Μάριος Χάκκας «Ο μπιντές και άλλες ιστορίες», επίμετρο: Παντελής Μπουκάλας, εκδόσεις Άγρα, 2023
Το 1970, ο Μάριος Χάκκας είναι τριάντα εννιά χρονών και σοβαρά άρρωστος. Πάει ένας χρόνος που έχει διαγνωστεί με καρκίνο του νεφρού. Έχει ωριμάσει μαζί με το νεφρό του, «που έσκασε καρπούζι στον ήλιο», άνοιξε τριαντάφυλλο, «τρακ και φάνηκε ζαχαρωμένη ντομάτα», όπως λέει αυτοσαρκαζόμενος διά στόματος του άρρωστου αφηγητή-συγγραφέα στο διήγημα «Το τρίτο νεφρό» – ο αφηγητής αυτός είναι σίγουρα περσόνα του, αλλά τόσο όσο, αλλιώς κινδυνεύουμε να πέσουμε σε πολύ παλιές παγίδες. Το διήγημα περιλαμβάνεται στη συλλογή «Ο μπιντές και άλλες ιστορίες», η οποία εκδίδεται μες στη χρονιά. Και βιάζεται. Τον επόμενο χρόνο θα εκδώσει τρία μονόπρακτα, «Ενοχή», «Αναζήτηση», «Τα κλειδιά». Το 1972 θα ολοκληρώσει το «Κοινόβιο», αλλά δεν θα προλάβει, για μια μέρα, να το δει τυπωμένο.
Η συλλογή «Ο μπιντές και άλλες ιστορίες» είναι ένα πολύπτυχο αφήγημα για τη σύντομη δεκαετία του ’60. Με σαφώς βιωματικό υπόστρωμα και έντονα αυτοβιογραφικά στοιχεία, οι ιστορίες της συλλογής δημιουργούν μια τοιχογραφία της εποχής, με επιμέρους σκηνές του παρελθόντος στο βάθος, που παρά την ερμηνευτική τους ισχύ παραμένουν υποφωτισμένες: η ήττα της Αριστεράς, το δίκαια και άδικα χυμένο αίμα, η δύσκολη υπομονή κι επιμονή, η ενοχική παραίτηση. Πιο μπροστά, οι ενδοαριστερές διαμάχες που κορυφώνονται στη συγκεκριμένη περίοδο, οι διαψεύσεις, οι αναθεωρήσεις κι οι εκλογικευμένοι συμβιβασμοί, μέσα σε έναν κόσμο που νομίζει ότι βρήκε ένα σημείο ισορροπίας στον ψευτο-εκσυγχρονισμό, στην άναρχη ανοικοδόμηση και τον προσιτό καταναλωτισμό, στη λήθη που σαρώνει με σύστημα ό,τι είχε απομείνει από τη συλλογικότητα, την κοινότητα, τις ιδέες και τους αγώνες, τα σημεία και τα σύμβολά τους – η Καισαριανή είναι ένα τέτοιο πολύτροπο σύμβολο και επανέρχεται διαρκώς στο έργο του. Μια σύντομη δεκαετία, δυο κόσμοι που μάχονται ο ένας τον άλλον στην κοινωνία, στην καθημερινή ζωή, αλλά και μες στις ψυχές των ανθρώπων, οι οποίοι πασχίζουν να κρατηθούν από κάπου, παραμένοντας θνητοί κι ευάλωτοι. Στο κέντρο της τοιχογραφίας, ο πάσχων συγγραφέας.
Μια ποίηση από τη ζωή
Ο Χάκκας δίνει φωνή στους απλούς και ταπεινούς, που μείναν δίχως όραμα, απροστάτευτοι μέσα στη νύχτα, όπως έγραφε ο Στρατής Τσίρκας, σε ένα πολύ φορτισμένο κείμενό του για τον φίλο του στο περιοδικό Συνέχεια τον Απρίλη του 1973 (2, 34-47). Άλλοι σπάσανε, κοπήκανε στα δυο από την απελπισία, άλλοι χαθήκανε κι άλλοι έζησαν και πορεύονται όπως μπορεί κι όπως καταλαβαίνει ο καθένας, αγκιστρωμένος στο παρελθόν, ξαναγράφοντας την Ιστορία για να ταιριάξει με τις επιλογές του, παλεύοντας να σταθεί όρθιος κι ελεύθερος. Ένας είναι διαπυημένος από τη σαπίλα της εποχής του, γερασμένος στην ψυχή και μακαρίζει όσους έχουν ένα σχέδιο κι έναν σκοπό στη ζωή τους και δεν φτάνουν γυμνοί κι απροετοίμαστοι στην πύλη της άλλης όχθης («Περίπτωση θανάτου»). Άλλος είναι φαγωμένος, όπως κι οι πολλοί, μέσα του χωρίς να το πάρει είδηση («Ο μπιντές»). Ένας τρίτος είναι ολομόναχος, καθώς τα έφερε έτσι η ζωή και τα έχει εγκαταλείψει πια όλα: πίστη, φυλακή, κι ένα βόλι καλό για το τέλος. Όλα, σου λέω, ήλιο, ιστορία, τροχό, μες στη λάσπη («Η φυλακή») – κι ήταν ίσως η δήλωση των πάντων η αιτία. Κάποιος άλλος, όντας ένας από τους πολλούς με τα σπασμένα φτερά και τα κοκαλωμένα όνειρα, επιμένει και συνεχίζει τον πόλεμο, κι ας ξέρει πως είναι μάταιος, με όσα μέσα διαθέτει, βρίζοντας, χλευάζοντας, γαβγίζοντας, ελευθερώνοντας πουλιά προορισμένα για τον θάνατο [«Έτσι σαν πρόλογος (ασπρόμαυρο)»], γκορπίζοντας («Γκορπισμός»), γελοιοποιώντας και καταγγέλλοντας τις συμβάσεις στη ζωή και την τέχνη, την ψευδαίσθηση της αρμονίας και της ευτυχίας («Κατά των ανθέων», «Η τοιχογραφία», «Το νερό», «Ο μπιντές»). Πολλοί παραδίνονται στον πόθο, τη λαχτάρα του κορμιού και λιώνουν σαν το κερί («Ένας χωρισμός», «Ένας φόνος»). Άλλος ερωτεύεται, γράφει ποίηση, είναι ο ίδιος ο έρωτάς του ποίηση και βαθιά ζωή και γι’ αυτό φύση – το διήγημα «Οι εξαιρετικές μου στιγμές» είναι κατά τόπους ένα υπέροχο πεζό ποίημα. Κάποιοι γράφουν με πίστη κι αγάπη για τις λέξεις, τις πονάνε, τις σέβονται, τις θησαυρίζουν, τις φορτίζουν και τις πυροδοτούν· με συμπόνια για τον άνθρωπο και τα σκοτάδια του που είναι και δικά τους. Γύρω τριγύρω ο θάνατος. Κι εκείνοι να ζητούν λίγη ζωή ακόμη, για να προλάβουν να καταυγάσουν, εκσφενδονίζοντας βεγγαλικά τις φράσεις, «έστω και για μια μόνη στιγμή αυτή την αιώνια νύχτα». Για να προλάβουν να ξεπεράσουν τους δασκάλους τους, που μεγαλούργησαν επειδή βίωσαν, όπως κι οι ίδιοι, την κόλαση: «Ζωή θέλω, να τη σπαταλήσω πίσω από τις φράσεις, ζωή να χτίσω παραγράφους, να οικοδομήσω ένα έργο δίνοντας στο λόγο μια τρίτη διάσταση γιατί τη δεύτερη τη βρήκαν οι άλλοι, την καταγράψαν οι δάσκαλοι κι εγώ πρέπει να πάω παραπέρα» («Το τρίτο νεφρό»). Για να πάνε παραπέρα την ποίηση. Μια ποίηση από τη ζωή, κι όχι για τη ζωή κι όχι για έναν σκοπό («Το τρίτο νεφρό»). Κι ας επανέρχεται συνέχεια αυτός ο σκοπός κι ας τους στοιχειώνει. Από τη μια να τον αρνιούνται και να τον γελοιοποιούν κι από την άλλη να τον υπερασπίζονται παράφορα, ως σάρκα από τη σάρκα και αίμα από το αίμα τους.
Το απίστευτο «μπάχαλο» του κόσμου
Αυτή η ποίηση, η βιωμένη, η κερδισμένη με αίμα, που μόνο αυτή δικαιώνεται τελικά στο ποιητοδικείο, λυρική, ελεγειακή, σατιρική, είναι κεντημένη στις ιστορίες του Μπιντέ. Τα «αναρχούμενα» κείμενα, «χωρίς κώλο και μύτη» («Γκορπισμός») της συλλογής, όπως και όλα όσα θα γράψει ως τον θάνατό του ο Χάκκας, τα οδηγεί ο «ευεργέτης συνειρμός», για τον οποίο κάνει λόγο ο Παντελής Μπουκάλας στο επίμετρό του. Θραυσματικά, ασθμαίνοντα, ασπαίροντα, αναδημιουργούν, με μια φλογερή, έρρυθμη, μοντερνιστική πρόζα, ατίθαση και διαλογική (με τον Σεφέρη να περιδιαβαίνει εντός της αγκαζέ με τον Ουέλς και τον Γκόρπα χέρι-χέρι με τον Ρίλκε και τον Χένρι Μίλερ), το απίστευτο «μπάχαλο» του κόσμου, του μυαλού και της ψυχής χωρίς το (κριτικό ρεαλιστικό) γκαραντί του Γκαροντί, όπως σαρκάζει ο αφηγητής στο διήγημα «Κατά Μάικ». Αφήνοντας όμως και κάποιο μικρό παραθυράκι στην ελπίδα. Τα πλαστικά τριαντάφυλλα ζωντανεύουν και «ζωγραφίζουν στη ζωή μια συνέχεια» («Τρία τριαντάφυλλα κόκκινα»). Ο πρωταγωνιστής του τελευταίου, φανταστικού διηγήματος, «Ένας κάπως αισιόδοξος επίλογος. Η επιστροφή του αόρατου», «θριαμβευτικά προχωράει μέσα στην καταπράσινη άνοιξη».
Ο ένας ποιητής, λέει ο Χάκκας, προκύπτει από τον άλλον, αλλά ο Γκόρπας από τον Γκόρπα. Το ίδιο ισχύει και για τη δική του περίπτωση. Ο Χάκκας προκύπτει από τον Χάκκα. Και τα καθόλου αναιμικά αλλά, αντίθετα, παλλόμενα από ζωή γραπτά του, που διαφεύγουν τις μονοσήμαντες ερμηνείες και είναι όντως κερδισμένα με κόπο από τον χρόνο, θα του εξασφαλίσουν το να «υπάρξει κατόπι», όπως ονειρεύεται χωρίς να το θέλει να το ομολογήσει ούτε στον ίδιο του τον εαυτό ο άρρωστος και βιαστικός συγγραφέας στο διήγημα «Γκορπισμός». Τη θέση που του αξίζει στην ιστορία της λογοτεχνίας από τη μια και αφοσιωμένους αναγνώστες από την άλλη. Σαν να λέμε φίλους σε πολλές, διαφορετικές εποχές. Πολύ θα του άρεσε αυτό.