Hermann Broch «Οι Υπνοβάτες. Μια τριλογία», μετάφραση: Σοφία Αυγερινού, εκδοσεις Έρμα, 2022
Στα συμφραζόμενα του ευρωπαϊκού λογοτεχνικού μοντερνισμού, η τριλογία «Οι Υπνοβάτες» του Χέρμαν Μπροχ, που ολοκληρώθηκε το 1932, αξιώνει μια θέση ανάμεσα στο «Αναζητώντας τον χαμένο χρόνο» του Μαρσέλ Προυστ, τον Οδυσσέα του Τζέιμς Τζόις ή τον Άνθρωπο χωρίς ιδιότητες του Ρόμπερτ Μούζιλ. Με τον Τζόις, εξάλλου, τους συνέδεε αμοιβαία –εξ αποστάσεως– φιλία και αλληλοεκτίμηση.
Ο Χέρμαν Μπροχ γεννήθηκε στη Βιέννη το 1886. Αρχικά εργάστηκε στο υφαντουργείο του πατέρα του, αλλά το 1925, όταν πλησίαζε τα σαράντα, εγκατέλειψε τη θέση του για να σπουδάσει μαθηματικά, φιλοσοφία και ψυχολογία στο Πανεπιστήμιο της Βιέννης. Αμέσως μετά την προσάρτηση της Αυστρίας από τους ναζί, ο Μπροχ συνελήφθη από την Γκεστάπο, επειδή θεάθηκε (ή τον κατέδωσαν) να διαβάζει μια σοσιαλιστική εφημερίδα. Αποφυλακίστηκε με την παρέμβαση των φίλων του, και ιδίως του Τζέιμς Τζόις. Κατέφυγε στις ΗΠΑ, όπου φιλοξενήθηκε από τον Τόμας Μαν και τον Αϊνστάιν. Απεβίωσε το 1951 στο Νιού Χέιβεν.
Είναι παράδοξο ότι ένα από τα πιο τολμηρά καινοτόμα και μυθιστορήματα του 20ού αιώνα γράφτηκε από έναν άνθρωπο που θεωρούσε τη λογοτεχνία φτωχό υποκατάστατο της φιλοσοφίας. Ειδικά μετά τα εγκλήματα του ναζισμού, ο Μπροχ, σε διαλεκτική με τον Αντόρνο, οδηγήθηκε στο συμπέρασμα ότι η ποίηση είναι ανήθικη σε μια εποχή παρακμής∙ απέρριψε τη λογοτεχνία και αφοσιώθηκε μέχρι τον θάνατό του, το 1951, στη μελέτη της μαζικής ψυχολογίας και πολιτικής.
Τόσο στους Υπνοβάτες, όσο και στο έτερο magnum opus του συγγραφέα, τον Θάνατο του Βιργιλίου, ο Μπροχ εμπνέεται από τις αφηγηματικές τεχνικές του Τζόiς και του Προυστ, όμως κατορθώνει να προσαρμόσει τις πολύπλευρες εσωτερικές ευαισθησίες τους στον καμβά μιας σκληρής γερμανικής πραγματικότητας, βγαλμένης λες από πίνακα του Ιερώνυμου Μπος.
Σύμφωνα με τον Μπροχ, «Οι Υπνοβάτες» είναι άνθρωποι που ζουν μεταξύ εξαφανιζόμενων και αναδυόμενων ηθικών συστημάτων, όπως ακριβώς ο υπνοβάτης υπάρχει σε μια κατάσταση μεταξύ ύπνου και αφύπνισης. Η τριλογία απεικονίζει τρεις αντιπροσωπευτικές περιπτώσεις «μοναξιάς του Εγώ» που πηγάζει από την κατάρρευση οποιουδήποτε συντηρητικού συστήματος αξιών.
Τα μυθιστορήματα «1888. Πάσενοβ ή Ο Ρομαντισμός», «Ες ή Η αναρχία» και «Χούγκεναου ή Ο Πραγματισμός» επικεντρώνονται αντίστοιχα σε τρεις ήρωες τυπικούς εκπροσώπους της τάξης τους, οι οποίοι έρχονται αντιμέτωποι με την κρίση των αξιών της εποχής τους. Γύρω τους στροβιλίζεται μια πλειάδα χαρακτήρων που καλύπτουν σχεδόν όλο το ψηφιδωτό της κεντροευρωπαϊκής κοινωνίας από τα τέλη του 19ου αιώνα μέχρι την εποχή της διαβολικής σαγήνης του ολοκληρωτισμού.
1888. Πάσενοβ ή Ο Ρομαντισμός
Το πρώτο μυθιστόρημα της τριλογίας αποτελεί μια λεπτή παρωδία του ρεαλισμού του 19ου αιώνα. Διαδραματίζεται στο μεγαλύτερο μέρος του στο Βερολίνο και εστιάζει στους γαιοκτήμονες Πάσενοβ. Ο Γιόαχιμ, που ως δευτερότοκος γιος, σύμφωνα με τους κώδικες των Γιούνκερ, προορίζεται για στρατιωτικός, είναι ρομαντικός επειδή προσκολλάται απελπισμένα σε αξίες που οι άλλοι θεωρούν ξεπερασμένες. Αυτός ο «συναισθηματικός λήθαργος» προσδίδει στην προσωπικότητά του μια κάποια γραφική ευγένεια, αλλά τον καθιστά ακατάλληλο να αντιμετωπίσει καταστάσεις που δεν ταιριάζουν στον στενό κώδικα των Γιούνκερ. Η φιλική-ανταγωνιστική σχέση του με τον αστό, ελευθερόφρονα, εκκολαπτόμενο επιχειρηματία Μπέρτραντ και ο έρωτάς του με μια παθιασμένη τσέχα νεαρή κατώτερης τάξης, τον φέρνουν σε σύγκρουση με το οικογενειακό περιβάλλον, αλλά και με ίδια την τάξη του. Επιφανειακά, ο νεαρός Πάσενοβ φαίνεται ένας ιδιαίτερα ανόητος και καχύποπτος άντρας, που δεν μπορεί να αγαπήσει ούτε τον φίλο του, ούτε την αρραβωνιαστικιά του, την Ελίζαμπετ, και έχει την ακαμψία της πρωσικής αντίληψης της τιμής: είναι η ίδια του η αδυναμία να καταλάβει, η αμηχανία του, που ανοίγει το μυαλό του σε οράματα, στη μεταμόρφωση της αρραβωνιαστικιάς του στο περιβάλλον της. Ωστόσο, ακόμα και οι πιο αδαείς χαρακτήρες του Μπροχ διαθέτουν μια πρωτεϊκή ικανότητα να μεταμορφώνονται μακροπρόθεσμα από τα γεγονότα, κι αυτό θα συμβεί στον νεαρό αξιωματικό στη συνέχεια της τριλογίας. Το πρώτο τμήμα της τριλογίας, είναι κατά κάποιο τρόπο το πιο ονειρικό, που αναδεικνύει τη συνειδησιακή ροή των χαρακτήρων.
1903. Ες ή Η Αναρχία
Το δεύτερο βιβλίο μετακινείται δυτικά στην Κολωνία και το Μάνχαϊμ και μετατοπίζεται στην αστική εργατική τάξη. Ο λογιστής Αουγκούστ Ες, ο οποίος ζει με το σύνθημα «οι δουλειές είναι δουλειές», αναζητά μια διαφυγή στον ερωτισμό όταν συνειδητοποιεί ότι η διπλή λογιστική δεν μπορεί να εξισορροπήσει τις ηθικές χρεώσεις και πιστώσεις στην ταραχώδη κοινωνία της προπολεμικής Γερμανίας.
Προς το τέλος του πρώτου παγκοσμίου πολέμου, τόσο ο Ες όσο και ο Πάσενοβ του πρώτου βιβλίου, καταλήγουν σε ένα μικρό χωριό στον ποταμό Μοσέλ – ο Πάσενοβ ως στρατιωτικός διοικητής και ο Ες ως εκδότης της τοπικής εφημερίδας. Η αδυναμία τους να αντιμετωπίσουν τη νέα πραγματικότητα τους στρέφει στη θρησκεία και στον προτεσταντισμό. Ο Ες πελαγώνει στις ίδιες του τις αντιφάσεις. Θέλει να παριστάνει τον φιλάνθρωπο, ωστόσο είναι στην πραγματικότητα ένας ανήθικος ηθικολόγος. Αφυπνίζεται, ωστόσο, όταν αντικρίζει κατάφατσα τις κοινωνικές ανισότητες, ειδικά μετά από τη φυλάκιση του φίλου του, του αναρχικού συνδικαλιστή Μάρτιν Γκέρινγκ. Ο Ες γίνεται –οπορτουνιστικά στην αρχή– εραστής της λαϊκής Χέντιεν, ιδιοκτήτριας εστιατορίου, ενώ διακαής επιθυμία του είναι να σκοτώσει τον Μπέρτραντ, ιδιοκτήτη της μεγαλύτερης ναυτιλιακής εταιρείας του Ρήνου, τον οποίο θεωρεί προσωποποίηση αυτών που ευθύνονται για τις κοινωνικές αδικίες.
1918. Χουγκενάου ή Ο Πραγματισμός
Το τελευταίο μέρος της τριλογίας περιγράφει την κατάρρευση της Γερμανίας μετά τον πρώτο παγκόσμιο πόλεμο. Ο Μπροχ δείχνει εδώ ότι είναι σπουδαίος συγγραφέας σκηνών πολέμου και επανάστασης, ενώ συγκλονιστικές είναι οι περιγραφές των νοσοκομείων όπου νοσηλεύονται οι τραυματίες και οι ανάπηροι. Ο χαρακτήρας του Χουγκενάου, του αλσατού λιποτάκτη, του αδίστακτου μεσίτη, που γίνεται εκδότης σοσιαλιστικής εφημερίδας, συνιστά αναπαράσταση του μεταπολεμικού κερδοσκόπου. «Ο Πραγματιστής» εξαπατά τον Ες και προσπαθεί να εκβιάσει τον Πάσενοβ να υποταχθεί στην εξουσία του. Μετά τη Νοεμβριανή Επανάσταση του 1918, τόσο ο ρομαντισμός και η σοσιαλιστική προοπτική του παρελθόντος έχουν δώσει τη θέση τους στις δυνάμεις του μηδενισμού. Ο Χουγκενάου γίνεται ο εκφραστής της διάλυσης των εννοιών πάνω στις οποίες στηρίχθηκε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα από την Αναγέννηση ως τον Μεγάλο Πόλεμο. Διόλου τυχαία, οι δοκιμιακές σελίδες αυτού του βιβλίου, εστιάζουν στην αρχιτεκτονική, την οποία ο Μπροχ θεωρούσε την κατεξοχήν τέχνη που αντικατοπτρίζει τις αλλαγές στο κοινωνικό γίγνεσθαι. Ο Μπροχ παρουσιάζει τον Χουγκενάου, «αυτόν τον άνθρωπο χωρίς αξίες», ως τον αναπότρεπτο προάγγελο του φασισμού. Ο Πάσενοβ και ο Ες, οι άλλοτε ηλίθιοι, σύμβολα μιας Γερμανίας που καταστράφηκε οικονομικά και κοινωνικά από τις πολεμικές πιστώσεις, μόνο και μόνο για τα παράσημα του στρατάρχη φον Χίντενμπουργκ, καταφεύγουν στη θρησκευτική μεταστροφή. Το θέμα της λύτρωσης είναι η τελική μεταμόρφωση των Υπνοβατών.
Η Χάνα Άρεντ σημειώνει ότι στην τριλογία του ο Μπροχ ξεκινά ως συνηθισμένος παραμυθάς, για να αποκαλυφθεί στο τέλος ως ποιητής και φιλόσοφος που δεν του αρκεί να απεικονίσει την πορεία των συμβάντων, αλλά μάλλον αγωνιά να ανακαλύψει τους νόμους της κίνησης που διέπουν την κατάρρευση των αξιών.
Επίτομη έκδοση, σε εξαιρετική μετάφραση και με επιλεγόμενα της Σοφίας Αυγερινού.