάπηρα άτομα), την ψυχική υγεία, να αφορά ενδεχομένως στρέιτ άντρες με φεμ χαρακτηριστικά, στρέιτ γυναίκες με μασκ χαρακτηριστικά ή και κάθε άτομο που συνειδητά δεν βολεύεται με όσα του επιτάσσει το κοινωνικό του φύλο. Μαζί χωράνε και όλα τα μη προνομιούχα άτομα που βιώνουν την εκμετάλλευση (ένας πρόσφυγας, μια φτωχή μισθωτή, μια υπερχρεωμένη μικροαστή που κινδυνεύει με έξωση), χωρίς να εννοούμε όμως την ταξική καταπίεση απλώς ως μια από τις πολλές καταπιέσεις, αλλά αντίθετα ως το έδαφος πάνω στο οποίο γονιμοποιούνται όλες οι υπόλοιπες. Τελικά, το κουήρ δρα απελευθερωτικά.
Το κουήρ είναι και θα είναι συμπεριληπτικό, θα διαφεύγει πάντα τους ορισμούς, θα ξεγλιστρά από τη στενή ερμηνεία. Το κουήρ θα επιτρέπει, αλλά και θα βάζει όρια, θα ξεγυμνώνει αλλά και θα προστατεύει, θα οργίζεται και θα παλεύει για μια άλλη κοινωνία, όπου καταστάσεις όπως αυτές που περιγράφουν οι στίχοι του Χάρολντ Νορς, από το ποίημα «The Queer Killers»: «Λέει ότι είναι ποιητής η πουστάρα./ Φως φανάρι! Κόψε της το κώλο/ της μαλακισμένης αδερφής./ Να γράφει μετά για τον κομμένο το κώλο της/ και τα κομμένα της αρχίδια./ Δεν μάς αγγίζει εμάς ο νόμος, φίλε» (μτφ. Στάθης Τσαγκαρουσιάνος) θα ανήκουν οριστικά στην ανθρώπινη προϊστορία.
* Το κείμενο παρουσιάστηκε αρχικά στην εκδήλωση «Λοξές γραφές, φεμινιστικές αναγνώσεις» (διοργάνωση contact org, The Urban Hub SKG, επιμ. Γ. Τεμπρίδου, Θεσσαλονίκη, 20.3.2024).