Άκης Παπαντώνης «Η τελευταία αρκούδα του δάσους», εκδόσεις Κίχλη, 2023
Η τρίτη πεζογραφική εμφάνιση του Άκη Παπαντώνη (γ. 1978) με τη νουβέλα «Η τελευταία αρκούδα του δάσους» συγκροτεί μαζί με τα δύο προηγούμενα αφηγηματικά του έργα μια άτυπη τριλογία με επίκεντρο την κατανόηση της ψυχοσυναισθηματικής συνθήκης της γενιάς του. Εκείνης που έζησε εξ απαλών ονύχων την αλλαγή του κόσμου το 1989 και ενηλικιώθηκε ως κοσμοπολίτικη, διεσπαρμένη και διασπορική γενιά, με σπουδές, δεξιότητες και παραστάσεις, αλλά πολιτικά συγχυσμένη, σε κρίση εαυτού και χωρίς ιδεολογικό μύθο.
Σε όλα τα έργα του μέχρι τώρα ο Παπαντώνης ψηλαφεί, με όχημα τη μνήμη και την εκ των υστέρων παρατήρηση, απόηχους της Ιστορίας αλλά και αδιόρατα τραύματα, οικογενειακά και δημόσια, όσων έζησαν ως παιδιά και έφηβοι στα υποτιθέμενα χρόνια της ευωχίας, στις δεκαετίες του ’80 και του ’90. Το ξεχωριστό με την περίπτωση του είναι ότι, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει συνήθως στην εγχώρια πεζογραφία, αυτά τα (μετα)τραυματικά αποτυπώματα δεν αποτελούν διασταυρώσεις με γεγονότα και καταστάσεις της ελληνικής, αλλά επεισόδια της ευρωπαϊκής ιστορίας, μιας κοινής μοίρας που ξεχνάμε, με τον αφηγηματικό καμβά να απλώνεται στην κομμουνιστική ή μετακομμουνιστική Ανατολική Ευρώπη.
Στο πρώτο βιβλίο του, τον βραβευμένο «Καρυότοπο» (2014), το φόντο ήταν «τα ορφανά του Τσαουσέσκου» και η εξωφρενική πολιτική δημογραφικής αναμόρφωσης της κομμουνιστικής Ρουμανίας. Στο δεύτερο, το σπονδυλωτό μυθιστόρημα «Ρηχό νερό, σκιές» (2019), το σκηνικό στήνεται σε μια σοβιετική πολίχνη έξω από το Τσέρνομπιλ, πριν και μετά το πυρηνικό δυστύχημα. Στην Τελευταία αρκούδα του δάσους η πλοκή οργανώνεται γύρω από την εθελοντική συμμετοχή ενός νεαρού Έλληνα εθνικιστή στον εμφύλιο της Βοσνίας, στο πλευρό των ομόδοξων Σέρβων.
«Στα όπλα, στα όπλα, να πάρουμε τα Σκόπια»
Στο πρόσωπο του έκκεντρου Νίκου με το ξυρισμένο κεφάλι και τις αρβύλες, που γίνεται Νικηφόρος όταν εντάσσεται στα τάγματα του «πατριωτικού» Συνδέσμου και την Εθελοντική Ελληνική Φρουρά, παρακολουθούμε από την οπτική γωνία του μικρού αδερφού, που ψάχνει τα ίχνη του, την εκκόλαψη και τη διαμόρφωση της ριζοσπαστικής ακροδεξιάς νεανικής υποκειμενικότητας στην εποχή της ανόδου των εθνικισμών στα Βαλκάνια. Ο Νικηφόρος συμμετείχε με τρόπο που δεν προσδιορίζεται ακριβώς σε παραστρατιωτικές επιχειρήσεις και στη σφαγή των 8.000 άμαχων μουσουλμάνων που διέταξε ο διαβόητος (ήρωάς του όπως φαίνεται και φιλόδοξος ποιητής…) Ράντοβαν Κάρατζιτς στη Σρεμπρένιτσα (1995), ένα από τα ειδεχθέστερα εγκλήματα πολέμου της σύγχρονης ευρωπαϊκής ιστορίας με επιβεβαιωμένη ελληνική παρουσία.
Η ιστορική ποιητική της αφήγησης μολονότι βασίζεται σε έρευνα και μαρτυρίες, προϋποθέτοντας την έννοια του αρχείου (ιστορικού αλλά και οικογενειακού), δεν ακολουθεί τη λογική του μυθιστορήματος ντοκουμέντου, αλλά της μυθοπλαστικής επεξεργασίας επινοημένου κυρίως υλικού από φωτογραφίες, βιντεοκασέτες, διαδικτυακές αναζητήσεις, γράμματα, σημειώματα κ.ά. Πιο λειτουργική είναι η χρήση των νομικών πρακτικών, φέρνοντας στο νου τα Τρία ελληνικά μονόπρακτα του Βαλτινού. Οι σύντομες μαρτυρίες που παρατίθενται στην αρχή κάθε κεφαλαίου αποτελούν επεξεργασμένη εκδοχή υλικού από τα πρακτικά του Διεθνούς Ποινικού Δικαστηρίου της Χάγης για τα εγκλήματα πολέμου στην πρώην Γιουγκοσλαβία. Κάθε μαρτυρία συνομιλεί διακριτικά με το κυρίως μέρος του κεφαλαίου, που έχει πρωτοπρόσωπο αφηγητή τον μικρότερο αδελφό, υποβάλλοντας στον αναγνώστη εικόνες και ζωντανά τεκμήρια λόγου από τη εμπόλεμη φρίκη, ώστε να μπορεί να συμπληρώσει με τη φαντασία του τη δράση υπερπατριωτών «παλικαράδων» όπως ο Νικηφόρος. Ο χειρισμός του αφηγηματικού χρόνου, από τους σεισμούς του 1981 μέχρι το σημαδιακό 2004, είναι επίσης προσφυής, μη γραμμικός και ευρυγώνιος, φτιάχνοντας ένα σχήμα ενηλικίωσης των ηρώων και διευκολύνοντας τον διάλογο του παρελθόντος με το παρόν.
Πενθώντας την πατρική κληρονομιά και τον οικογενειακό δεσμό
Αν ο ιστορικός καμβάς αποτελεί τη μια συνιστώσα της μυθοπλασίας του Παπαντώνη, τα οικογενειακά συμπλέγματα, ο προσδιορισμός της ταυτότητας και η αναζήτηση του εαυτού συγκροτούν έναν δεύτερο άξονα. Στη νουβέλα, τα ιστορικά και τα οικογενειακά τραύματα τέμνονται όπως η μεγάλη Ιστορία με τη μικροϊστορία. Τα δυο παιδιά μεγαλώνουν με σημεία αναφοράς την πτώση του Τείχους του Βερολίνου, τις καταλήψεις του 1990-91, τις διαδηλώσεις για την «ελληνική» Μακεδονία, αλλά και με τεύχη Λούκι Λουκ και Τζι Άι Τζο, εγκυκλοπαίδειες, εφηβικά πάρτι, ηλεκτρονικά παιχνίδια σε Amstrad ή Amiga υπολογιστές. Ένα πραγματολογικό λαθάκι με την αναφορά σε φωτογραφία του Ελεύθερου Τύπου στον σεισμό του 1981 (ενώ η εφημερίδα κυκλοφόρησε το 1983), δεν αλλοιώνει την πολύ πιστή απόδοση της εποχής.
Ο κόσμος στον οποίο ζουν, με μια υπόγεια καφκική και λακανική αναφορά, είναι ένας κόσμος πραγματικής και συμβολικής εξάχνωσης της πατρικής μορφής, μια «πατροκτόνος εποχή», όπως τη χαρακτηρίζει ο Μάσιμο Ρεκαλκάτι στο ψυχαναλυτικό του δοκίμιο για την πατρότητα στην υπερμοντέρνα εποχή («Τι απομένει από τον πατέρα;», Κέλευθος 2023). Τα δύο αδέρφια βρίσκονται σε μια διαλυμένη οικογένεια χωρίς κέντρο βάρους και πυρήνα. Η συγχυσμένη μάνα είναι ανήμπορη μέσα στο πένθος της να διαχειριστεί την απουσία του κομμουνιστή-εργάτη πατέρα που μετά την απόλυση του από το εργοστάσιο της Ελληνικής Αμυντικής Βιομηχανίας εγκατέλειψε την οικογένεια και έφυγε μετανάστης στη Γερμανία, ακολουθώντας την αντίστροφη πορεία από τον Σκουρογιάννη στη συγγενική και ως προς τον τίτλο Τελευταία αρκούδα του Πίνδου του Χατζή, ο οποίος επιστρέφει από την εξορία στην Ελλάδα με αίσθημα μοναξιάς και ματαίωσης. Ο μικρότερος αδελφός, φοιτητής στο Χημικό και ασκημένος στην παρατήρηση, ζει από μικρός στην προστατευτική σκιά του μεγάλου που προσπαθεί να υπεραναπληρώσει το πατρικό κενό. Στην πραγματικότητα όμως γίνεται το πρότυπο μιας κανονιστικής πατριαρχικής αναπαράστασης ενός μη βιολογικού πατέρα, που διοχετεύει στη βία το πένθος και τελικά δεν μπορεί να ξεφύγει από το πατρικό κενό, καθώς κρύβεται από τους πάντες: τη μάνα, τον ομοφυλοφιλικό εαυτό, την ίδια τη ζωή. Ο συγγραφέας προσθέτει, όπως στο προηγούμενο μυθιστόρημα, έναν ανοϊκό εδώ παππού που τον προσέχει Βουλγάρα, ρίχνοντας άλλη μια διαγενεακή γέφυρα στον διάλογο με το παρελθόν αλλά και στην εμπειρία της Ανατολικής Ευρώπης.
Ο Παπαντώνης, διαμορφώνοντας ένα ηθελημένα στεγνό ύφος, χειρίζεται με λεπτότητα τη συναισθηματική αναπηρία και τον υπαρξιακό μετεωρισμό των ηρώων του. Στα συν του βιβλίου συγκαταλέγονται η ικανότητα να δημιουργεί ατμόσφαιρα, αποφεύγοντας τις λυρικές εξάρσεις, η αφηγηματική οικονομία, η ένταση των σιωπών. Με την Τελευταία αρκούδα του δάσους εξελίσσει σημαντικά τη γραφή του, κερδίζοντας πολλά, σε σχέση με τα προηγούμενα βιβλία του, από την επιλογή να προσγειώσει στην ελληνική πραγματικότητα την ιστορία χωρίς αυτή τη φορά ίχνος εντυπωσιοθηρίας. Μοναδικό, ίσως εγγενές, πρόβλημα σε αυτού του τύπου τις υβριδικές αφηγήσεις, ακόμα κι όταν όπως εδώ κατανέμουν σε σωστή δοσολογία το μυθοπλαστικό και το ιστορικό υλικό, παραμένει η περιορισμένη αίσθηση της αναγνωστικής απόλαυσης. Είναι όμως αυτή πάντα ζητούμενη; Και μήπως σήμερα δεν αλλάζουν οι όροι ακόμα κι αυτής;